Του ΝΙΚΟΥ ΜΑΝΟΥΣΑΚΗ*
Η συζήτηση που διεξήχθη στο Περιφερειακό Συμβούλιο Κρήτης για το τεχνικό πρόγραμμα του 2024 θεωρούμε ότι είναι αρκετά σημαντική για όλο τον κρητικό λαό, καθώς έχει ουσιαστική σχέση με την ποιότητα ζωής των κατοίκων του νησιού, το επίπεδο διαβίωσης της λαϊκής οικογένειας.
Το τεχνικό πρόγραμμα και η συγκεκριμένη κατάρτισή του είναι ένα ζήτημα εξόχως πολιτικό. Δεν αφορά στενά ανεπάρκειες τεχνικού χαρακτήρα των υποδομών ούτε σχετίζεται με τη δουλειά των σχετικών υπηρεσιών και του υπαλληλικού τους προσωπικού οι οποίοι θεωρούμε ότι δουλεύουν σκληρά για να εξυπηρετηθούν οι εργαζόμενοι και οι επισκέπτες του νησιού.
Για εμάς, ως Λαϊκή Συσπείρωση η συζήτηση για τον προϋπολογισμό, το πρόγραμμα δράσης, το τεχνικό πρόγραμμα είναι μία συζήτηση βαθιά πολιτική. Ως ΛΑ.ΣΥ. επιμένουμε να αναδεικνύουμε τα πολιτικά τους χαρακτηριστικά ακριβώς γιατί πιστεύουμε ότι θα πρέπει να καταδικαστούν οι πολιτικές της κυβέρνησης, των άλλων κομμάτων και των εκπροσώπων του στην τοπική αυτοδιοίκηση και όσον αφορά τα σημαντικά έργα υποδομών. Δυστυχώς η κατάρτιση και ο σχεδιασμός υλοποίησής τους υποτάσσονται στο ασφυκτικό δημοσιονομικό και θεσμικό πλαίσιο των κυβερνήσεων.
Η πολιτική μας διαφωνία ως Λαϊκή Συσπείρωση έγκειται επομένως στον πυρήνα της αστικής στρατηγικής όπως αυτή καθρεφτίζεται στον περιφερειακό σχεδιασμό της καπιταλιστικής ανάπτυξης στην Κρήτη, η οποία εξ’ ορισμού δεν μπορεί να είναι ούτε φιλολαϊκή ούτε καν «ισόρροπη». Στη βάση αυτή ως ΛΑ.ΣΥ. καταψηφίσαμε τον τεχνικό προϋπολογισμό του 2024 της Περιφέρειας Κρήτης άσχετα αν συμφωνούμε σε κάποια έργα που θα γίνουν ή τίθενται στο πρόγραμμα προς υλοποίηση και σε κάποια άλλα όχι. Ίσα-ίσα πιστεύουμε ότι πολλά από αυτά τα έργα θα έπρεπε να έχουν γίνει προ πολλού. Επιπλέον θεωρούμε ότι στο τεχνικό πρόγραμμα του 2024 παρουσιάζονται φιλόδοξα νούμερα και αριθμοί που δεν αποτυπώνουν την άσχημη πραγματικότητα που επικρατεί όσον αφορά την κατάσταση των υποδομών στην Κρήτη.
Ποια είναι αυτή; Από τη μία έχουμε γερασμένες υποδομές που οι αντοχές τους έχουν ξεπεραστεί προ πολλού, μειωμένα κονδύλια για αντιπλημμυρικά και αντισεισμικά έργα, για αντιπυρική θωράκιση. Ακόμα περιμένουμε την αποκατάσταση των ζημιών από τις πλημμύρες των προηγούμενων χρόνων καθώς και τις αποζημιώσεις των πληγέντων. Το ίδιο βέβαια ισχύει για τις αποζημιώσεις για τις πυρκαγιές, Αρκετά έργα στο νησί (Γιόφυρο, δρόμος Ανωγείων – Ηρακλείου, παράκαμψη Τοπολίων, Αρκαλοχώρι κ.ά.) έχουν μετατραπεί κυριολεκτικά σε «γεφύρι της Άρτας». Παράλληλα χαρίζονται δεκάδες εκατομμύρια στους μεγάλους κατασκευαστικούς ομίλους για να συνεχιστεί το φαγοπότι των εταιρειών και των τεχνικών συμβούλων, για τους δήθεν «αναπτυξιακούς οργανισμούς», για να συνεχιστεί η χωρίς όρια ιδιωτικοποίηση των υποδομών και η περαιτέρω διάλυση των εργασιακών σχέσεων.
