Τα σημάδια που έχει αφήσει στα σώματα και στην ψυχή τους η κατοχή που έχει περάσει πριν αρκετά χρόνια σε όσους έτυχε να την ζήσουν στο χωριό τους ή στην πόλη που κατοικούσανε είναι πολλά. Ακόμα τα θυμούνται και όταν τα ονειρευτούν χάνουν τον ύπνο τους.
Αυτή την εποχή ο πατέρας και η μάνα δίνανε σκληρό αγώνα για να δημιουργήσουν την οικογένειά τους και μόνο με την εργασία τους αποκτούσανε όλα που είχανε ανάγκη για τη διαβίωσή τους παρά τις δυσκολίες που συναντούσανε. Είχανε και την συνήθεια να αποκτούν πολλά παιδιά και λέγανε ότι αυτά τους φέρνουν την ευτυχία στο σπίτι τους.
Ο πατέρας όλες τις ημέρες, εκτός της Κυριακής, από το πρωί μέχρι το βράδυ ήτανε στα χωράφια να εργάζεται και να διατηρεί λίγα ζώα για τις ανάγκες της διατροφής τους.
Η μάνα στο σπίτι να μεγαλώσει τα παιδιά τους και να φροντίζει να πάρουν καλές αρχές όπως την καθοδηγούσανε πάντοτε, οι συνήθειες και οι παροιμίες που τις εφαρμόζανε τότε με ακρίβεια.
Ήτανε η πρώτη δασκάλα αυτής της εποχής για να μην συναντήσουν τα παιδιά τους δυσκολίες στο σχολείο που θα πηγαίνανε όταν θα μεγαλώσουν και να τελειώσουν μόνο το Δημοτικό. Στη συνέχεια τους περιμένανε τα χωράφια για τα αγόρια κοντά στον πατέρα τους να ενημερωθούν για όλες τις αγροτικές εργασίες και τα κορίτσια κοντά στη μάνα στο σπίτι για να γίνουν καλές νοικοκυρές σε όλα για το μέλλον τους.
Για όλα τα παραπάνω όλοι οι γονείς είχανε την υποχρέωση να ενημερώνουν τα παιδιά τους σε όλα που θα τα είχανε ανάγκη να δημιουργήσουν ένα καλό νοικοκυριό που να διαβιώνουν χωρίς δυσκολίες για να αισιοδοξούν εις την καλύτερη πρόοδο που επιθυμούν.
Όταν βλέπανε ότι κάποιο από τα παιδιά τους αδυνατούσε να τα μάθει από αμέλεια δείχνανε περισσότερο ενδιαφέρον χρησιμοποιώντας ακόμα και αυστηρότητα γιατί θα είχε αποτυχία εις την οικογένεια που θα έκανε και τα βάρη οι συγγενείς και οι χωριανοί τους θα τα φορτώνανε στους γονείς με κακούς χαρακτηρισμούς προς αυτούς.
Μια τέτοια σπάνια περίπτωση συνέβη την περασμένη κατοχή και την μάθαμε πρόσφατα από τον ηλικιωμένο κ. Ανδρέα που κατοικούσε μετά την γέννησή του σε πολύ γνωστό χωριό της περιοχής μας και σήμερα εις την πόλη μας και μας είπε: Αν θυμούμαι καλά ήτανε το 1954 που ήμουνα 18 χρονών. Είχα μια αδελφή που είχε 6 παιδιά. Τα τέσσερα αγόρια και τα δυο κορίτσια. Όταν ένα – ένα τελείωνε το Δημοτικό σχολείο αμέσως πήγαινε κοντά στις αγροτικές και κτηνοτροφικές εργασίες που είχε η οικογένειά τους. Όπως όλες οι οικογένειες έτσι και της αδελφής μου είχε χωράφια και σπέρνανε τα σπαρτά τους (σιτάρι, κριθάρι, ταγή), που είχανε ανάγκη για το ψωμί τους και τις τροφές για τα ζώα τους. Επίσης είχανε και ελιές για το λάδι και ορισμένα κατοικίδια ζώα, προβατίνες, κατσίκες, μια αγελάδα και ένα γάιδαρο για όλες τις ανάγκες τους.
