Ποιος να το φανταζόταν ότι το πρώτο πείραμα αεροπλοΐας θα γινόταν στο Ρέθυμνο από μια επιστημονική διάνοια, κάπου στα 1880.
Κι όμως ο Σπυρίδων Κ. Ψαρουδάκης ήταν αυτός που επιχείρησε κάτι τόσο τολμηρό για την εποχή. Και η τραγική ειρωνεία είναι πως πλησίασε τον στόχο του, αλλά η επέμβαση μιας κακής μοίρας του στέρησε τον θρίαμβο και την ανάλογη υστεροφημία.
Ο τόσο άγνωστος αυτός σπουδαίος επιστήμων πρέπει να γεννήθηκε κάπου στη δεκαετία του 1850.
Ήταν γιος του Κωνσταντίνου, στον οποίο είχαμε αναφερθεί σε προηγούμενο αφιέρωμα.
Για όσους δεν είχαν την ευκαιρία να το διαβάσουν να σημειώσουμε ότι πρόκειται για τον σημαντικό δάσκαλο και ψάλτη, που μας άφησε ένα χρησιμότατο σχολικό βοήθημα με τίτλο τα «Σύμμικτα». Στο Ρέθυμνο άφησε εποχή τόσο ως δάσκαλος όσο και ως ψάλτης. Συνέχισε μάλιστα να προσφέρει τις υπηρεσίες του στο ψαλτήρι του Καθεδρικού Ναού των Εισοδίων και μετά την αποστράτευση του σε προχωρημένη ηλικία.
Είναι αυτός που δίδαξε βυζαντινή μουσική τον Παύλο Βλαστό και τον Νικόλαο Βερνάρδο.
Ο γιος του Σπυρίδων από μικρός έδειχνε μια τάση να μελετά τα καιρικά φαινόμενα και να ασχολείται με τα μηχανική. Αριστούχος μαθητής ήταν φυσικό να ακολουθήσει ανώτατες σπουδές. Γράφτηκε στη Φυσικομαθηματική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, απ’ όπου πήρε το πτυχίο του λίγο πριν από το 1880. Επιστρέφει στην πόλη του και αρχίζει να διδάσκει μαθηματικά στο σχολείο. Παράλληλα συνεχίζει να πειραματίζεται σε νέες μεθόδους με την αεροπλοΐα να τον απασχολεί ιδιαίτερα.
Ασφαλώς θα τον είχε επηρεάσει ο μυθικός Δαίδαλος και οι εικόνες πτερωτών ανθρώπων στους αρχαίους πολιτισμούς Κίνας, Ινδίας, Αιγύπτου. Γνώριζε ότι χαρταετοί χρησιμοποιήθηκαν για πολεμικούς σκοπούς από πολλούς λαούς στην αρχαιότητα και στον μεσαίωνα.
Οπωσδήποτε θα είχε υπόψη του τις θεωρίες του Ιταλού ζωγράφου και μηχανικού Λεονάρντο Ντα Βίντσι που προσπάθησε για πρώτη φορά να στηρίξει θεωρητικά τη δυνατότητα κατασκευής πτητικής συσκευής, με βάση την προσεκτική μελέτη του τρόπου πτήσης των πουλιών. Ο Λεονάρντο σχεδίασε πτητικές συσκευές που κινούνταν με τη βοήθεια της μυϊκής δύναμης του ανθρώπου, καθώς και ένα πρότυπο ελικόπτερο με μηχανική κίνηση.
