Του ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΠΕΡΠΙΡΑΚΗ
Στην επανάσταση του 1821 οι Κρήτες πολέμησαν τον Τούρκο κατακτητή, όπως και ο λοιποί Έλληνες και, μάλιστα, κάτω από πιο δύσκολες συνθήκες. Με ανείπωτη, όμως, θλίψη και απερίγραπτο πόνο είδαν ότι η Κρήτη δεν συμπεριλαμβανόταν στα όρια του νέου κράτους, που δημιουργήθηκε με το πρωτόκολλο του Λονδίνου του 1830. Η λύση αυτή επιβλήθηκε από την τότε θαλασσοκράτειρα Αγγλία, η οποία θεωρούσε την Κρήτη αναγκαίο σταθμό στο θαλάσσιο δρόμο προς τις Ινδίες όπου είχε εθνικά συμφέροντα και για το λόγο αυτό ήταν πάντοτε αντίθετη σε λύσεις οι οποίες θα την εμπόδισαν να τη θέσει υπό τον άμεσο έλεγχό της. Ανάλογα συμφέροντα για τη μεγαλόνησο είχαν και οι άλλες ευρωπαϊκές Δυνάμεις ακριβώς αυτός ο ανταγωνισμός εξασφάλιζε την ευρωπαϊκή ειρήνη.
Το 1856 ο Σουλτάνος, κάτω από την πίεση των Δυνάμεων, υπογράφει το διάταγμα Χατ-ι-χουμαγιούν με το οποίο όλοι οι κάτοικοι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας θεωρούνται ίσοι απέναντι του νόμου, ανεξαρτήτως φυλής, θρησκεύματος, γλώσσας. Επίσης με το φιρμάνι του 1858 ο Σουλτάνος παραχώρησε στους Κρήτες και άλλα προνόμια: Πολιτικά, φορολογικά, δικαστικά, φορολογικά και το δικαίωμα να έχουν όπλα. Οι επίσημοι, όμως, περιφερειακοί Τούρκοι από την αρχή τα υπονόμευαν και δεν έδειξαν καμιά διάθεση να τα εφαρμόσουν, απεναντίας αύξησαν και τη φορολογία. Η κατάσταση οξύνθηκε, όταν γενικός διοικητής ανέλαβε ο εξωμότης Έλληνας Ισμαήλ πασάς, άνθρωπος αναξιόπιστος, ασυνεπής, που όχι μόνο δεν εφάρμοσε τις ευνοϊκές για τους Κρήτες διατάξεις, αλλά επέβαλε και δυσβάσταχτη φορολογία. Η αγανάκτηση των Κρητών προς το πρόσωπο του οξύνθηκε, όταν αναμίχθηκε στο θέμα των μοναστηριακών εσόδων, που οι παράγοντες της ανατολικής Κρήτης ζητούσαν επίμονα να διατίθενται για τη λειτουργία των σχολείων.
Τον Μάιο του 1866 οι Κρήτες αντιπρόσωποι συγκεντρώθηκαν στα Μπουτσουνάρια, μια ώρα περίπου από τα Χανιά, με σκοπό να συντάξουν ένα υπόμνημα διαμαρτυρίας προς τον Σουλτάνο για την όλη κατάσταση του νησιού. Μετά την επίδοση του υπομνήματος στο γενικό διοικητή, με την παράκληση να το στείλει στον Σουλτάνο, έστειλαν και ένα αντίγραφο στους γενικούς προξένους των Δυνάμεων στα Χανιά με ένα συνοδευτικό έγγραφο. Σε αυτό δε που που απευθυνόταν στην Αγγλία, Γαλλία και Ρωσία πρόσθεσαν …το μόνον μέσον της πραγματικής βελτιώσεως της τύχης μας είσθαι το να ανατεθεί η διοργάνωσης και μετά ταύτα η περαιτέρω διοίκησης της νήσου ταύτης εις την φιλάνθρωπον και πατρικήν μέριμναν των τριών μεγάλων κυβερνήσεων…, φράση που δεν υπήρχε στα συνοδευτικά που απευθυνόταν στους άλλους γενικούς προξένους στα Χανιά. Το συνοδευτικό αυτό έγγραφο δεν το υπέγραψαν όλοι οι αντιπρόσωποι. Στην Κρήτη την περίοδο αυτή είχαν διαμορφωθεί δύο τάσεις οι ενωτιστές, που θεωρούσαν ότι η μόνη λύση είναι η ένωση της Μεγαλονήσου με την Ελλάδα και οι αυτονομιστές, που θεωρούσαν ότι η ηγεμονία είναι απαραίτητο ενδιάμεσο στάδιο προς την ένωση. Αυτό που έλλειπε από την αρχή που ξεκίνησε η επανάσταση και που υπήρξε μία από τις αιτίες της αποτυχίας ήταν η έλλειψη κεντρικής αρχής.
