Του ΜΙΧΑΛΗ Γ. ΒΟΣΚΑΚΗ
Στο πλαίσιο της επιδίωξης του Κρητικού όχι μόνο να συναναστραφεί με τα άτομα του στενού και ευρύτερου κοινωνικού του περίγυρου, αλλά και να γλεντήσει, δίνοντας διέξοδο στη λεβεντιά και το μερακλίκι του, συμβάλλοντας ταυτόχρονα στη διατήρηση της πλούσιας παράδοσης του τόπου του, οι παρέες, διαχρονικά, συντέλεσαν στη διαμόρφωση της ψυχοσύνθεσής του και κατ’ επέκταση και του τρόπου ζωής του, που συχνά, ως προς αρκετές εκφάνσεις του, αποτελεί αντικείμενο θετικού σχολιασμού από τους μη Κρητικούς. Σχεδόν κάθε Κρητικός, και ιδίως όσοι βρίσκονται σε μεγαλύτερες ηλικίες και έζησαν και σε εποχές που η παράδοση ήταν ακόμα πιο ζωντανή, έχει κάποτε ανακαλέσει στη μνήμη του αξέχαστες στιγμές που πέρασε συμμετέχοντας σε κάποιο από τα περίφημα κρητικά παρεάκια, όπου, είτε με τη συνοδεία παραδοσιακών μουσικών οργάνων (λύρα, βιολί, μαντολίνο, ασκομπαντούρα κ.α.) είτε και χωρίς αυτά -μόνο τραγουδώντας- γύρισε ένα ένα τα σπίτια κάποιου χωριού της κρητικής υπαίθρου.
Οι στίχοι που ακολουθούν, μετά το «Λυράρη» και το «Χορευτή» που δημοσιεύτηκαν τον Ιούνιο του 2022 στα «Ρεθεμνιώτικα Νέα», υπό το γενικό τίτλο «Μυσταγωγίες Κρητικής Μουσικής», αποτελούν το τρίτο και τελευταίο μέρος αυτής της θεματικής ενότητας και περιγράφουν μέρος των προσωπικών μου βιωμάτων από τη συμμετοχή μου σε παρέες του χωριού μου, των Κουρουτών Αμαρίου:
Θυμούμαι αλλοτινούς καιρούς που ’μουνε κοπελάκι,
στου Ψηλορείτη τα ριζά και ντεληκανιδάκι.
Οι αναμνήσεις μου κλουθούν, τα ’ζησα καινουργιώνουν,
μα δυο παρεάκια που ’τυχα το μέσα μου στοιχειώνουν.
Εννιά χρονώ σαν ήμουνε, ζεστό καλοκαιράκι,
η-το χωριό εγυρίσαμε με το μαντολινάκι.
Και μια και δυο εντάκαρε ο Μανώλης γρατζουνίζει,
ήντα κι α(ν) δε το σπούδαξε, η ψυχή χορδές αγγίζει.
Απού του Μανελοστεφανή πάμε ντο ίσα κάτω,
τα γέλια, τα τραγούδια μας, πέμπουν γλεντιού μαντάτο.
Εκειά στη στράτα τση Λυγιάς το κέφι ανεβαίνει,
κι ο Στέλιος που παντήχνει μας εις την παρέα μπαίνει.
Ομπρός στου Πανάγο την αυλή ξεπιτυρούμεν’ όλοι,
γροικάται η φασαρία μας στου Στελιανομανώλη!
Την Κάτω Ρούγα παίρνωμε σάμε του Λαδογιάννη,
ο καθαείς με τη σειρά το μαντολίνο πιάνει.
Στ’ αλώνι στένωμε χορό, τα ζάλα βγάνουν σκόνη,
η ώρα κι αν επέρασεν’ ο νου μας δε μερώνει.
Όπου κι αν αριβάρωμε μασε περιποιούνται,
φιλόξενα τρατέρνουνε, καλά ευχαριστούνται.
Στην υστεργιά γιαγέρνωμεν’ οθέ ντου Σαρδογιώργη,
το κέφι π’ άφτει, σίντερα του χαρκιδιού ντου λιώνει!
Μα ’ναστορούμαι κι άλλη μια φορά με παρεάκι,
που γύρισα ούλο το χωριό χωρίς μαντολινάκι.
Αποξεσταλού στον καφενέ η-του Μανελογιάννη,
παρέα αρχινίξαμε, μα ’μαστον πλια μεγάλοι.
Απής εβαρεθήκαμε κουβέντα, κομπολόι,
με τσι ρακές ντακαίρνωμε ντο μαντιναδολόι.
Ω την παντέρμη ονόστιμη ρακή με τ’ αστραγάλια,
που υψιπέτη φέρνει σε στο πι και φι στα ουράνια!
Με μέτρο για να κεφιστείς και όι να μεθύσεις,
καλιά ’ναι την υπερβολή σαν πιεις πιοτό ν’ αφήσεις.
Κι απής νυχτώνει κι οι πολλοί γιαγέρνουνε στο σπίτι,
οπίσω τρεις παράταση ζητούνε στο ξενύχτι.
Τουλόγου μου και ο Κωστής, και ο Μανώλης πάλι,
αγκαλιασμένοι πάμενε και όπου μασε βγάλει.
Κι αναμεσίς στα χωρατά με μαντινάδες μόνο,
τραγουδιστά λαλούμενε σε ούλο μας το δρόμο·
απού τσ’ άκρες του Κατωχωριού σάμε τ’ Απανωχώρι,
Ψαρονίκο και Μουντόκωστα για του σεβντά μια γ-κόρη:
«Θα ξεκλειδώσω την καρδιά (μπαρμπούνι μου) και μέσα θα σε βάλω
και θα τσακίσω τα κλειδιά (μπεμπέκα μου) μπλιο μου να μη σε βγάλω.
Μα ως σ’ αγαπώ δε σ’ αγαπά η μάνα που σε γέννα
γιατί ’χει κι άλλο ν’ αγαπά μα ‘γω ’χω μόνο εσένα».
Τση Κρήτη μας λεβέντες νιοι και ντεληκανιδάκια,
άξια συνεχίσετε τα όμορφα παρεάκια.
Το «πάντα γειά» όντε γ-κάνετε, λίγο πιοτό στη χέρα,
να μην ταλαπωδέρνετε κι ούλη ντην άλλη μέρα.
Πρεπιά ’χει ζάβαλε ο Κρητικός, αγνή μερακλοσύνη,
ομάδι με την αντρειγιά και με τη ντομπροσύνη,
κι αλήθεια στην παράδοση τση Κρήτης τη μεγάλη,
η παρέα θέση ζηλευτή κρατεί, ποιος αμφιβάλλει;