Το 17ο αιώνα ο Ιταλός Τζιοβάνι Μπορέλι και ο Άγγλος Ρ. Γκουκ κατάληξαν σ’ ένα σοβαρό, αν και αρνητικό αποτέλεσμα. Είπαν ότι δεν είναι δυνατή η πτήση του ανθρώπου με τη χρήση μόνο της μυϊκής δύναμης, καθώς προκειμένου να πετάξει αυτόνομα, ο άνθρωπος θα έπρεπε να έχει πολλαπλάσιο μυϊκό όγκο. Απέδειξαν έτσι θεωρητικά πως, για να κατασκευαστεί συσκευή πιο βαριά από τον αέρα που να πετά, χρειάζεται οπωσδήποτε κινητήρας. Όταν εφευρέθηκε η ατμομηχανή το 18ο αιώνα και ιδιαίτερα όταν τελειοποιήθηκε το 19ο αιώνα, έγιναν πολλές απόπειρες να κατασκευαστεί ατμοκίνητη πτητική συσκευή.
Ο Ψαρουδάκης κατάφερε να δημιουργήσει μια πτητική μηχανή κι ενθουσιασμένος για το κατόρθωμά του πήρε ένα πρωί τους μαθητές του ανέβηκαν στα Καστελλάκια και τους έκανε ένα πείραμα που αποδείκνυε πως είναι δυνατή η πτήση του βαρύτερου του αέρος δια της κινήσεως. Στο πείραμα περιστρεφόμενες στον αέρα πέτρες πολλών οκάδων δεν έπεφταν!!!
Σύμφωνα με τον Γιώργη Εκκεκάκη, το φθινόπωρο του 1880 ο Ψαρουδάκης είχε μια ατυχία σε προσπάθεια πτήσεως στο Ρέθυμνο, με αποτέλεσμα να καταστραφεί η πτητική του μηχανή.
Άριστος φοιτητής Πολυτεχνείου
Αυτό δε επιβεβαιώνεται από άρθρο κάποιου «Άρουερ» που δημοσιεύεται στην «Κρητική Επιθεώρηση» (9 Δεκεμβρίου 1931). Ο αρθρογράφος που είχε γράψει για τον Ψαρουδάκη εγκαλώντας τους πάντες που είχαν λησμονήσει ένα τόσο σημαντικό επιστήμονα είχε βασιστεί για τα πολύτιμα στοιχεία που παραθέτει σε μαθητές του επιστήμονα όπως ήταν ο Μιχαήλ Πρεβελάκης, ο Νικόλαος Κορωνάκης, ο Γεώργιος Σαουνάτσος κ.ά.
Με βάση τις μαρτυρίες αυτές ο αρθρογράφος μας πληροφορεί πως ο Ψαρουδάκης είχε σπεύσει να επαναλάβει το πείραμά του στον καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών Βασίλειο Λάκκωνα, που αφού το μελέτησε με προσοχή δήλωσε εντυπωσιασμένος. Παραδέχτηκε στον Ψαρουδάκη πως το πείραμά του έχει επιστημονική υπόβαθρο και του συνέστησε να παρακολουθήσει μαθήματα μηχανικής στο Πολυτεχνείο Αθηνών για να προσδώσει στο έργο του περισσότερη επιστημονικότητα.
Να συνεχίσει σπουδές ο Ψαρουδάκης ήταν μια κουβέντα. Πού να βρει τα χρήματα;
Ευτυχώς κάποιος ιερέας προθυμοποιήθηκε να βοηθήσει κι έτσι σύντομα ο Ρεθεμνιώτης εφευρέτης βρέθηκε στο Αμφιθέατρο του Πολυτεχνείου.
Ο καθηγητής του Στέφανος Κυπάρισσος (1857-1917), ενώ τον καμάρωσε στην αρχή από ένα σημείο και μετά φάνηκε να ενοχλείται από τις ευφυείς παρεμβάσεις του φοιτητή του, που τον έφερναν σε δύσκολη θέση.
Και μια φορά σκέφτηκε να τον ταπεινώσει για να πάρει «το αίμα του πίσω». Έδωσε στον Ψαρουδάκη ένα πολύ δύσκολο θέμα και τον ρώτησε πόσες λύσεις είχε αυτό το πρόβλημα.
