Αύξηση των συνδεδεμένων ενισχύσεων ζητούν οι παραγωγοί
Ως μια από τις χειρότερες ελαιοκομικές περιόδους χαρακτηρίζεται για την Κρήτη το 2023-2024 λόγω της συρρίκνωσης της ελαιοπαραγωγής, η οποία σύμφωνα με εκτιμήσεις ανέρχεται στο ¼ της περυσινής. Πιο συγκεκριμένα από 130.000 τόνους που ήταν η παραγωγή το ελαιοκομικό έτος 2022-2023, φέτος αυτή εκτιμάται σε 30.000 τόνους το πολύ. Την ίδια στιγμή βέβαια η τιμή του λαδιού έχει εκτοξευθεί στα ύψη φτάνοντας τα 10 ευρώ τιμή παραγωγού. Και μπορεί οι ελαιοπαραγωγοί να πήραν σημαντική ανάσα βλέποντας την τιμή του προϊόντος τους να διπλασιάζεται ή και να τριπλασιάζεται σε κάποιες περιπτώσεις, όμως, οι επιπτώσεις στην αγορά ήταν αρνητικές. Το προϊόν κατέστη ξαφνικά είδος πολυτελείας, αποτελώντας το τρόφιμο με τη μεγαλύτερη αύξηση σε πανελλαδικό και ευρωπαϊκό επίπεδο, με αποτέλεσμα οι τιμές που έχουν διαμορφωθεί να είναι απαγορευτικές για τους καταναλωτές.
Όπως χαρακτηριστικά μας λέει ο πρόεδρος του Συνδέσμου Τυποποιητών Ελαιουργών Κρήτης, Γιώργος Ανδρεαδάκης, παρά την κατακόρυφη μείωση της παραγωγής όχι μόνο στην Κρήτη και στην Ελλάδα, αλλά σε όλες τις ελαιοπαραγωγικές χώρες όπως η Ισπανία και η Ιταλία, οι καταναλωτικές ανάγκες καλύφθηκαν και δεν καταγράφονται ελλείψεις, με την έννοια ότι λόγω της τιμής οι καταναλωτές στρέφονται σε φθηνότερα έλαια. Και αυτό δεν αφορά μόνο τους μεμονωμένους καταναλωτές, αλλά και τον κλάδο της εστίασης, ο οποίος καθόλη τη διάρκεια του προηγούμενου έτους αναφέρονταν στην ακρίβεια του λαδιού, ενώ φαίνεται πως δεν είναι και λίγοι εκείνοι που το αντικατέστησαν με φθηνότερα έλαια.
Οι επιπτώσεις αυτές είναι αρνητικές για το προϊόν «χρυσάφι» της Κρήτης, οι θρεπτικές ουσίες του οποίου είναι αδιαμφισβήτητες μαζί με τα οφέλη του για την υγεία. Την ίδια στιγμή οι οικονομικές επιπτώσεις από τη συρρίκνωση της παραγωγής είναι μεγάλες για το νησί, όπου το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού παράγει λάδι.
Για τον λόγο αυτό χαρακτηρίζεται ως άμεση ανάγκη η λήψη κυβερνητικών πρωτοβουλιών, που ουσιαστικά αφορούν, όπως είπε στα «Ρ.Ν.» ο πρόεδρος της Ένωσης Αγροτικών Συνεταιρισμών Ρεθύμνου και μέλος του Δ.Σ. του ΟΠΕΚΕ, Γιάννης Γλεντζάκης, στην αύξηση της συνδεδεμένης επιδότησης προς τον παραγωγό, ώστε αυτός με τη σειρά του να πωλεί σε χαμηλότερη τιμή στον μεταποιητή και άρα η τιμή που θα φτάνει στο ράφι να είναι προσιτή στους καταναλωτές.
Το πρόβλημα φυσικά δεν αφορά μόνο στη φετινή χρονιά, αλλά μετατίθεται για τουλάχιστον μία χρονιά ακόμα, αφού οι δεδομένες καιρικές συνθήκες που επικρατούν στην Κρήτη δεν ευνοούν καθόλου την ανθοφορία κι έπειτα την καρπόδεση. Η εικόνα φαίνεται πως θα ξεκαθαρίσει το επόμενο τρίμηνο, όμως, θεωρείται δύσκολο να επανέλθει στα πρότερα επίπεδα η παραγωγή.