Στα μέσα Ιουλίου του 1866 έφτασε στα Χανιά η απάντηση του Σουλτάνου που απέρριπτε όλες τις αιτιάσεις των Κρητών και παράλληλα τους προειδοποιούσε ότι, αν δεν διαλυθούν, θα στείλει το στρατό να τους διαλύσει διά της βίας.
Στις 21 Αυγούστου 1866 η συνέλευση των Κρητών κηρύττει από το Ασκύφου την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα και αρχίζει ο ένοπλος αγώνας.
Η επανάσταση αυτή θεωρείται το σπουδαιότερο κίνημα στη βαλκανική και ξεκινά, όταν στην Ευρώπη κυριαρχεί το δόγμα των εθνικοτήτων και πνέει ο άνεμος του φιλελευθερισμού.
Οι κύριοι άξονες της εξωτερικής πολιτικής των Δυνάμεων, που καθορίζουν το διπλωματικό παιχνίδι, ήταν από τη μια μεριά η Αγγλία και από την άλλη η τσαρική Ρωσία. Η κυριαρχία των στενών και η ελεύθερη ναυσιπλοΐα ήταν ο ύψιστος στόχος της εξωτερικής πολιτικής της Ρωσίας, διότι έτσι θα ήταν σε θέση να αναπτύξει το εμπόριο με τα Μεσογειακά κράτη και ακόμη ο στόλος της να μπορεί να υπερασπίζεται, κατά τρόπο αποτελεσματικό, την ασφάλεια της. Στα πλαίσια αυτής της πολιτικής η Ρωσία παρότρυνε και ενίσχυε πάντοτε τα επαναστατικά εθνικά κινήματα των λαών της βαλκανικής για την απελευθέρωση τους από τον τουρκικό ζυγό και τη δημιουργία ελεύθερων και αυτόνομων κρατών.
Από την άλλη μεριά οι βασικοί στόχοι και η κύρια επιδίωξη της Αγγλίας ήταν να σταματήσει την επέκταση της Ρωσίας προς τη νότια θάλασσα και να εξασφαλίσει τη θαλάσσια οδό προς τις Ινδίες, όπου είχε ζωτικά εθνικά συμφέροντα. Συνεπής προς το βασικό αυτό στόχο υποστήριζε διαχρονικά την ακεραιότητα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και τη διατήρηση του status quo για να μη εξασθενήσει η Τουρκία,την οποία η Αγγλία ήθελε ως ανάχωμα για την τυχόν επέκταση της Ρωσίας προς το Αιγαίο και έτσι να καταστεί ικανή να απειλήσει τα γεωπολιτικά της συμφέροντα στη λεκάνη της ανατολικής Μεσογείου. Για τους λόγους αυτούς, η Αγγλία ήταν πάντα αντίθετη σε κάθε κίνηση στο χώρο της βαλκανικής που σκοπό είχε την απόσπαση εδαφών από την Οθωμανική Αυτοκρατορία και την ίδρυση νέων εθνικών κρατών.
Οι ελληνικές κυβερνήσεις, δυστυχώς, δεν αντιλήφθηκαν και δεν κατάλαβαν τα βαθύτερα αίτια της πολιτικής των Δυνάμεων πάνω στο ανατολικό ζήτημα και δευτερευόντως στο κρητικό και το χειρότερο δεν ακολούθησαν σταθερή εξωτερική πολιτική, άλλοτε είχαν δεθεί, αποκλειστικά και μόνο, με το άρμα της Αγγλίας από την οποία περίμεναν τη λύση των προβλημάτων τους, και άλλοτε από την ομόδοξη Ρωσία, ακόμη και τότε, όταν η τελευταία άλλαξε πολιτική και έπαυσε να υποστηρίζει τους ομόδοξους λαούς αλλά,κυρίως, αυτούς που ήταν και ομοεθνείς και ομογενείς.
Ο Σουλτάνος ανέθεσε το έργο της καταστολής της επανάστασης στο Μουσταφά πασά, ο οποίος γνώριζε τους Κρήτες από προηγούμενη υπηρεσία του ως γενικός διοικητής την περίοδο της αιγυπτιοκρατίας (1830-1841). Ο Μουσταφάς έφτασε στα Χανιά στις 30 Αυγούστου 1866. Αμέσως με προκήρυξη του κάλεσε τους επαναστάτες να καταθέσουν τα όπλα εντός πέντε ημερών και τους υποσχέθηκε ότι στην περίπτωση ατή θα ικανοποιήσει όλα τους τα αιτήματα . Μετά την παρέλευση της πενθήμερης προθεσμίας ο Μουσταφάς πασάς επιτέθηκε με ισχυρές στρατιωτικές δυνάμεις,τακτικού τουρκικού και αιγυπτιακού στρατού αλλά και ατάκτων,στα επαναστατικά κέντρα των Χανίων. Από όπου περνούσε άφηνε ερείπια και στάχτες. Τα γυναικόπαιδα για να αποφύγουν την αιχμαλωσία υποχωρούσαν και εύρισκαν καταφύγιο στις σπηλιές όπου το κρύο ήταν ανυπόφορο και η πείνα αβάσταχτη.