– Τρεις απάντησε, χωρίς να σκεφτεί ο ευφυής Ρεθεμνιώτης.
Ο Κυπάρισσος μόνο που δεν ούρλιαξε από τη χαρά του. Επιτέλους είχε στριμώξει τον «προπέτη» φοιτητή του.
– Φαντάζομαι ότι πλανάσθε του απάντησε γιατί η επιστήμη δεν γνωρίζει παρά μόνον δύο.
– Υπάρχει ακόμα μία η Ψαρουδάκειος τον αποστόμωσε ο φοιτητής του.
Και μπροστά στα έκπληκτα μάτια του καθηγητή άρχισε να λύνει το πρόβλημα με τη δική του λύση.
Εκείνος δεν μπορούσε πια να μην παραδεχτεί πως ο Ψαρουδάκης ήταν μια ιδιοφυΐα. Και δεν δίστασε να το παραδεχτεί δημόσια.
Με την ίδια πάντα άνεση ο νεαρός Ρεθεμνιώτης τέλειωσε τις σπουδές του στο Πολυτεχνείο αριστεύοντας πάντα.
Έφυγε για το Παρίσι (ίσως το 1882), όπου πρόκοψε οικονομικά, χωρίς όμως να καταγραφεί στην ιστορία των πτήσεων.
Είχε καταφέρει να αποκτήσει μεγάλη οικονομική επιφάνεια λίγο μετά την εγκατάστασή του στη Γαλλική πρωτεύουσα με μια εφεύρεσή του. Είχε εφεύρει ένα λαμπτήρα φωταερίου που μπορούσε να πεντηκονταπλασιάζει το φως. Το λαμπτήρα αυτό τον είχε πουλήσει 15.000 ναπολεόνια, δηλαδή 4.500.000 δραχμές.
Κι όλα χάθηκαν ένα πρωί
Έχοντας εξασφαλίσει την οικονομική του άνεση μπορούσε πλέον να προχωρήσει τα πειράματά του για την ανακάλυψη του αεροπλάνου. Κι είχε πλησιάσει πολύ, ήθελε μια ανάσα να τα καταφέρει, όταν ένα πρωί διαπίστωσε έντρομος ότι η μελέτη του είχε κάνει φτερά. Κάποιος ανταγωνιστής του είχε επωφεληθεί από την απουσία του και είχε κλέψει τα σχέδια.
Έπεσε ο ουρανός στο κεφάλι του άτυχου Ρεθεμνιώτη επιστήμονα. Προσπάθησε να βρει μια άκρη και με αγωγές. Δεν κατάφερε τίποτα. Ο κόσμος σκοτείνιασε γι’ αυτόν. Η απελπισία διαδέχτηκε τη μεγάλη του απογοήτευση.
Από εκείνη την ώρα χάθηκε κάθε χαρά της ζωής για τον Ψαρουδάκη. Έπαθε μελαγχολία που κατέληξε σε παραφροσύνη. Και ο μεγάλος Ρεθεμνιώτης εφευρέτης κατέληξε στο Δρομοκαΐτειο, όπου και πέθανε το 1921.
Μας άφησε ένα σπάνιο σύγγραμμα με τίτλο «Θεωρητική και πειραματική εξέτασις των φαινομένων της πτήσεως» (1878).
Κι όπως αναφέρει ο Γεώργιος Εκκεκάκης που ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τον άγνωστο στους περισσότερους εφευρέτη, θα είχε μεγάλο ενδιαφέρον να εξεταστεί από επιστημονική άποψη το σπανιότατο βιβλίο του.
Βέβαια θα πρέπει να τον γνωρίσουμε κάποτε πριν ασχοληθούμε με το επιστημονικό του έργο. Και δυστυχώς ακόμα και σήμερα ο σημαντικός αυτός Ρεθεμνιώτης παραμένει άγνωστος.
