Όταν αρθρογραφούμε σε μια στήλη απόψεων, το σωστό είναι να το πράττουμε πλαισιώνοντας την άποψη μας με επιχειρήματα, στοιχεία, δεδομένα, στοχασμό και αναστοχασμό για την επικαιρότητα που μας περιβάλλει.
Θα μπορούσαμε για παράδειγμα να επιχειρηματολογήσουμε με δεδομένα ότι η Ελλάδα τις τελευταίες μέρες (και μέσα σε συνθήκες πρωτοφανούς κρίσης) έχει κάνει ορισμένα πολύ θετικά βήματα. Θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για την ιστορική συμφωνία με τα 30 αμερικανικά πανεπιστήμια που έρχονται για να συνεργαστούν με ελληνικά. Ένα εγχείρημα που ξεκίνησε από τα τέλη του 2019, κάνοντας πραγματικότητα αυτό που ήταν απλησίαστο για το 99% των φοιτητών της χώρας: να σπουδάσουν σε ορισμένα από τα κορυφαία πανεπιστήμια του κόσμου δωρεάν, χωρίς δίδακτρα.
Θα μπορούσαμε επίσης να πούμε για την ολοκλήρωση της εκκαθάρισης του συνόλου των εκκρεμών συντάξεων έως και το 2021, του 85% των συντάξεων του 2022, ενώ οι νέες συντάξεις θα εκκαθαρίζονται πλέον το πολύ σε 2 μήνες από 1,5 χρόνο που συνηθιζόταν μέχρι σήμερα. Θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για την επαναλειτουργία των ναυπηγείων Ελευσίνας, για την αναθεώρηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την ανάπτυξη στην Ελλάδα που αναμένεται να είναι στο διπλάσιο από την υπόλοιπη ευρωζώνη. Για το γεγονός ότι τον περασμένο μήνα η Ελλάδα σημείωσε χαμηλότερο πληθωρισμό από την Γερμανία. Για την έναρξη των ερευνών για φυσικό αέριο νοτιοδυτικά της Κρήτης και πολλά άλλα.
Όλα αυτά έγιναν τις τελευταίες μέρες, όμως όχι. Τίποτα από τα παραπάνω δεν κυριαρχεί στην ειδησεογραφία και κυρίως την τηλεοπτική. Γιατί συμβαίνει αυτό; Γιατί στην κορυφή της ατζέντας βρίσκονται αναπόδεικτες κατηγορίες και μάλιστα από ανθρώπους με βεβαρημένο παρελθόν για συκοφαντίες, στοχοποιήσεις, εκβιασμούς και σκευωρίες; Δεν είναι πλέον «πετσομένα» τα Μέσα όπως κατηγορεί εδώ και 3 χρόνια τα ΜΜΕ η αξιωματική αντιπολίτευση;
Η απάντηση είναι γιατί τα στοιχεία και τα δεδομένα είναι «βαρετά», οι επιτυχίες την επόμενη μέρα γίνονται «αυτονόητα», ενώ το σκοτάδι που επιτρέπει υποκειμενικές ερμηνείες, η ίντριγκα και η συνομωσία «πουλάνε» περισσότερο. Μπορεί λοιπόν το σωστό να είναι να μιλάμε με στοιχεία, αλλά μιας και διανύουμε την εβδομάδα των εικασιών και των αυθαίρετων υποθέσεων, ας παραδοθούμε σε αυτό που (δυστυχώς) επιτάσσει η επικαιρότητα. Ας μιλήσουμε με εικασίες για τις παρακολουθήσεις.
Έχουν κυκλοφορήσει δύο λίστες ονομάτων τα οποία φέρονται ότι παρακολουθούνταν τα κινητά τους τηλέφωνα. Εκείνοι που παρουσιάζουν τις λίστες, χωρίς να προσκομίζουν το παραμικρό στοιχείο, επικαλούνται ότι: α) η λίστα είναι υπαρκτή και όχι κατασκευασμένη και β) ότι πίσω από όλα κρύβεται ο ίδιος ο πρωθυπουργός.
Αν ισχύει το β, οι καταγγέλλοντες δεν έχουν παρά να παρουσιάσουν τις αποδείξεις και ο ευσεβής τους πόθος θα γίνει πραγματικότητα: θα έχουν πλήξει ανεπανόρθωτα τον πολιτικό τους αντίπαλο. Αν η λίστα είναι φανταστική δεν υπάρχει κάτι άλλο να πούμε, πέρα απ’ το να αναρωτηθούμε αν υπάρχει Δικαιοσύνη σε αυτό τον τόπο. Αν ισχύει το α και δεν ισχύει το β, αν δηλαδή όντως κάποιοι από αυτές τις λίστες παρακολουθούνταν αλλά δεν γνωρίζουμε από ποιον και γιατί, τότε προκύπτουν διάφορα ενδιαφέροντα ερωτήματα:
Α) Με δεδομένο ότι στις λίστες την μερίδα του λέοντος καταλαμβάνουν κυβερνητικά στελέχη, ποιος έχει κίνητρο να τους παρακολουθεί; Η Τουρκία, μιας και διανύουμε την πιο επικίνδυνη περίοδο των τελευταίων δεκαετιών στις ελληνοτουρκικές σχέσεις; Η Ρωσία, η οποία έχει διαμηνύσει ότι θα υπάρξουν αντίποινα σε όσες χώρες στήριξαν την Ουκρανία; Διάφοροι εγχώριοι επιχειρηματικοί κύκλοι που φαίνονται δυσαρεστημένοι με την λογική ανοίγματος της πίτας και ίσων ευκαιριών που προσφέρει η κατανομή του ταμείου ανάκαμψης, καθώς είχαν καλομάθει δεκαετίες τώρα σε ένα παιχνίδι με σημαδεμένη τράπουλα;
Β) Ποιος άλλος εκτός από εκείνους που διενεργούσαν τις παρακολουθήσεις θα μπορούσε να δώσει τις λίστες σε εκείνους που τις «αποκαλύπτουν», με κοινό σκοπό να πληγεί η ελληνική κυβέρνηση; Τι σχέσεις έχουν συνάψει με αυτούς κόμματα (ή και εσωκομματικοί αντίπαλοι) και προσκείμενοι εκδότες και τι ανταλλάγματα έχουν υποσχεθεί για το μέλλον αν καρποφορήσουν οι ανίερες συμμαχίες τους;
Υπάρχει καμία απόδειξη για όσα αναφέρθηκαν; Σαφώς και όχι. Ενδείξεις ναι, αποδείξεις και στοιχεία όχι. Όπως είπαμε όμως, αυτή είναι η βδομάδα των εικασιών και των υποθέσεων. Εξάλλου σύμφωνα με το «τεκμήριο της ενοχής» του Αλέξη Τσίπρα, όλοι οι αθώοι πρέπει να αποδεικνύουν την αθωότητα τους. Ας αποδείξει λοιπόν κι αυτός ότι δεν παίζει σκοτεινά παιχνίδια σε βάρος της χώρας με όλους τους παραπάνω.
* Ο Γεώργιος Νάστος είναι πολιτικός επιστήμονας