Στις 12 Οκτωβρίου 1866 ο αρχηγός του τμήματος Χανίων, Ιωάννης Ζυμβρακάκης, ταγματάρχης του ελληνικού στρατού που είχε έλθει στην Κρήτη με εφόδια και επικεφαλής εθελοντών, αποφάσισε να αντιμετωπίσει το Μουσταφά,όχι με το γνωστό στους επαναστάτες τρόπο, τον κλεφτοπόλεμο, αλλά κατά μέτωπο με τους κανόνες της στρατιωτικής τέχνης και υπέστη δεινή ήττα από τις υπέρτερες τουρκικές δυνάμεις.
Μετά ο τουρκικός στρατός στράφηκε προς το Ρέθυμνο και στις 7 Νοεμβρίου 1866 πολιόρκησε την Ι.Μ.Αρκαδίου, στην οποία είχαν κλειστεί γυναικόπαιδα και ευάριθμοι επαναστάτες με επικεφαλής τον Ιωάννη Δημακόπουλο, ανθυπολοχαγό του ελληνικού στρατού από τη Βυτίνα Αρκαδίας. Την πρώτη ημέρα της πολιορκίας οι υπερασπιστές της Μονής απέκρουσαν όλες τις επιθέσεις των τουρκοαιγυπτίων. Δεν συνέβη,όμως, το ίδιο και την επόμενη μέρα που ο σερασκέρης διέταξε και έφεραν από το Ρέθυμνο ένα βαρύ πυροβόλο και με αυτό γκρέμισε τη δυτική πύλη και εισήλθε ο στρατός. Και τότε όλη η Κρήτη έφεξε κι όλη φωτιά εγίνη όταν ο Κωστής Γιαμπουδάκης έβαλε φωτιά στην πυριτιδαποθήκη. Η θυσία του Αρκαδίου ήταν για την επανάσταση μια ηθική νίκη που δημιούργησε ένα παγκόσμιο ρεύμα συμπάθειας,σε Ευρώπη και Αμερική, που ωφέλησε ποικιλοτρόπως την επανάσταση.
Την Άνοιξη του 1867 διορίζεται γενικός διοικητής ο εξωμότης Κροάτης Ομέρ Πασάς ο οποίος ακολούθησε την ίδια τακτική καταστολής με αυτήν που ακολούθησε ο προκάτοχος του, Μουσταφάς πασάς. Αν και κατάφερε να μπει στα Σφακιά δεν κατάφερε, όμως, να σταματήσει την επανάσταση.
Ο Σουλτάνος, για να εκτονώσει λίγο τα πράγματα και ακόμη για να κλείσει αυτή η πληγή της συνεχούς οικονομικής αιμορραγίας, κήρυξε στις 5 Σεπτεμβρίου 1867 αναστολή των εχθροπραξιών για εξ εβδομάδες και παράλληλα έστειλε στην Κρήτη τον Μεγάλο Βεζύρη, Ααλή πασά, με ευρεία δικαιοδοσία να συζητήσει με τους Κρήτες τη λήψη των κατάλληλων και αναγκαίων μέτρων για ν ησυχάσει ο τόπος. Ο Ααλής κάλεσε τους Κρήτες και των δύο θρησκευμάτων να εκλέξουν τους αντιπροσώπους των για τη γενική συνέλευση και δήλωσε ότι είναι πρόθυμος να παραχωρήσει οιονδήποτε καθεστώς, εκτός από την ένωση. Οι κρητικοί,όμως,αντιμετώπισαν με δυσπιστία και αδιαφορία τις ενέργειες του Ααλή. Τελικά συνεστήθη μια ψευτοβουλή με την οποία διαπραγματεύθηκε ο Τούρκος αξιωματούχος και παραχώρησε στην Κρήτη τον Οργανικό νόμο με τον οποίο διοικήθηκε η Κρήτη ως το τέλος της τουρκοκρατίας. Με το νόμο αυτό η Κρήτη γινόταν ειδική επαρχία, βιλαέτι, με Χριστιανό διοικητή και αποκτούσε ένα καθεστώς υποτυπώδους αυτονομίας.