Βασίλης Χαριτάκης
Θεωρείται από τους πρώτους καλλιτέχνες φωτογράφους. Μα δεν ήταν μόνη του ιδιότητα αυτή. Ο ανήσυχος νους του δεν άφηνε τον Βασίλη Χαριτάκη να περιοριστεί στις δάφνες που του χάριζαν οι τόσες του ιδιότητες.
Εκτός των άλλων υπήρξε και οδηγός τριών πρωθυπουργών.
Ο Βασίλης Χαριτάκης γεννήθηκε στο Ρέθυμνο το 1901. Τα Περιβόλια ήταν ο τόπος του και τον ύμνησε με μοναδικό τρόπο μέσα από φωτογραφίες κυρίως που έκλειναν τις παιδικές του μνήμες. Ιδιαίτερα το γεράνι και τα περίφημα κρινάκια.
Κληρωτός της κλάσης του 21 κατατάχτηκε στο Έμπεδο Ρεθύμνου το 1920 και αποσπάστηκε στον κλάδο αυτοκινήτων, επειδή ένα χρόνο νωρίτερα είχε εργαστεί σε ένα λεωφορείο.
Από το Ρέθυμνο πήγε στον Όρχο Αυτοκινήτων Αθηνών και μετά ένα μήνα στον Όρχο Σμύρνης.
Ο κοφτερός νους του Χαριτάκη τον έσωζε πολλές φορές από δύσκολες καταστάσεις.
Ο χειμώνας ήταν βαρύς κι όσο προλάβαιναν οι θαλαμοφύλακες κρατούσαν τη φωτιά ζωηρή. Συχνά όμως η φωτιά έσβηνε τη νύχτα και η ατμόσφαιρα πάγωνε αφόρητα. Μια νύχτα από αυτές το κρύο δεν άφηνε τον Βασίλη να κοιμηθεί. Κι εκεί που στριφογύριζε του ήρθε η ιδέα.
Σηκώθηκε με προσοχή και πήγε στη γωνιά που ήταν τα σαμάρια. Πήρε ένα μεγάλο κι ένα μικρό. Κάθισε στο κρεβάτι του, τύλιξε τα πόδια του με την κουβέρτα κι έβαλε πάνω το μικρό σαμάρι. Έπειτα ξάπλωσε κι έριξε πάνω του το μεγάλο. Δεν άργησε να ζεσταθεί και να τον πάρει ένας γλυκός ύπνος. Είχε όμως το νου του να ξυπνήσει νωρίς για να μην τον δουν οι άλλοι με τα σαμάρια κι αρχίσει η καζούρα. Κάποιος άλλος όμως που επίσης δεν μπορούσε να κοιμηθεί από το κρύο, είδε τη «πατέντα» του συναδέλφου του και βρήκε την ιδέα καλή. Περίμενε να κοιμηθεί ο Βασίλης και μετά σηκώθηκε πήρε κι αυτός δυο σαμάρια και βολεύτηκε.
Αυτό επιδίωκε πάντα ο Βασίλης Χαριτάκης. Να προσφέρει με τις ιδέες του μεγάλη ωφέλεια στο κοινωνικό σύνολο. Αυτές και άλλες αναμνήσεις ο Βασίλης Χαριτάκης συμπεριέλαβε στο βιβλίο του «Άγνωστες σελίδες από τη Μικρασιατική Εκστρατεία και την Επανάσταση του 1923».
Από τον Βασίλη Χαριτάκη δεν έλειψαν οι ευκαιρίες να βρεθεί κοντά με προσωπικότητες.
Όταν βρισκόταν στην Προύσα πήρε μια μέρα διαταγή να συνοδεύσει ένα επιτελικό αυτοκίνητο φορτώνοντας στο δικό του αποσκευές. Όταν έφτασαν στον προορισμό τους κατάλαβε από την απόδοση τιμών και την εμφάνιση του υψηλού επισκέπτη, ότι συνόδευε τον βασιλέα Κωνσταντίνο που είχαν επαναφέρει από την εξορία.
