Τραγικές οι περιπτώσεις νέων παιδιών
Στην αρχή όλοι τάχθηκαν στον κοινό αγώνα. Και προς τη λήξη του πολέμου άρχισε να διαφαίνεται ο στόχος κάθε πλευράς. Έγιναν πολλά λάθη που προκάλεσαν συμφορές, αλλά τίποτα δεν μπορεί να αμαυρώσει το μεγαλείο της Αντίστασης του λαού μας. Ας κλείσουμε το αφιέρωμά μας στην Αντίσταση, λόγω της επετείου ανατίναξης του Γοργοποτάμου, με μερικές ακόμα σπουδαίες μορφές όπως:
Ο Γιώργης Γκόγκας, ο έρωτας ζωής μιας ακόμα ηρωίδας της Νίνας Κουκλινού. Γεννήθηκε το 1922 στην Αθήνα. Ο β’ Παγκόσμιος Πόλεμος τον βρίσκει στην Κρήτη και όπως προκύπτει από επίσημο αγγλικό έγγραφο και ιδιόχειρο σημείωμα του φρουράρχου Υπαίθρου Κρήτης Εμμ. Μπαντουβά: «Αντί να συνεχίσει τις σπουδές του στην Αθήνα προτιμά να προσφέρει τις ανεκτίμητες υπηρεσίες του δια τον κοινόν συμμαχικόν αγώνα, εφορμούμενος από αγνά, ανιδιοτελή πατριωτικά αισθήματα».
Με την ομάδα του Πετρακογιώργη στο Κέντρος λαμβάνει μέρος στην απαγωγή του στρατηγού Κράιπε. Φυλακίζεται στη Φορτέτζα Ρεθύμνου και στις φυλακές Αγυιάς Χανίων. Γνωρίζει τον Πάτρικ Λη Φέρμορ, με τον οποίο αργότερα έχει κάποια αλληλογραφία.
Από τις θρυλικές μορφές της Αντίστασης, που ανέδειξε η πολυγραφότατη πένα του ακούραστου Κωστή Ηλ Παπαδάκη, από τους κορυφαίους των Κρητικών Γραμμάτων ήταν ο Μητροπολίτης Βασίλειος Μαρκάκης.
Ο Βασίλειος γεννήθηκε στα Κεραμέ τα Φώτα του 1872.Από νωρίς φαινόταν ότι το παιδί αυτό ήταν ξεχωριστό. Μετά το δημοτικό σχολείο, συνέχισε στο Ελληνικό, που εκείνη την εποχή λειτουργούσε στη Μύρθιο και τέλειωσε το γυμνάσιο στο Ρέθυμνο. Επηρεασμένος από τις παραδόσεις, με τις οποίες γαλουχήθηκε, είχε μια αφοσίωση στα θεία. Και με την ευλογία όλων, στις 5 Σεπτεμβρίου 1890 χειροτονήθηκε μοναχός, από τον τότε επίσκοπο Λάμπης και Σφακίων Ευμένιο Ξηρουδάκη.
Όταν στα 1900 εχήρευσε η Μητρόπολη Αρκαδίας, η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Κρήτης πρότεινε τον Βασίλειο για νέο Επίσκοπο, αν και ήταν μόλις 28 ετών. Έτσι, μετά τη χειροτονία του εγκαταστάθηκε στις 25 Σεπτεμβρίου 1902 στη νέα έδρα του Επισκόπου Αρκαδίας στους Αγίους Δέκα της Μεσσαράς. Εκεί άρχισε το έργο του με προτεραιότητα στις ανάγκες που υπήρχαν.
Η αξιοσύνη του ωστόσο του ανοίγει και άλλους δρόμους ιεραρχικής ανόδου. Το 1941 εκλέγεται Μητροπολίτης Κρήτης.
