Του ΓΙΑΝΝΗ ΔΑΛΕΖΙΟΥ*
Η κυβέρνηση ετοιμάζεται να παρακάμψει το άρθρο 16 του Συντάγματος και προωθεί νομοσχέδιο, το οποίο θα επιτρέπει σε ξένα πανεπιστήμια να ιδρύουν παραρτήματα στην Ελλάδα. Αφήνοντας κατά μέρος τους συνειρμούς για το πού οδηγούν οι «παρακάμψεις» (με ερπυστριοφόρα ή όχι) του Συντάγματος στη χώρα μας, ας σταθούμε στην ουσία της νέας «μεταρρύθμισης».
Πρόκειται για μια αντιδραστική τομή στα πράγματα της ανώτατης εκπαίδευσης. Είναι αντιδραστική διότι περιορίζει παραπέρα την πρόσβαση των παιδιών από τις ασθενέστερες οικονομικά οικογένειες στην ανώτατη εκπαίδευση. Πρόσβαση στα ιδιωτικά πανεπιστήμια, με ένα σύστημα που θα καταργεί τον ενιαίο τρόπο εισαγωγής στα ΑΕΙ, θα έχουν μόνο εκείνοι που θα βάλουν βαθύτερα το χέρι στην τσέπη, εκείνοι που θα αποδεχθούν να υποθηκεύσουν την υπόλοιπη ζωή τους συνάπτοντας φοιτητικά δάνεια για να ανταποκριθούν στα δίδακτρα που θα τους εξασφαλίζουν την αγορά ενός πτυχίου (τριών, τεσσάρων ή πέντε ετών, ανάλογα με τη δυνατότητά τους) που, ίσως, τους δώσει περισσότερες πιθανότητες να βρουν μια δουλειά για να ξεπληρώσουν το δάνειο. Είναι χαρακτηριστικό ότι, με στοιχεία του 2020, 45 εκατομμύρια φοιτητές στις ΗΠΑ χρωστούν 1.86 τρισεκατομμύρια δολάρια σε φοιτητικά δάνεια!
Τα σχέδια της κυβέρνησης είναι αντιδραστικά και παρωχημένα διότι υπονοούν ότι τα πανεπιστήμια είναι απλά τόποι παροχής πτυχίων και όχι χώροι όπου αναπτύσσεται με την έρευνα, μοιράζεται με τη διδασκαλία και, τελικά, διαδίδεται από τους νέους επιστήμονες η νέα επιστημονική γνώση.
Είναι αντιδραστικά, διότι προωθούν παραπέρα τις ρυθμίσεις προηγουμένων ετών σύμφωνα με τις οποίες τα δημόσια πανεπιστήμια οφείλουν να αναπροσαρμόζουν τα προγράμματα σπουδών τους με στόχο την παροχή πτυχίων διαφορετικών ταχυτήτων, που σε κάθε χρονική περίοδο θα εξυπηρετούν όχι την ανάπτυξη της γνώσης και τις ανάγκες του κοινωνικού συνόλου, αλλά τα συμφέροντα μεγάλων επιχειρήσεων στην αναζήτηση μεγιστοποίησης των κερδών τους. Όταν αλλάζουν οι προτεραιότητες των επιχειρηματικών ομίλων, οι πτυχιούχοι οφείλουν να βάλουν βαθιά το χέρι στην τσέπη για να «επιμορφωθούν», με την ελπίδα να αποφύγουν την ανεργία.
Η κυβέρνηση ισχυρίζεται, και τμήματα της αντιπολίτευσης αλληθωρίζουν προς αυτή την άποψη, ότι η υπό όρους συνύπαρξη ιδιωτικών και δημόσιων πανεπιστημίων θα ωφελήσει την ανάπτυξη των δημόσιων ιδρυμάτων. Το πόση αξία έχει αυτός ο ισχυρισμός φαίνεται από την κατάσταση των δημόσιων σχολείων ή νοσοκομείων, τα οποία συνυπάρχουν εδώ και χρόνια με τα ιδιωτικά.
Για να χρυσώσει το χάπι, η κυβέρνηση διαβεβαιώνει ότι τα κριτήρια αδειοδότησης ίδρυσης ιδιωτικών πανεπιστημίων θα είναι αυστηρά. Ουσιαστικά, λέει, ότι μόνο όσοι έχουν ισχυρή οικονομική βάση θα μπορούν να επενδύσουν στον χώρο της ανώτατης εκπαίδευσης. Μάλιστα, υπόσχεται ότι τα ιδιωτικά πανεπιστήμια θα είναι μη κερδοσκοπικά. Πέρα από την προφανή αντίφαση των όρων επενδυτής και μη κερδοσκόπος, το πόση αξία έχουν αυτές οι διαβεβαιώσεις περί αυστηρών κριτηρίων φαίνεται από την ιστορία των προηγούμενων ετών. Με μια σειρά τροπολογιών (διαφορετικών κυβερνήσεων) ψηφίστηκαν διατάξεις που ευνόησαν τη λειτουργία των λεγόμενων κολλεγίων, αυξάνοντας τα κέρδη των ιδιοκτητών τους.