Πως απαντά το τεχνικό πρόγραμμα σε αυτή την κατάσταση; Ως Λαϊκή Συσπείρωση θεωρούμε ότι ούτε και στο φετινό πρόγραμμα εξασφαλίζεται η αναγκαία χρηματοδότηση για τα έργα αυτά που είναι ζωτικής σημασίας για τα λαϊκά συμφέροντα αφού διαχρονικά όλες οι κυβερνήσεις και η Ε.Ε. τα αντιμετωπίζουν με τη λογική του «κόστους – οφέλους» ως «μη επιλέξιμα». Αυτό για τον λαό της Κρήτης σημαίνει ότι καταδικάζεται στο να βιώνει ξανά και ξανά της συνέπειες της ακραίας αντιλαϊκής και αντεργατικής πολιτική που αποτυπώνεται και στην έλλειψη των αναγκαίων υποδομών, στη ζοφερή πραγματικότητα που έχει δημιουργήσει η υποχρηματοδότηση και υποστελέχωση των ελάχιστων υποδομών προστασίας.
Με λίγα λόγια σε κάθε απειλή από τα διάφορα φυσικά φαινόμενα το κράτος και ο κρατικός μηχανισμός σε όλες του τις βαθμίδες αποδεικνύεται επιλεκτικά «ανύπαρκτο» και «αργό» να προστατέψει τον λαό. Όταν όμως απαιτούν οι ανάγκες του κεφαλαίου και των εκπροσώπων του γίνεται ξαφνικά «γρήγορο» και «ευέλικτο».
Κομμάτι αυτού του αντιλαϊκού, στην ουσία του, κράτους είναι φυσικά οι δήμοι και οι περιφέρειες που υλοποιούν και εξειδικεύουν τις εκάστοτε αντιλαϊκές πολιτικές των κυβερνήσεων. Σε επίπεδο δημοτικής και περιφερειακής διοίκησης ο κρατικός μηχανισμός υπηρετεί τελικά μια στρατηγική πλήρους ιδιωτικοποίησης, που δημιουργεί μεγάλα εμπόδια και καθυστερήσεις για τον λαό και τις αναγκαίες γι’ αυτόν υποδομές, μόνο και μόνο για να εξασφαλιστεί η τήρηση των όρων του ανταγωνισμού μεταξύ των μεγάλων επιχειρήσεων (βλ. ΒΟΑΚ). Τελικά περιφερειακή και δημοτική διοίκηση λειτουργούν αναγκαστικά εντός ενός συστήματος που υπηρετεί τα συμφέροντα των λίγων, των επιχειρηματικών ομίλων και όχι φυσικά τις λαϊκές ανάγκες.
Αυτό το κρίσιμο σημείο αποτελεί και την πιο μεγάλη απόδειξη του γιατί η Περιφερειακή Αρχή δεν διεκδίκησε αποφασιστικά και δυναμικά την ουσιαστική αύξηση της σχετικής κρατικής χρηματοδότησης.
Απέναντι σε αυτή την πολιτική που ακολουθούν οι εκάστοτε κυβερνήσεις και η Περιφερειακή Αρχή ο κρητικός λαός δεν πρέπει να πάψει ούτε στιγμή να διεκδικεί μέτρα για την ουσιαστική προστασία του εισοδήματός του, της ζωής και της περιουσίας του. Τώρα χρειάζεται να δυναμώσει η πάλη του εργατικού – λαϊκού κινήματος για τη διεκδίκηση των σύγχρονων λαϊκών αναγκών!
Το άρθρο βασίζεται στην τοποθέτηση του στην πρόσφατη συζήτηση του Περιφερειακού Συμβουλίου για το τεχνικό πρόγραμμα του 2024.
* Ο Νίκος Μανουσάκης είναι μέλος της Επιτροπής Περιοχής Κρήτης και περιφερειακός σύμβουλος με τη Λαϊκή Συσπείρωση