Είναι εντυπωσιακή η θρασύτητα με την οποία η κυβέρνηση και οι Υπουργοί της αντιμετωπίζουν την κριτική της αντιπολίτευσης και ειδικά του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, για τη διαχείριση της πανδημίας και την αποδιοργάνωση του ΕΣΥ. Είναι πραγματικά πρόκληση για τη νοημοσύνη μας να ισχυρίζεται η πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Υγείας ότι «τα πήγαμε εξαιρετικά καλά στην πανδημία». Να αρνείται πεισματικά τα δεδομένα για την αρνητική επίδοση της χώρας -συγκριτικά με την ΕΕ και ιδιαίτερα με τη Δυτική Ευρώπη- σε όλους τους «σκληρούς» δείκτες (ημερήσια/εβδομαδιαία θνησιμότητα, αθροιστική θνησιμότητα, υπερβάλλουσα θνησιμότητα κλπ.). Να αρνείται πεισματικά τα διαλυτικά φαινόμενα στις δημόσιες δομές υγείας, το σύνδρομο επαγγελματικής εξουθένωσης (burn out) των «ανθρώπων της πρώτης γραμμής», την απόγνωση του προσωπικού και την τάση παραίτησης και φυγής ιατρικού δυναμικού, την ταλαιπωρία και οικονομική επιβάρυνση των πολιτών και, κυρίως, την έκρηξη των ακάλυπτων υγειονομικών αναγκών. Το τελευταίο στοιχείο τεκμηριώνει την αύξηση των ανισοτήτων στην Υγεία στη χώρα μας και άρα τη πλήρη αποτυχία της κυβέρνησης να συνδυάσει τη φροντίδα των ασθενών με covid και την αντιμετώπιση της υπόλοιπης νοσηρότητας του πληθυσμού. Αυτό δηλαδή που θα έπρεπε να αποτελεί το θεμελιώδη και αδιαπραγμάτευτο στόχο μιας αξιόπιστης υγειονομικής στρατηγικής. Όλα τα παραπάνω τα έχουμε παρουσιάσει με πολύ τεκμηριωμένο και έγκυρο τρόπο στην ειδική έκδοση του Τομέα Υγείας της ΚΟ του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, με τίτλο « Η Μαύρη Βίβλος της πανδημίας» (βλ. Μαύρη Βίβλος.pdf).
Το πρόβλημα βεβαίως με την κυβέρνηση δεν είναι η διαχειριστική της ανικανότητα ή η έλλειψη καλών συμβούλων. Το δομικό πρόβλημα στη διαχείριση της πανδημικής κρίσης ήταν και είναι η πολιτική απροθυμία της κυβέρνησης να δρομολογήσει μια γενναία επένδυση στις δομές του ΕΣΥ και στις Υπηρεσίες Δημόσιας Υγείας. Για να «θωρακιστούν» με μόνιμο τρόπο και να είναι σε θέση να αντιμετωπίζουν με επάρκεια τόσο τις έκτακτες υγειονομικές απειλές, όσο και τις καθημερινές ανάγκες υγείας του πληθυσμού. Σε πλήρη αντίθεση λοιπόν με τα διεθνή προτάγματα για την πολιτική υγείας στη μετά-covid εποχή, που εστιάζονται στην ενδυνάμωση των δημόσιων συστημάτων υγείας με επίκεντρο την πρωτοβάθμια και κοινοτική φροντίδα, καθώς και στην αναδιοργάνωση των υπηρεσιών Δημόσιας Υγείας με έμφαση στην πρόληψη-προαγωγή της υγείας σε επίπεδο πληθυσμού, η ελληνική κυβέρνηση επιμένει… ιδιωτικά. Η συντριπτική ήττα του νεοφιλελεύθερου αφηγήματος περί υπεροχής των ιδιωτικών συστημάτων υγείας, δεν την πτοεί. Αποδεικνύοντας ότι βρίσκεται στη «λάθος πλευρά της Ιστορίας» με βάση τα διδάγματα και τις σύγχρονες προκλήσεις της πανδημίας.