Η διατήρηση του άρθρου 16 του Συντάγματος, δεν είναι μια δογματική προσκόλληση σε μια παγκόσμια πρωτοτυπία, όπως ισχυρίζονται οι απολογητές των κυβερνητικών σχεδίων και όσοι θεωρούν ότι δεν είμαστε πλήρως ευθυγραμμισμένοι με όσα συμβαίνουν διεθνώς. Αποτελεί την ελάχιστη προϋπόθεση για να μπορέσουμε να κτίσουμε το πανεπιστήμιο του 21ου αιώνα. Αυτό δεν μπορεί να γίνει με τη λεγόμενη απελευθέρωση της ανώτατης παιδείας. Γίνεται με την απελευθέρωση από την αντίληψη ότι η εκπαίδευση και η έρευνα αποτελούν αχρείαστο κόστος για το κράτος και ότι το κέρδος ενός ΑΕΙ προέρχεται από το εμπόριο πτυχίων ή ελπίδων, όπως γίνεται τώρα με πολλά μεταπτυχιακά και ΚΕΔΙΒΙΜ.
Το πανεπιστήμιο του 21ου αιώνα οφείλει να είναι σύγχρονο κι αυτό θα γίνει μόνο με την παραγωγή νέας γνώσης, την προσφορά σπουδών υψηλού επιπέδου που θα εγγυώνται ότι οι πτυχιούχοι του θα έχουν στέρεες επιστημονικές βάσεις με κριτήριο όμως την ικανοποίηση των ολοένα και αυξανόμενων λαϊκών κοινωνικών αναγκών και όχι τις ανάγκες της αγοράς. Αυτό δε μπορεί να γίνει χωρίς σταθερή, κρατική χρηματοδότηση και επαρκή στελέχωση, με μόνιμες θέσεις εργασίας όλων των κατηγοριών στα ΑΕΙ, δωρεάν υπηρεσίες φοιτητικής μέριμνας, έτσι ώστε η κάθε φοιτήτρια και ο κάθε φοιτητής να μπορεί να σπουδάζει και να ολοκληρώνει τις σπουδές ανεμπόδιστα, χωρίς ταξικούς φραγμούς. Μόνο με αυτό τον τρόπο διασφαλίζεται η αυτονομία απέναντι στις πρόσκαιρες ανάγκες της αγοράς και η ελευθερία του από τα συμφέροντα των χρηματοδοτών του.
Τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει αρκετές και συστηματικές προσπάθειες για την απαξίωση του δημόσιου πανεπιστημίου και την ενίσχυση της επιχειρηματικότητας στην ανώτατη εκπαίδευση. Καμιά από τις αλλαγές που πέρασαν δε μείωσε την ανεργία των νέων επιστημόνων, δεν ανέτρεψε το brain drain, δεν οδήγησε στην επιστροφή και τη δημιουργική και παραγωγική ενσωμάτωση των επιστημόνων στη χώρα μας, ακριβώς επειδή γινόταν στη βάση της ικανοποίησης αγοραίων αναγκών. Ωστόσο, η κυβέρνηση φαίνεται αποφασισμένη να προχωρήσει ένα ακόμη βήμα πάνω σε αυτή τη σαθρή λογική.
Είναι επιτακτική ανάγκη οι πανεπιστημιακοί δάσκαλοι, οι εργαζόμενοι στα ΑΕΙ, οι φοιτητές και οι οικογένειές τους να αντιδράσουμε δυναμικά έτσι ώστε αυτά τα σχέδια να πέσουν στο κενό, όπως έπεσε η πανεπιστημιακή αστυνομία και κάθε προηγούμενη προσπάθεια για την ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων. Αυτό θα πρέπει να είναι το πρώτο βήμα για να αναπτύξουμε την ανώτατη εκπαίδευση και έρευνα που είναι ανάγκη των καιρών μας.
Για όλους αυτούς και για πολλούς ακόμα λόγους, το σχέδιο της κυβέρνησης για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια πρέπει να λάβει μία και μόνο απάντηση: Απορρίπτεται!
Η πρώτη απάντηση θα δοθεί στα συλλαλητήρια που διοργανώνονται την Πέμπτη 11 Γενάρη σε δεκάδες πόλεις σε όλη την Ελλάδα και σε Ηράκλειο, Χανιά και Ρέθυμνο.
*Ο Γιάννης Δαλέζιος είναι αναπληρωτής καθηγητής Φυσιολογίας της Ιατρικής σχολής Κρήτης και πρόεδρος του συλλόγου ΔΕΠ πανεπιστημίου Κρήτης στο Ηράκλειο