Τα παιδικά μου χρόνια, από τα 9 μου ως τα 15 τουλάχιστον, η πρεμιέρα του πρωταθλήματος της Α Εθνικής ήταν πάντα Κυριακή. Απόγευμα. Την περίμενα με λαχτάρα.
Είχα εφοδιαστεί από το πρωί της ίδιας μέρας αθλητικές εφημερίδες (συνήθως την «Αθλητική Ηχώ» λόγω Γ. Παγιωτέλη και των εξαιρετικών στατιστικών του και του τρόπου που παρουσίαζε τις ομάδες ενόψει της νέας σεζόν), είχα αγοράσει μπαταρίες για το πατρικό ραδιόφωνο απ’ όπου θα άκουγα την εξέλιξη των ματς της μεγάλης κατηγορίας από Δράμα και Σέρρες ως και την Κρήτη και είχα πάντα κοντά μου χαρτί και μολύβι για να σημειώνω τα γκολ της αγωνιστικής ανά παιχνίδι και τους σκόρερ.
Μέσα μου ευχόμουν να μπουν πολλά γκολ, οι διαιτητές να στέκονται στο ύψος τους και να μην γίνονται χουλιγκανισμοί στα γήπεδα.
Καθώς ήταν και Σεπτέμβρης και είχαν ανοίξει και τα σχολεία, πάντα φρόντιζα το Κυριακάτικο εκείνο απομεσήμερο να μην είχα υποχρεώσεις διαβάσματος ή γραψιμάτων ενόψει Δευτέρας.
Ακούγοντας τους εκφωνητές να παρουσιάζουν τη σύνθεση της κάθε ομάδας φανταζόμουν τους ποδοσφαιριστές σαν γίγαντες που έμπαιναν στο στάδιο να μονομαχήσουν με έπαθλο τη νίκη και τους βαθμούς, καθώς στη συνέχεια άκουγα την περιγραφή των στιγμιότυπων έκανα τα ακούσματα εικόνα και πανηγύριζα στα γκολ ή λυπόμουν στις χαμένες ευκαιρίες σαν να ήμουν και εγώ στις εξέδρες των γηπέδων χωμένος ανάμεσα στους φιλάθλους που τα είχαν γεμίσει.
Ανεξάρτητα από τα αποτελέσματα των υπόλοιπων ομάδων, πάντοτε χαιρόμουν ξεχωριστά και έπεφτα το βράδυ για ύπνο πασίχαρος εάν ο Ολυμπιακός μου, η παιδιόθεν ομάδα μου, έμπαινε με το δεξί, με νίκη δηλαδή, είτε εντός είτε εκτός, στη νέα αγωνιστική περίοδο, ενώ ήμουν όλη την ερχόμενη εβδομάδα μέχρι την άλλη Κυριακή κατηφής οσάκις ο Θρύλος δεν είχε πάρει τη νίκη.
Χαιρόμουν που ο Ολυμπιακός και όλες οι ομάδες χρησιμοποιούσαν Έλληνες παίκτες και έδιναν ευκαιρίες και σε παιδιά που έπαιρναν από σωματεία εκτός Αθηνών και Θεσσαλονίκης. Ήξερα απέξω, αν και λόγω Κρήτης εγώ και αυτοί Πειραιά δεν τους είχα δει ποτέ δια ζώσης παρά μόνο το βράδυ στην «Αθλητική Κυριακή», όλους τους παίκτες του Ολυμπιακού φυσιογνωμικά και στατιστικά γιατί δεν ήσαν πολλοί , ούτε διάσπαρτοι ως δανεικοί σε άλλες ομάδες και συμπλήρωνα στο τέλος κάθε αγωνιστικής δικά μου στατιστικά και σχόλια για την απόδοσή τους, τα οποία συγκρίνοντας με τα κάθε Κυριακή του αείμνηστου Παγιωτέλη είχα ως επιχειρήματα για την ανωτερότητα του Ολυμπιακού, ιδίως την περίοδο 1979-1983, κατά τις λογομαχίες μου με «αλλόφυλους» συμμαθητές και φίλους.
Τη Δευτέρα πεταγόμουν ως τον κ. Ισίδωρο, γνωστό ΑΕΚτζη της γειτονιάς, που είχε πάρει αθλητικές εφημερίδες, και τον παρακαλούσα να μου δώσει να διαβάσω για πέντε λεπτά το ρεπορτάζ του αγώνα του Ολυμπιακού. Και όχι μόνο το έκανε με χαρά αλλά συζητούσε μαζί μου πρόθυμα και για τα υπόλοιπα παιχνίδια της Κυριακής.
Τα χρόνια πέρασαν. Από όσα διαβάσατε, το μόνο που έχει μείνει αναλλοίωτο και αμείωτο είναι η αγάπη μου για τον Ολυμπιακό και το ποδόσφαιρο, αλλά και η καταδίκη κάθε μορφής βίας και κάθε εσκεμμένου φαλτσοσφυρίγματος.
* Ο Γεώργιος Η. Ορφανός είναι φιλόλογος, Msc Διαχείρισης Πολιτιστικής Κληρονομιάς και Διαχείρισης Πληροφοριακών συστημάτων