Από τη θέση του αυτή συνεχίζει το πολυσήμαντο έργο του. Είναι όμως η χαλεπέστερη των καιρών με την Κρήτη να στενάζει κάτω από τη χιτλερική μπότα. Ο Βασίλειος από την έναρξη του πολέμου, δεν σταμάτησε να ανεβάζει το αγωνιστικό φρόνημα του λαού με το πύρινο λόγο του και κανένας ενορίτης δεν έφευγε για το μέτωπο, χωρίς την προσωπική του ευλογία και θερμή προσευχή. Με εγκύκλιό του καθημερινά τελούσαν και στο μικρότερο ξωκλήσι παρακλήσεις, υπέρ των νέων που πολεμούσαν στο μέτωπο. Ο ίδιος γύριζε από χωριό σε χωριό και επόπτευε την συλλογή ειδών πρώτης ανάγκης, για την αποστολή στο μέτωπο. Δεν δίστασε επίσης να διαθέσει και τα δύο του άλογα για τις ανάγκες του στρατού, σε μια εποχή μάλιστα που δεν είχε άλλο τρόπο άνετης μεταφοράς, για τις ανάγκες του ποιμαντικού του έργου. Άλλωστε ποτέ δεν επιδίωξε ανέσεις. Συνέχιζε να μένει σε ένα χώρο, που θύμιζε καλογερικό κελί με αναλόγιο, όπου υπήρχαν παλιά λειτουργικά βιβλία για να διαβάζει καθημερινά πρωί και βράδυ της ακολουθία της κάθε μέρας.
Στις 20 Μαΐου 1941, ημέρα που έπεσαν οι Γερμανοί αλεξιπτωτιστές στην Κρήτη, μετά το τέλος του εσπερινού που τέλεσε στον Άγιο Μηνά, ο ίδιος με τους ιερείς αναφώνησε: «Όλοι μαζί εναντίον των Ούννων».
Δεν δίστασε να βγει και στους δρόμους για να παροτρύνει άνδρες, γυναίκες και παιδιά να πάρουν μέρος στον αγώνα. Μαζί δε με τους παπά Μηνά και παπά Γιώργη Κυπρωτάκη, όπλισαν όσους ακολουθούσαν και στη συνέχεια ανέβηκαν πάνω στο μπεντένι, κοντά στη Χανιώπορτα. Εκεί πήραν θέσεις μάχης και εμπόδισαν τους Γερμανούς να μπουν στην πόλη. Ήταν βιβλική η εικόνα του φλογερού Ιεράρχη να αναρριχάται ανασκουμπωμένος στα ενετικά τείχη και κτυπώντας την πατερίτσα του στη γη να εμψυχώνει τους υπερασπιστές του Μεγάλου Κάστρου.
Ήταν παραμονή Ευαγγελισμού του 1942, όταν ο νομάρχης Ηρακλείου τηλεφώνησε στον Βασίλειο για να του μεταφέρει μια εντολή της Γερμανικής αρχής κατοχής. Να μιλούσε την επομένη στο κήρυγμά του υπέρ των Γερμανών.
Έγινε θηρίο στην απαίτηση αυτή ο Βασίλειος. «Όχι κύριε Νομάρχα» απάντησε γεμάτος θυμό. «Δεν θα μιλήσω υπέρ των Γερμανών αλλά κατά…».
Όπως το είχε πει ο λόγος του Βασιλείου, την επομένη μετά τη Θεία Λειτουργία, ήταν ένας ύμνος για την ελευθερία και ένας χείμαρρος οργής, κατά του κατακτητή, που δεν άργησε να περάσει στην αντεπίθεση.
Στις 26 Μαρτίου, πρωί-πρωί εισβάλουν στο γραφείο του άνδρες της Γκεστάπο και τον συλλαμβάνουν. Το εκτελεστικό απόσπασμα θα ήταν ο τελικός του προορισμός, αν δεν μεσολαβούσε με συγκινητικό ζήλο ο γενικός διοικητής Κρήτης Εμμ. Λουλακάκης. Κατάφερε με μύριες δυσκολίες να πείσει τον Γερμανό γενικό διοικητή Κρήτης Dr.Alexinat, ότι αν τουφεκιστεί ο Μητροπολίτης Κρήτης θα ξεσηκωθεί όλο το νησί για να εκδικηθεί. Δεν ήταν εύκολο Με τα πολλά όμως ο Alexinat δέχτηκε να του χαρίσει τη ζωή, αλλά την ίδια κιόλας μέρα θα έφευγε από το νησί. Η ποινή του θανάτου είχε μετατραπεί σε εξορία.
Ο Βασίλειος κατάφερε να επιστρέψει στο Ηράκλειο το 1945.
Νίκος Μακρυγιαννάκης
Ο Νίκος Μακρυγιαννάκης γεννήθηκε στην Επισκοπή το 1926. Ήταν ένα από τα παιδιά του Νίκου Μακρυγιαννάκη.
