«Όταν οι ναζιστές ήρθαν για να πάρουν τους κομμουνιστές, σιώπησα επειδή δεν ήμουν κομμουνιστής.
Όταν φυλάκισαν τους σοσιαλδημοκράτες, σιώπησα γιατί δεν ήμουν σοσιαλδημοκράτης.
Όταν ήρθαν να πάρουν τους συνδικαλιστές, σιώπησα γιατί δεν ήμουν συνδικαλιστής.
Όταν ήρθαν να πάρουν τους Εβραίους σιώπησα γιατί δεν ήμουν Εβραίος.
Όταν ήρθαν να συλλάβουν εμένα, δεν υπήρχε πια κανείς για να διαμαρτυρηθεί».
Θα αναρωτηθούν οι αναγνώστες μας τι σχέση μπορεί να έχει το αντιπολεμικό και πολιτικό ποίημα του Γερμανού πάστορα Martin Niemoeller (1892-1984), που συντριπτικά συχνά αποδίδεται στον Μπέρτολντ Μπρεχτ, με την υπόθεση της Πάτρας που έχει συνταράξει το πανελλήνιο και έχει γίνει θέμα στα διεθνή μέσα. Κι όμως έχει· και πολύ μεγάλη, γιατί αφορά στη σιωπή της κοινωνίας που μπορεί να γνώριζε ή απλώς να υποπτευόταν ότι κάτι δεν πάει καλά και απλώς το «κουτσομπόλευε». Έχει επίσης γιατί καταδεικνύει τη σημασία των τοπικών μέσων ενημέρωσης, που όταν κάνουν σωστά τη δουλειά τους μπορούν να κινητοποιήσουν τα «βουνά» της γραφειοκρατίας – ας θυμηθούμε τη σημαντική συμβολή των «Ρ.Ν.» στη σχετικά πρόσφατη υπόθεση των παρενοχλήσεων και του εκφοβισμού φοιτητριών. Έχει, γιατί οι θεράποντες των κοινωνικών υπηρεσιών, από τους γιατρούς, μέχρι αυτούς που δίνουν τα εξιτήρια από τα νοσοκομεία δε πρέπει να σκέφτονται, «άσε που να μπλέκω τώρα».
Όλα τα παραπάνω αποτελούν συμπτώματα διαχρονικών κοινωνικών παθογενειών που αντί να εξαλείφονται, απλώς αλλάζουν μορφή ή έκφραση. Η έκπληξη που συνοδεύει την επιβεβαίωση (άρα δεν είναι έκπληξη) μιας αποτρόπαιης πράξης, δεν είναι φαινόμενο των καιρών μας. Ωστόσο, τα τεράστια μεγέθη της σύγχρονης μαζοποίησης δείχνουν τις διαστάσεις της κοινωνικής αποξένωσης, την οποία και γιγαντώνει η στρεβλή χρήση της σύγχρονης τεχνολογίας (βλέπε social media) στη δημόσια σφαίρα. Πώς δηλαδή η κεκαλυμμένη σιωπή γίνεται εν μια νυκτί πάνδημη καταδίκη, ενός όχλου που μέχρι τότε «κοίταζε τη δουλειά του». Απλώς, τους πυρσούς και τις πέτρες έχουν αντικαταστήσει τα φλας των κινητών και οι μπογιές των σπρέι, που κάνουν πιο έντονη και ευανάγνωστη τη λέξη «θάνατος», αλλά ευτυχώς για τον νομικό μας πολιτισμό δεν σκοτώνουν, όπως ο λιθοβολισμός, η καρμανιόλα ή κρεμάλα – κάποιοι ακραίοι ζητούν την επιστροφή της θανατικής ποινής.
Στο σημείο αυτό να διευκρινίσουμε ότι σε καμιά περίπτωση δεν εξισώνουμε τον δράστη του εγκλήματος, που σύμφωνα με όλα τα τελευταία στοιχεία διεπράχθη και θύτης φέρεται η μητέρα των τριών κοριτσιών, με τη συμπεριφορά του πλήθους, αλλά αναστοχαζόμαστε στον ρόλο που θα μπορούσαμε να είχαμε ως πολίτες ή εργαζόμενοι στην αποτροπή τέτοιων ειδεχθών εγκλημάτων, που όπως προαναφέραμε δεν είναι πρωτόφαντα στην ανθρώπινη ιστορία. Μπορεί όταν κλείνει η πόρτα ενός σπιτιού τα μυστικά του να κλείνονται μέσα του, ωστόσο, θα στρουθοκαμηλίσουμε αν δεν παραδεχθούμε ότι έχουμε υπάρξει αυτόπτες ή αυτήκοοι μάρτυρες συμπεριφορών για τις οποίες θα μπορούσαμε να είχαμε ενδιαφερθεί και να μιλήσουμε. Όχι απευθείας σε αυτούς που πλήττουν ή πλήττονται, αλλά στις αρμόδιες υπηρεσίες ενός κράτους δικαίου, που έστω και συνταγματικά υφίσταται. Γιατί είναι πιθανόν είτε εμείς να διστάζουμε είτε πολύ απλά να μην ξέρουμε πώς να χειριστούμε τέτοια περιστατικά.
Πριν λοιπόν ο όχλος «διψάσει για αίμα» και οι νηφάλιοι αποφανθούμε με «θρησκευτική σοφία» το «ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθον βαλέτω», καλό θα είναι να μην σιωπήσουμε. Δεν είμαστε εμείς οι θύτες, αλλά κοινωνικά δεν είμαστε και οι «αμνοί». Οι κοινωνίες χτίστηκαν πάνω στους αμοιβαίους συμβιβασμούς και την κατανόηση, με το επιστέγασμα του νόμου ως το πλαίσιο για να μην γίνουμε ζούγκλα. Και κάτι που πρέπει να θυμόμαστε εδώ στην Κρήτη αλλά και παντού στην Ελλάδα: Όσο πιο κλειστές είναι οι κοινωνίες τόσο πιο καλά θάβονται τα μυστικά…