Κάθομαι ένα φθινοπωριάτικο ηλιόλουστο μεσημέρι στο παγκάκι της δυτικής προκυμαίας του λιμανιού, εκεί που βρίσκεται το μνημείο του ναυαγίου, και παρατηρώ τα περιστέρια και τους μελαμψούς πρόσφυγες. Οι πρόσφυγες ταΐζουν με κανναβούρι τα πουλιά κι αυτά πεταρίζουν στα πόδια τους. Παραδίπλα οι άσπροι υποστηρικτές των προσφύγων. Είναι χλωμοί, βάφουνε τα μαλλιά τους με χένα, δεν πιστεύουνε σ’ έναν κόσμο όμορφο κι αγγελικά πλασμένο, παρά θέλουν όλα ν’ αλλάξουνε και γι’ αυτό περνάνε κρίκους στα χείλη, τ’ αυτιά ή τη μύτη τους. Οι πρόσφυγες πάλι θέλουν να μπουν έστω μια φορά σ’ αυτό που στα δικά τους μάτια φαίνεται αρκετά πειστικά σαν ένας κόσμος όμορφος κι αγγελικά πλασμένος. Εδώ στον μόλο διασταυρώνονται τα δύο είδη της επιθυμίας και της ελπίδας, υπάρχει μια τομή συνόλων, αλλά σαν σιωπηλός παρατηρητής αμφιβάλλω ότι είναι πολύ μεγάλη.
Η πλειονότητά μας σιωπούμε μπρος στη βιαιότητα της καθημερινότητας, των πολέμων που φέρνουν θάνατο και προσφυγιά.
Πόσο βολικό είναι να σιωπάς; Και πόσο δειλό.
Ή όπως άλλοτε έλεγε ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ: «Στο τέλος δεν θα θυμόμαστε τα λόγια των εχθρών μας, αλλά τη σιωπή των φίλων μας».