Στην εφηβεία του ο Νίκος βρέθηκε στη λαίλαπα του πολέμου. Τα πρώτα δεινά μετά την επικράτηση των Γερμανών έδειχνε να τον εξοργίζουν παρά να κλονίζουν το θάρρος του.
Πότε ακριβώς βρέθηκε στην Αντίσταση κανένας δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα.
Μια μέρα κοντά στο ξεψύχισμα της ναζιστικής τυραννίας, φάνηκε ένας χωριανός στο σπίτι του Γιώργη Μακρυγιαννάκη.
Έδειχνε πολύ ταραγμένος. Επειδή όμως οι περιστάσεις το απαιτούσαν ζήτησε από τον πατέρα να ειδοποιήσει τον Νίκο. Όπως είπε, με καταφανή τα σημάδια της ντροπής για την γκάφα του, οι Γερμανοί τον σταμάτησαν και τον ρώτησαν ποιος ήταν ο νεαρός που παρουσίαζε μια ύποπτη δραστηριότητα. Ο χωριανός, κακή ώρα θα πείτε γιατί ο άνθρωπος δεν ήταν καταδότης αποκάλυψε την ταυτότητα του νεαρού. Αμέσως μετά συναισθάνθηκε τι έκανε κι αφού δεν γινόταν να το πάρει πίσω έσπευσε να ενημερώσει.
Μάλλον όμως πως ήταν αργά.
Στις 24 Ιουλίου 1944 έφεραν οι Γερμανοί και πέταξαν στην πλατεία ένα πτώμα. Λέγεται πως το κεφάλι ήταν χωμένο στο βουργιάλι που κρατούσε.
Από κοντά οι δήμιοι παρακολουθούσαν ποιος θα σιμώσει. Όσο κι αν ακούγεται υπερβολικό δεν κινδύνευε μόνο η οικογένεια του ήρωα, αλλά και το χωριό ολόκληρο αν θα αντιδρούσε η τοπική κοινωνία μπροστά στο θέαμα.
Από καμιά κοινωνία δεν λείπουν ευτυχώς οι άνθρωποι που με σωστούς χειρισμούς σώζουν τους υπόλοιπους. Έτσι και στην περίπτωση αυτή.
Κάποιος πήγε με τρόπο και είπε στους Γερμανούς ότι ο Νίκος ήταν ένα …«ζωηρό» παιδί και μάλιστα οι δικοί του τον είχαν απομακρύνει από το σπίτι.
Με τον τρόπο αυτό κατάφερε η οικογένεια να πάρει τη σορό και να γίνει η ταφή.
Ο θρήνος για τον 18χρονο Νικόλα ράγιζε και τις πέτρες. Σε μια στιγμή πλησίασε να προσκυνήσει τον νεκρό ο Γιάννης Βαρδινογιάννης πατέρας του Παύλου. Ατρόμητος καθώς ήταν έκανε ένα γύρο με τη ματιά του στις μαυροφορεμένες γυναίκες και είπε χωρίς να δειλιάσει:
– «Τι τον κλαίτε μωρέ; Οι λεβέντες άνδρες δεν θέλουν τον θρήνο».
Μιχάλης Μαρούλης
O Μιχάλης Μαρούλης είναι το σπάνιο παράδειγμα ανθρώπου, που ακούγεται, ακόμα, σαν πρότυπο σε πολλούς διαφορετικούς τομείς δράσης. Και δεν γνωρίζεις ποια ιδιότητα να θαυμάσεις περισσότερο. Ήταν γιατρός, κλινικάρχης, ανθρωπιστής, αγωνιστής, ήρωας, μάρτυρας. Ήταν ο άνθρωπος που τίμησε τον Ιπποκράτη εξυπηρετώντας φτωχούς και ανήμπορους συνανθρώπους του, αλλά και το ηρωικό εκείνο πλάσμα που έζησε όλη τη φρίκη της Ναζιστικής θηριωδίας.
Γεννήθηκε στις Πρασσές και ήταν μοναχογιός μιας πλούσιας, ιστορικής και πατριαρχικής οικογένειας. Ή άνεση των παιδικών του χρόνων, τον έκανε εξαιρετικά ευάλωτο στη δυστυχία που έβλεπε γύρω του. Κι αυτό που πάντα τον πονούσε, ήταν που πέθαιναν παιδιά αβοήθητα. Πού εκείνη την εποχή να αντιμετωπιστεί με επιτυχία και η πιο απλή παιδική ασθένεια. Όσα δεν κατάφερναν τα ξόρκια έπρεπε να τα συντρέξει ο Θεός. Κι ήταν πια θέλημά Του αν το παιδάκι γινόταν καλά ή ένα ακόμα αγγελούδι από τη μια στιγμή στην άλλη.