Πάθος για την έρευνα
Εδώ στο Ρέθυμνο εκδηλώθηκε από νωρίς το πάθος του για την έρευνα. Το «πως» και το «γιατί» κρατούσαν σε εγρήγορση τον προβληματισμό του.
Σκεπτόμενος πάντα επινόησε και κατασκεύασε το υδροποδήλατο, που αναγνωρίστηκε γρήγορα και απλώθηκε η φήμη του σε ολόκληρη την Ελλάδα. Στη συνέχεια κατασκεύασε την υδρομοτοσυκλέτα που βρίσκεται σήμερα στο Ναυτικό Μουσείο Κρήτης. Ακολούθησε το Ιπτάμενο σκάφος που έμεινε δυστυχώς στα σχέδια. Δει δη χρημάτων και στην περίπτωση αυτή. Συνέχισε με την κατασκευή του ασφαλιστικού χειρομοχλού Γραμμοφώνων. Για όλες του τις εφευρέσεις πήρε δίπλωμα ευρεσιτεχνίας.
Ένας ανώτερος άνθρωπος
Ο Βασίλης Χαριτάκης δέχτηκε αρκετά χτυπήματα από την ανθρώπινη ματαιοδοξία που θέλει να επωφελείται από τον ξένο μόχθο. Αλλά ποτέ δεν υπέκυψε σε παρορμήσεις της στιγμής και δεχόταν το κάθε τι με ψυχραιμία χωρίς να πάψει να διεκδικεί το δίκιο του.
Κάποτε προσπάθησε κάποιος να οικειοποιηθεί την ευρεσιτεχνία του, το υδροποδήλατο. Η δικαιοσύνη αποκατέστησε τον Χαριτάκη και μάλιστα επιδίκασε κι ένα ιλιγγιώδες ποσό για την εποχή ως αποζημίωση. Μόνο που ποτέ δεν πήρε αυτά τα χρήματα ο Ρεθεμνιώτης εφευρέτης, αφού ο αντίδικος δεν είχε στον ήλιο μοίρα.
Αυτή η ταλαιπωρία αντί να τον αποθαρρύνει γιγάντωσε τη θέλησή του για κάτι πιο σημαντικό. Στην Αγγλία είχαν ήδη κατασκευάσει υδροποδήλατο. Έτσι προχώρησε στην υδρομοτοσυκλέτα για την οποία πήρε δίπλωμα ευρεσιτεχνίας στις 14 Μαΐου 1930.
Η τελειότητα που επιδίωκε πάντα ο Χαριτάκης στις εφευρέσεις του φαινόταν και από το γεγονός ότι οι πλωτήρες της υδρομοτοσυκλέτας ήταν χωρισμένοι σε οκτώ στεγανά διαμερίσματα. Έτσι σε περίπτωση βλάβης η μοτοσυκλέτα δεν μπορούσε να βυθιστεί.
Οι εφημερίδες της εποχής έγραψαν ενθουσιώδη σχόλια όταν η εφεύρεση του Βασίλη έκανε τη θριαμβευτική της εμφάνιση στο Έντεν του Παλαιού Φαλήρου.
Αυτή η υδρομοτοσυκλέτα χάρισε πολύ δόξα στον δημιουργό αλλά και αφάνταστη πίκρα.
Δημιουργήθηκε η προοπτική να πουλήσει το προνόμιο αυτής της εφεύρεσης στην Αίγυπτο.
Η πρώτη επαφή με το κοινό όταν η υδρομοτοσυκλέτα παρουσιάστηκε στο Αμπουκίρ πραγματικά ήταν εντυπωσιακή.