Γι’ αυτό και η κυβέρνηση επέλεξε τη «στρατηγική της προσωρινότητας» για την υγειονομική κρίση. Για να μην δεσμευτεί σε μια μακροπρόθεσμου χαρακτήρα ενίσχυση του ΕΣΥ. Έτσι εξηγείται η αστόχαστη και ανεύθυνη στάση της «πρόωρης λήξης» της πανδημίας, το τίμημα της οποίας ήταν πάντα ένα επόμενο πολύ σφοδρότερο επιδημικό κύμα. Το ίδιο θα συμβεί και τώρα, που -παρότι η διασπορά του ιού στην κοινότητα είναι εκτός ελέγχου- ο Υπουργός Υγείας παρακολουθεί ατάραχος και επιμένει ότι δεν χρειάζεται η επαναφορά μέτρων που αποδεδειγμένα αποδίδουν, όπως η υποχρεωτική χρήση της μάσκας στα μέσα μαζικής μεταφοράς και στους κλειστούς χώρους.
Αυτό που χρειαζόμαστε επειγόντως είναι μια νέα υγειονομική στρατηγική, για να αντιμετωπιστεί πιο αποτελεσματικά η νέα φάση της πανδημίας. Με ενισχυμένη επιδημιολογική επιτήρηση και περιορισμό της διασποράς, με ενθάρρυνση των ευάλωτων ομάδων να προχωρήσουν στην 2η αναμνηστική δόση (είναι ένδειξη αποτυχίας ότι μόλις 17% των άνω των 60 ετών έχει εμβολιαστεί συμπληρωματικά) και κυρίως, με καλή προετοιμασία του ΕΣΥ και δραστική αντιμετώπισης της σοβαρής κρίσης στελέχωσης του. Το προσωπικό που έχει «καεί» και «φυλλοροεί» -και όχι τόσο οι υποδομές και ο εξοπλισμός- είναι το μείζον πρόβλημα των δημόσιων δομών. Επένδυση στο ανθρώπινο δυναμικό του ΕΣΥ όμως σημαίνει συγκεκριμένα πράγματα:
- Μηχανισμός αυτόματης και μόνιμης αναπλήρωσης των κενών λόγω συνταξιοδότησης.
- Διασφάλιση της μόνιμης εργασιακής προοπτικής των συμβασιούχων.
- Επιστροφή των εργαζομένων που είναι σε αναστολή.
- Σχέδιο 15.000 μόνιμων προσλήψεων σε βάθος 3ετίας με στοχευμένη ενίσχυση κρίσιμων τομέων του ΕΣΥ (ΠΦΥ, κατ’ οίκον φροντίδα, ΤΕΠ, Κλινικές Λοιμώξεων, ΜΕΘ, Ογκολογικά Τμήματα, Εργαστήρια, Ειδικές Μονάδες, Αποκατάσταση, Ψυχική Υγεία κλπ.), καθώς και των Υπηρεσιών Δημόσιας Υγείας.
- Σοβαρή αναβάθμιση των εργασιακών συνθηκών, της εκπαίδευσης και των μισθολογικών αποδοχών των ιατρικού και λοιπού προσωπικού, καθώς και δέσμη κινήτρων για προσέλκυση γιατρών σε άγονες περιοχές, σε ειδικότητες που είναι σε έλλειψη και σε «άγονες» προκηρύξεις στις δομές του ΕΣΥ.
Αν δεν γίνουν όλα τα παραπάνω συγκροτημένα και συνδυαστικά, η κρίση στελέχωσης του ΕΣΥ θα επιδεινώνεται, το brain drain θα ενισχύεται και η βιωσιμότητα των δημόσιων δομών υγείας θα είναι σε διαρκή διακινδύνευση. Η πανδημία είναι η τελευταία ευκαιρία και η αξιοποίηση της πρέπει να είναι κορυφαία πολιτική προτεραιότητα για την επόμενη προοδευτική κυβέρνηση.