Ήταν όμως και φλογερός πατριώτης. Από τους πρώτους που μυήθηκε στην Αντίσταση.
Ήταν ημέρα της Παναγίας 15 Αυγούστου 1942. Οι Πρασσές γιόρταζαν με ευλάβεια τη μεγάλη μέρα. Κι εκεί που ετοίμαζαν οι χωριανοί, το πανηγύρι, αντιλαμβάνονται τους Γερμανούς να έχουν μπλοκάρει το χωριό. Σαν τα θεριά όρμισαν πάνω στους ανύποπτους ανθρώπους. Μάζεψαν στην πλατεία περί τους τριάντα πατριώτες, ανάμεσά τους και ο γιατρός Μιχάλης Μαρούλης.
Από τους συλληφθέντες, τότε, οι περισσότεροι άφησαν τα κόκαλά τους στα γερμανικά στρατόπεδα.
Οι ναζί οδήγησαν τον γιατρό, σε επιταγμένο ισόγειο της οικοδομής που στεγαζόταν το οδοντιατρείο Ζαμπετάκη-Δημητρακάκη στη συμβολή των οδών Αρκαδίου και Κριτοβουλίδου. Κι εκεί έζησε ανείπωτα μαρτύρια. Στενοί συγγενείς του καλού μας φίλου Κωστή Κοντογιάννη που κρατούντο στο ίδιο κολαστήριο, τον άκουγαν να ουρλιάζει, κάθε φορά, στο μαρτύριο της στεφάνης κι ήθελαν ν’ ανοίξει η γης να τους καταπιεί. Μέχρι να τους μεταφέρουν σε Γερμανικό στρατόπεδο έζησαν από κοντά τα μαρτύρια που υπέστη ο γιατρός Μαρούλης.
Αλλά και πολλοί παλιοί Ρεθεμνιώτες, μου έλεγαν, ότι οι φωνές του άτυχου γιατρού, από τα βασανιστήρια, ακούγονταν πολλές φορές μέχρι την άκρη του δρόμου.
Κάποιοι περνώντας διακινδύνευαν να σταθούν να πετάξουν κάτι, ό,τι μπορούσε να τον βοηθήσει να πάρει δυνάμεις. Το δράμα του γιατρού τους είχε όλους συγκλονίσει. Οι πληγές του κακοφόρμιζαν. Δεν είχε καμιά πιθανότητα να βγει ζωντανός από κει μέσα.
Κι όμως έζησε την αναχώρηση των Γερμανών, όντας σωματικά και ψυχικά ερείπιο. Όταν τον έβγαλαν από το σκοτεινό εκείνο υπόγειο ήταν ζωντανός νεκρός. Δεν συνήλθε μέχρι τον θάνατό του. Ήταν αμέτρητα τα προβλήματα υγείας που τον βασάνιζαν μέχρι το τέλος. Πρόλαβε όμως να δει τη λευτεριά που τόσο αγωνίστηκε γι’ αυτή, λίγο πριν πεθάνει. Ήταν το 1945.
Ένας ακόμα Λιβαδιώτης ήρωας
Ο Γρηγόρης Χρυσός γεννήθηκε στα Λιβάδια πιθανότατα το 1925. Ίσως όμως και νωρίτερα, καθώς εκείνες τις εποχές δεν έδιναν σημασία σε ακριβή δημογραφικά στοιχεία. Το πολύ να σημείωναν πίσω από το εικόνισμα τη γέννηση κάθε παιδιού για να μη χάνουν τον λογαριασμό κι αυτό ήταν όλο.
Αγρότες οι γονείς του αλλά πάντα αξιοπρεπείς τιμούσαν τις ιστορικές γενιές. Η μάνα του ήταν το γένος Βάμβουκα. Από μικρός ήταν αυτό που λέει ο λαός μας «στροφογυριζάμενος». Γεμάτος ενέργεια έμαθε από μικρός στη δουλειά κι έδειχνε μεγάλη αντοχή στις κακουχίες.
