Καθώς βαδίζουμε προς το φθινόπωρο, της μελαγχολίας για κάποιους, αλλά και της επανεκκίνησης για πολλούς, είναι όντως θλιβερή η βιασύνη με την οποία μικραίνουν οι μέρες, ο αποχαιρετισμός στα παιχνίδια με τη θάλασσα και κοντολογίς η επαναφορά στην καθημερινή ρουτίνα. Η πρόοδος φυσικά επέφερε και στις πιο ταπεινές παραλίες ομπρελοκαθίσματα επί πληρωμή, στιγμιαίους καφέδες και μπύρες ως συνοδευτικά της κατάκλισης κάτω από την ηλιακή ακτινοβολία, όμως στην ουσία μας έχει στερήσει μύριες άλλες απολαύσεις. Το σερφάρισμα στα smartphones αντικατέστησε εν πολλοίς το διάβασμα των βιβλίων, που αν μη τι άλλο χρησιμοποιούνταν και σαν σκιάδι ανοιχτά πότε-πότε. Οι αναγνώστες είναι είδος προς εξαφάνιση. Ο Μπόρχες που είχε προβλέψει από παλιά αυτή την κατάληξη, τους αποκαλούσε μαύρους κύκνους και υποστήριζε ότι οι καλοί αναγνώστες είναι πλέον πιο σπάνιοι κι απ’ τους καλούς συγγραφείς. Όμως η ανάγνωση είναι πράξη μεταγενέστερη της γραφής, πιο ταπεινή, πιο ευγενής, πιο πνευματική.
Η ανάγνωση θα αντέξει ακόμη μόνο αν έχει να κάνει με ανθρώπους ενός συγκεκριμένου επιπέδου ευφυίας. Ο άνθρωπος όμως πλάθεται από μικρός και εξελίσσεται στην πορεία. Πρέπει από μικρός να γίνεις φίλος του βιβλίου και της μυρωδιάς του χαρτιού, της φρεσκοτυπωμένης εφημερίδας που σου μουτζουρώνει με το μελάνι τα ακροδάχτυλα. Να επισκέπτεσαι τακτικά βιβλιοθήκες και συνοικιακά βιβλιοπωλεία, και να αναζητάς στα παλαιοπωλεία αυτό που οι άλλοι θεωρούν βάρος και το ξεφορτώνονται. Ο γραπτός λόγος είναι μια κληρονομιά βαριά και έχει αποδέκτη τον καθένα μας. Ας μην ξεχάσουμε λοιπόν να διαβάζουμε και να γράφουμε. Ας μην αφήσουμε την πρόοδο να μας στερήσει όλες τις παλιές απολαύσεις.
* Ο Αριστείδης Αρχοντάκης είναι συγγραφέας, φυσικός