Το φθινόπωρο τα σπέρνανε και το καλοκαίρι τα αλωνίζανε και αποθηκεύανε τους καρπούς που είχανε ανάγκη για να διαβιώνει το χειμώνα η οικογένειά τους το ίδιο και οι τροφές για τα ζώα τους. Επίσης και από τις ελιές να έχουν το λάδι τους. Η καθημερινή απασχόληση της κάθε οικογένειας ήτανε να εργάζεται σε όλα αυτά με την εποχή του το καθένα και χωρίς να αδιαφορεί για να μην χαθούν και στερηθούν τη διατροφή τους. Αυτό έκανε και η οικογένεια της αδελφής μου. Από το πρωί έφευγε ο γαμπρός μου και το βράδυ γύριζε μαζί με τους γιους του για να εκτελούν όλες αυτές τις εργασίες τους. Η αδελφή μου με τα δυο κορίτσια μένανε στο σπίτι να μάθουν το νοικοκυριό τους που θα το έχουνε ανάγκη όταν παντρευτούν και να έχουν έτοιμο το βραδινό φαγητό να φάνε όλοι μαζί. Όταν ήτανε απαραίτητο για ορισμένες εργασίες πηγαίνανε και αυτές στην εξοχή για εργασία όπως ήτανε το θέρος και το μάζεμα των ελιών.
Τα δυο πρώτα χρόνια όλα πηγαίνανε καλά με το καλό κουμάντο του πατέρα και της μάνας τους και είχανε πολλές επιτυχίες παντού με την εργατικότητα που είχανε όλοι τους μαζί. Όμως ξαφνικά ο μικρότερός τους γιος ο Μανώλης παρουσίασε συμπτώματα τεμπελιάς και απόφευγε να συμμετάσχει μαζί στις εργασίες τους όλες τις ώρες και έφευγε από τα χωράφια και πήγαινε στο σπίτι να κάθεται ή να κοιμάται. Έλεγε στη μάνα του όταν τον παρατηρούσε ότι δεν μπορώ να είμαι στα χωράφια συνέχεια και δεν θέλω να γίνω αγρότης γιατί έχει πολύ δουλειά. Εκείνη τον έπιανε με το καλό και τον συμβούλευε ότι σιγά σιγά θα συνηθίσεις και ότι όλοι μαζί πρέπει να δουλεύουμε όπως και όλοι τρώμε μαζί από αυτά που βγάζαμε. Όλα τα παιδιά Μανώλη εδώ στο χωριό μας το ίδιο κάνουν. Μόνο εσύ κάνεις αυτά και είναι ντροπή σου. Όταν θα μεγαλώσεις το ίδιο θα κάνεις στην οικογένειά σου και ο πατέρας τον μάλωνε πιο έντονα αλλά αυτός πάλι έφευγε από όλες τις εργασίες τους.
Η μάνα του στενοχωριότανε και άρχισε να του φωνάζει πιο δυνατά και με νεύρα μήπως και διορθωθεί. Μια μέρα που είχανε θέρος έφυγε και τον βρήκε η μάνα του στο σπίτι ξαπλωμένο στον καναπέ. Μόλις τον είδε του έβαλε δυνατά τις φωνές και του είπε: Μανώλη, δεν αντέχω άλλο. Σήκω να δεις την γλώσσα μου από την στενοχώρια και τις φωνές που σου βάζω έχει βγάλει μαλλιά γι’ αυτό είναι άσπρη. Εσύ θα είσαι η αιτία που θα πεθάνω και δεν θα έχετε μάνα να σας φροντίζει. Ο γιος της φοβήθηκε από όλα που άκουσε και της είπε: Μάνα, καλά θα έρχομαι και δεν θα ξανασυμβεί.
Πράγματι, όταν μεγάλωσε και παντρεύτηκε είχε γίνε ο καλύτερος νοικοκύρης και ο αδελφός της πρόσθεσε: Η αδελφή μου τα κατάφερε και τον έστρωσε να δουλεύει. Αυτό σιγά σιγά μαθεύτηκε στο χωριό και λέγανε για την αδελφή μου τα καλύτερα λόγια.
Σήμερα αυτή τη συνήθεια με τη γλώσσα όταν θα κουραστεί από τα πολλά λόγια που λέει φυτρώνουν μαλλιά κανείς δεν την έχει ακούσει να λέγεται. Όμως η μάνα του Μανώλη, που είχε ρίζες Μικρασιάτικες την είχε μάθει από τη μάνα της και χρειάστηκε να τη χρησιμοποιήσει στο γιο της και είχε όφελος. Τώρα χρειάζεται να ξυπνήσουν όλες οι παλιές μάνες που έχουν φύγει από τη ζωή να έρθουν πίσω να γίνουν δασκάλες να την διδάξουν γιατί μεγάλος αριθμός παιδιών την έχει ανάγκη.