Μικρός φαίνεται να ήταν όταν παντρεύτηκε για πρώτη φορά. Η σκληρή βιοπάλη του ήταν το πρώτο του μετερίζι. Όταν ήρθε ο πόλεμος δεν περίμενε τους άλλους να φέρουν λευτεριά.
Κάποιος θείος του, ο Γεώργιος Βάμβουκας, ο επονομαζόμενος Κριγιάρης, ταγματάρχης του στρατού, διαπιστώνοντας τον πατριωτισμό του νεαρού Γρηγόρη δεν δίστασε να τον φέρει σ’ επαφή με τον Πετρακογιώργη, μια ηγετική μορφή της Εθνικής Αντίστασης στο νομό Ηρακλείου.
Επάξια ο Γρηγόρης Χρυσός είχε γίνει ένας από τους τρεις ή τέσσερις απόλυτα έμπιστους συνεργάτες του αρχηγού. Ήταν αυτός που ήξερε όσα δεν έπρεπε να γνωρίζουν πολλοί. Και τίμησε αυτή την εμπιστοσύνη μέχρι τέλους.
Βασική αποστολή της ομάδας στο πρώτο διάστημα δράσης της ήταν να εμψυχώνει τον λαό, να οργανώνει τους ανθρώπους της στην περιφέρεια και να φυγαδεύει συμμάχους στη Μέση Ανατολή.
Ο Γρηγόρης πλάι στον Πετρακογιώργη έμαθε να διαχειρίζεται τα συναισθήματά του με φρόνηση σκεπτόμενος πάντα το γενικό καλό και αδιαφορώντας για το τίμημα σε ό,τι αφορούσε στην προσωπική του ταλαιπωρία και τον κίνδυνο.
Οι συναγωνιστές του είχαν να κάνουν με την προθυμία του να αναλαμβάνει τις πιο επικίνδυνες αποστολές. Τον θαύμαζαν επίσης για την εξαιρετική ευστοχία του. Το όπλο μεγαλουργούσε στα χέρια του. Ίσως γι’ αυτό ήταν ο τελευταίος που το άφησε από τα χέρια του χωρίς όμως και να το παραδώσει ποτέ.
Η επίσημη δράση του φαίνεται και από την έκθεση του Γεωργίου Πετρακογιώργη προς την Στρατιωτική Διοίκηση του νομού Ηρακλείου (17-2-45), όπου ο αρχηγός αναφέρεται στη δράση ενός εκάστου των συνεργατών του με απόλυτη ακρίβεια.
Για τον Γρηγόρη Χρυσό τον φημισμένο πυροβολητή, αναφέρεται στην μεγάλη αποστολή για διενέργεια σαμποτάζ μεταξύ Αγίας Βαρβάρας και Αυγενικής, όπου οι αντάρτες θριάμβευσαν ανατρέποντας οκτώ συνολικά αυτοκίνητα και σκοτώνοντας 18 Γερμανούς στρατιώτες.
Την ίδια νύκτα επιτέθηκαν σε Γερμανικό φυλάκιο μέσα στο Ζαρό, με αποτέλεσμα ένα νεκρό κι ένα τραυματία.
Ο Γρηγόρης Χρυσός πήρε μέρος και την ίδια νύκτα στη Φανερωμένη στο σαμποτάζ εναντίον της μεγαλύτερης στην Κρήτη βάσης. Σημαντική και η συμμετοχή του στην επιχείρηση που έγινε 14 Αυγούστου 1945 στη Μαδαρή. Ήταν μια από τις σκληρότερες μάχες, όπου μια ομάδα ανταρτών τα έβαλαν με 300 Γερμανούς που χρησιμοποιούσαν πεδινό πυροβολικό.
Σ’ αυτή σκοτώθηκαν 60 Γερμανοί στρατιώτες και δύο αξιωματικοί και από τους αντάρτες ο ήρωας Παναγιώτης Μανωλεσάκης, λοχίας πυροβολικού και τραυματίας.
Τον Γρηγόρη Χρυσό βλέπουμε και στις ομάδες που συναντούν τον στρατηγό Κράιπε, όπου οι απαγωγείς του τον οδηγούν.
Από τις προφορικές μαρτυρίες μαθαίνουμε ότι ήταν τόσο ταλαιπωρημένοι από τις κακουχίες ο Πετρακογιώργης με τον Χρυσό που ο Κράιπε τρόμαξε αφάνταστα όταν τους είδε έτσι μαυρισμένους από τον ήλιο και με τόση πυκνή γενειάδα. Και απαίτησε από τον Πάτρικ Λη Φέρμορ να τους διώξει επειδή δεν μπορούσε να …σκεφτεί όπως του είπε.