Ο Βασίλης Χαριτάκης όμως φύση ηθικός και έντιμος άνθρωπος, επιμένοντας να μην έχει σχέση με καιροσκόπους ήθελε να προχωρά με δικές του δυνάμεις, χωρίς να επιδιώκει στήριξη με ανταλλάγματα. Η ευρεσιτεχνία του φαινόταν να έχει μέλλον στην Αίγυπτο. Δυστυχώς όμως ο απροσδόκητος θάνατος ομογενούς που θα του ήταν ιδιαίτερα χρήσιμος έδιωξε τη μεγάλη ευκαιρία.
Η μόνη του ικανοποίηση ήταν ότι με την υδρομοτοσυκλέτα του έκαναν αργότερα περίπατο ο Φαρούκ και η Φαρίντα.
Κάποια στιγμή απογοητευμένος στράφηκε στον φακό που τον λύτρωσε τελικά. Γύρισε όλη την Ελλάδα απαθανατίζοντας ομορφιές με την Μαρίκα του, πάντα μαζί, την υπέροχη γυναίκα του.
Σπάνιες κινηματογραφικές λήψεις
Ο Βασίλης Χαριτάκη, έκλεισε με τον φωτογραφικό φακό του την ιστορία και τον πολιτισμό μας. Η κινηματογραφική του μηχανή απαθανάτισε μοναδικές στιγμές από τον λαϊκό μας πλούτο, όπως τη συγκομιδή δίκταμου στον Κάτω Πόρο. Ποιος ξέρει τι να έχει γίνει αυτός ο μοναδικός θησαυρός; Στον Βασίλη Χαριτάκη οφείλουμε τη διατήρηση της μνήμης μιας ονειρεμένης εποχής, κι όπως εύστοχα αναφέρει ο πρώην δήμαρχος κ. Δημήτρης Αρχοντάκης προλογίζοντας το φωτογραφικό λεύκωμα (έκδοση 1994), ο περίφημος αυτός άνθρωπος «Ακούραστα κράτησε μορφές και σχήματα και χρώματα του παλιού Ρεθύμνου και μέσα απ’ αυτά κάτι από το πνεύμα και την ψυχή αυτής της πόλης…»
Ένας πραγματικός άρχοντας
Ψηλός, επιβλητικός παρά τη μεγάλη του ηλικία όταν τον γνώρισα διακρινόταν για την ευγένεια και αρχοντιά του. Κι εκείνο επίσης το γαλάζιο διαπεραστικό του βλέμμα που είχε καταφέρει να διεισδύσει στα μύχια της ομορφιάς και να προβάλλει τις χάρες της σε κάθε μορφής δημιούργημα. Με την πάροδο του χρόνου και με αφορμή διάφορα γεγονότα άνοιγε πότε-πότε το βιβλίο της ζωής του γεμάτα από συνταρακτικές σε δράση και πλοκή σελίδες. Κι έτσι γνωρίζαμε καλύτερα τον μεγάλο αυτό ερευνητή και καλλιτέχνη.
Είχα επίσης την ευτυχία να συζητώ για ώρα με τον Βασίλη Χαριτάκη. Και να μαθαίνω τόσα πολλά.
«Θα μπορούσα να έχω πολλά χρήματα, μου είπε κάποτε. Δεν πειράζει. Δεν μετανιώνω. Δεν παραπονιέμαι. Κέρδισα αλλού. Είμαι ευτυχής για τα δώρα του Θεού που απέκτησα. Μου φτάνει η οικογένειά μου. Δεν κράτησα κακία για όσους με πίκραναν. Δεν αξίζει τον κόπο να χαλάς την καρδιά σου με πράγματα που δεν έχουν ουσία.
Βρήκα στην τέχνη την καλύτερη διέξοδο. Κι ευχαριστώ τη ζωή γι’ αυτό…».
Πέρασαν τα χρόνια, κανένας δεν θυμάται πια τον Βασίλη Χαριτάκη. Ευτυχώς που υπάρχει ένα λεύκωμα φωτογραφιών, έκδοση του δήμου Ρεθύμνου, με θέμα τις ομορφιές, για να έχουμε κάτι από τον καλλιτέχνη.