Το Νοέμβριο του 1867 ανέλαβε γεν. διοικητής ο Χουσείν Αυνή πασάς ο οποίος έλαβε διαφορετικά μέτρα από τους προκατόχους του προκειμένου να καταστείλει την επανάσταση. Έκτισε σε επιλεγμένα μέρη της υπαίθρου Πύργους τους οποίους συνέδεσε με δρόμους και εγκατέστησε σε αυτούς στρατιωτικές δυνάμεις και με τον τρόπο αυτόν εξασφάλισε μόνιμη στρατιωτική παρουσία στην ύπαιθρο. Η οργάνωση αυτή έφερε την επανάσταση σε πολύ δυσχερή θέση και ανάγκασε τους επαναστάτες να περιοριστούν του λοιπού μόνο σε κλεφτοπόλεμο.
Την περίοδο αυτή άρχισε να καλλιεργείται στον κρητικό λαό μια παλιά ιδέα, η ιδέα να ιδρυθεί στη Κρήτη ηγεμονία. Την 1 Ιουλίου 1868, με πρωτοβουλία Κρητών αυτονομιστών και παρά τη λυσσώδη άρνηση από την αντίθετη πλευρά, η κρητική συνέλευση έστειλε στη βασίλισσα της Αγγλίας, Βικτωρία υπόμνημα με το οποίο την παρακαλούσε να μεσολαβήσει για να σταματήσουν τα βάσανα του λαού. Η αίτηση αυτή δεν βρήκε καμιά ανταπόκριση από την πλευρά της Αγγλίας, για ένα και μόνο λόγο, γιατί ήταν αντίθετος με την πάγια εξωτερική πολιτική της για τη διατήρηση της ακεραιότητας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και για ένα ακόμη λόγο, γιατί μια τέτοια πολιτική ήταν δυνατό να έδιδε τη δυνατότητα στη Ρωσία να απαγκιστρωθεί από την απομόνωση στον πόντο.
Την περίοδο αυτή, τέλη του 1868, η επανάσταση αντιμετωπίζει δυσεπίλυτα προβλήματα. Δεν έχει να ελπίζει ουσιαστική βοήθεια από καμιά πλευρά. Το μικρό και αδύναμο ελληνικό κράτος δεν ήταν σε θέση να παράσχει την παραμικρή βοήθεια. Ακόμη και οι Δυνάμεις σταμάτησαν τις προσπάθειες τους για την επίλυση του κρητικού ζητήματος, στην παρούσα χρονική συγκυρία.
Την περίοδο αυτήν θεώρησε η Τουρκία,ως την πιο κατάλληλη, να κατηγορήσει την Ελλάδα ότι παραβαίνει το διεθνές δίκαιο με το να οργανώνει στο έδαφος της ένοπλα στρατιωτικά σώματα και στη συνέχεια να τα στέλνει στο εσωτερικό και να ενοχλούν τις παραμεθόριες περιοχές της Τουρκίας. Απέστειλε, μάλιστα, στην Ελλάδα τελεσίγραφο με το οποίο ζητούσε από την Ελλάδα να σταματήσει την τακτική αυτή. Απειλήθηκε προς στιγμή ελληνοτουρκικός πόλεμος ο οποίος αποφεύχθηκε με τη μεσολάβηση του βασιλιά της Ελλάδας και των Δυνάμεων.
Με τη διάσκεψη των Παρισίων, Δεκ.68 – Ιανουάριος 69 και την αποδοχή από την Ελλάδα των τουρκικών αξιώσεων σταμάτησε η επανάσταση στη διάρκεια της οποίας χιλιάδες νέοι άνθρωποι έπεσαν για την ελευθερία,η οικονομία της υπέστη ανυπολόγιστες καταστροφές, καρποφόρα δέντρα υλοτομήθηκαν, έγγειες εγκαταστάσεις καταστράφηκαν, οικισμοί και χωριά ισοπεδώθησαν.
Στο αποτέλεσμα αυτό ουσιαστικός και καίριος ήταν, μεταξύ των άλλων και ο ρόλος των Δυνάμεων, κυρίως δε της Αγγλίας, αλλά και η αδυναμία του ελληνικού κράτους να προσφέρει ουσιαστική υλική βοήθεια, αλλά και διπλωματική Η απουσία, ακόμη, κεντρικής διεύθυνσης για τον συντονισμό του αγώνα, τόσο στην Ελλάδα, όσο και μεταξύ των αγωνιστών, είχε ως αποτέλεσμα την πλημμελή οργάνωση του αγώνα με ότι αυτό σημαίνει για έναν επιτυχή αγώνα. Έτσι αυτό που έμεινε τελικά ήταν ο οργανικός νόμος ο οποίος ήταν μια υποτυπώδης μορφή αυτονόμου πολιτεύματος.
* Ο Γεώργιος Περπιράκης είναι σχολικός σύμβουλος Π.Ε.