Κι ήρθε ο καιρός να δικαιωθεί ο αγώνας με την ανατολή της λευτεριάς.Ο Γρηγόρης άρχισε να ζει το μαρτύριο και των γονέων του χάνοντας κι αυτός τα παιδιά του από μια περίεργη αρρώστια. Τελικά σώθηκαν τρία.Σημειωτέον ότι πηγαίνοντας στην ομάδα Πετρακογιώργη είχε ήδη ένα γιο.
Αμέσως μετά τον πόλεμο αναδεικνύει και τις επιχειρηματικές του ικανότητες. Η αξιοσύνη του τον έφερε στο πηδάλιο της κοινότητας, με αποτέλεσμα που δείχνει πως ήταν κοινής αποδοχής. Και τίμησε σαν Κοινοτάρχης, την εμπιστοσύνη των συγχωριανών του. Μέλημά του να αξιοποιήσει κάθε συμμαχική βοήθεια για τον κόσμο του που όπως όλοι περνούσαν δύσκολες μέρες. Έτσι σώθηκαν πολλοί. Λειτουργούσε καφενείο και αλευρόμυλο. Δεν έμεινε όμως εκεί. Προχώρησε παραπέρα. Απέκτησε ένα λεωφορείο αρκετά ταλαιπωρημένο αλλά με αυτό έσπασε την συγκοινωνιακή απομόνωση στον Μυλοπόταμο κι ας είχε χωματόδρομους κι ας ήταν περιπέτεια κάθε δρομολόγιο. Ήταν και ο πρώτος που με αυτοσχέδια μέσα λειτουργούσε βιοτεχνία εμφιάλωσης αναψυκτικών. Η πρόοδος τον απασχολούσε και προκειμένου να κάνει βήματα προς αυτή δεν υπολόγιζε ρίσκο και μόχθο.
Όταν καταστράφηκε το αυτοκίνητο άφησε τα άλλα του επιτεύγματα σε χέρια συγγενικά κι έφυγε στην Αθήνα. Παντρεύτηκε δεύτερη φορά κι απόκτησε άλλα δυο παιδιά.
Στην Αθήνα εργάστηκε στη ΦΙΞ αλλά παράλληλα μερίμνησε να αποκτήσει άδεια περιπτέρου.
Στο σπίτι του είχε κι ένα δωμάτιο μεμονωμένο. Εκεί έβρισκε φιλόξενη στέγη κάθε συμπατριώτης του που ερχόταν στην Αθήνα για δουλειές.
Ήταν γενναιόδωρος άνθρωπος ο Γρηγόρης Χρυσός. Έντιμος, φιλόξενος, παραδοσιακός Κρητικός, τιμούσε το χωριό και τη γενιά του.
Είχε και το μεγάλο χάρισμα να πείθει. Η εντιμότητά του φαίνεται και από το γεγονός ότι δεν εκμεταλλεύτηκε ποτέ αυτή την αρετή. Σεβόταν και τιμούσε τους ανθρώπους. Κι έτσι έφυγε σεμνός πάντα και διακριτικός. Εργατικός και αξιοπρεπής μέχρι το τέλος.
Ήταν οι διακρίσεις και τα παράσημα που του θύμιζαν τα συγκλονιστικά γεγονότα που βίωσε. Εκείνος δεν τα ανέφερε ποτέ. Όπως κάνουν όλοι οι αληθινοί πατριώτες. Όλοι οι πραγματικοί ήρωες.
Στα ταπεινό μας αφιέρωμα κάναμε ενδεικτικά μερικές αναφορές στους ήρωες της Αντίστασης. Σύντομα θα τους γνωρίσετε σε μια από τις εκδόσεις της Γραφοτεχνικής που θα κυκλοφορήσει παράλληλα με το ντοκιμαντέρ μας «Η Αντίσταση στον νομό Ρεθύμνου». Εκεί έχουμε ανθολογήσει αποσπάσματα από μαρτυρίες Γιώργη Αγγελιδάκη, Ανδρέα Κούνουπα, Γιώργη Τζίτζικα (Μπαχρή) Γιώργου Πατακού κ.π.ά.