Στου γιαλού κάποιο δείλι την άκρη,
κάποια νέα καθόταν σκυφτή
και το κύμα που ερχόταν με χάρη,
της ψιθύριζε μέσα στ’ αυτί.
Τον καιρό που διαβαίνει σκεφτόταν,
που κυλάει και φεύγει γοργά,
μα ρυτίδες μονάχα αφήνει
ή παράπονα μες την καρδιά.
Παιδική ηλικία και νιάτα
είναι έντονα και τρελά,
χωρίς σκέψη του γήρατος να ‘ναι
ούτε μια μέσα σ’ αυτά.
Και ο χρόνος κυλάει και φεύγει,
όπως ένα ποτάμι γοργό,
μα εκείνο που πάντα αφήνει
είναι ένα κεφάλι ψαρό.
Που κι αυτό κάποια μέρα θα σβήσει,
σαν τον ήλιο που δύει γοργά
και τη στάχτη θα πάρει αγέρας
και τα όνειρα απ’ την ακρογιαλιά.
Νίκη Μεράκη