Για δραματική ελαιοκομική περίοδο κάνει λόγο ο πρόεδρος του Συνδέσμου Τυποποιητών Ελαιουργών Κρήτης, Γιώργος Ανδρεαδάκης, τονίζοντας χαρακτηριστικά: «Η κατάσταση είναι πολύ δραματική. Η παραγωγική χρονιά 2023-2024 που έκλεισε στην Κρήτη ήταν περίπου το 1/4 της περσινής παραγωγής. Αν εκτιμήσουμε ότι πέρυσι ήταν 130 χιλιάδες τόνοι, φέτος την παραχθείσα ποσότητα την υπολογίζουμε από 25 χιλιάδες μέχρι 30 χιλιάδες τόνους. Αυτή είναι η εκτίμησή μας. Επομένως έχουμε πολύ περιορισμένες ποσότητες λαδιού πρώτον και κατά δεύτερον η παγκόσμια κατανάλωση του λαδιού έχει υποχωρήσει κατά 50%. Δεν υπάρχει μεγάλο αγοραστικό ενδιαφέρον από το εξωτερικό ακριβώς λόγω αυτής της κατάστασης, διότι οι Ιταλοί έχουν ακόμη λάδι και χρησιμοποιούν το δικό τους και οι Ισπανοί έχουν αποθέματα, βγάζουν ακόμη λάδι και έχουν περισσότερο από πέρυσι τέτοιον καιρό αποθέματα. Άρα λοιπόν εάν δούμε την πτώση της παγκόσμιας κατανάλωσης σε σχέση με τη φετινή παραγωγή στη Μεσόγειο, θεωρώ ότι θα την καλύψει τη φετινή κατανάλωση χωρίς σπουδαία πράγματα. Από την άλλη μεριά οι παραγωγοί εκτιμούν ότι θα ανέβει η τιμή του λαδιού και δεν θα πουλάνε. Αυτήν τη στιγμή η τιμή του λαδιού κυμαίνεται 9-9,5 ευρώ απ’ ότι μπορώ να αντιληφθώ. Ίσως 8,80 ευρώ εάν κάποια λάδια δεν είναι ποιοτικά. Η τιμή του καταναλωτή μπορεί να φτάσει και 2,5-3 φορές πάνω για το λίτρο. Εδώ βλέπουμε τα πεντόλιτρα που έχουν πάει στα 120 και 130 ευρώ στο εξωτερικό. Άρα τριπλασιάζεται και στο εξωτερικό η τιμή. Όπως εδώ πήγε από τα 3 ευρώ στα 9,5 ευρώ, και εκεί υπάρχει η αντίστοιχη αύξηση, άρα η κατανάλωση πέφτει. Έχουν μπει και τα land oil. Πρόκειται για μίξη των ελαιόλαδων, έξτρα παρθένο, 20% κ.λπ., κάτι που έχει ψηφιστεί στην Ε.Ε., αρκεί να αναγράφεται στην ετικέτα αυτή η μίξη. Ποιος το ελέγχει δεν ξέρουμε. Η Ελλάδα δεν το έχει ψηφίσει ακόμη, αλλά μπορεί κάποιος να εισάγει από χώρες που το παράγουν και να πουλήσει. Αυτό για εμένα είναι και θάνατος του λαδιού. Εάν βάλεις αυτό το μείγμα μέσα στην εξίσωση γίνεται πολύ δύσκολο να προβλέψει κανείς την τιμή. Όλοι βράζουμε στο ίδιο καζάνι».
Ανησυχία για την ανομβρία
Παράλληλα ο κ. Ανδρεαδάκης εξέφρασε την αγωνία του για την πορεία της νέας ελαιοκομικής περιόδου, καθώς όπως είπε αν συνεχιστεί η ανομβρία η κατάσταση θα είναι εξαιρετικά δύσκολη για την ελαιοπαραγωγή: «Εάν δεν έχουμε αρκετές βροχές για να μπορέσουν τα δέντρα να ανοίξουν οι βολβοί τους και να καρποφορήσουν τότε την ίδια κατάσταση με φέτος θα έχουμε και του χρόνου. Εάν η παραγωγή αυξηθεί, μιλάω για τη Μεσόγειο και για την Ισπανία ειδικότερα και είναι μεγαλύτερη και ξεπεράσει τους 1 εκατομμύριο τόνους, τότε σίγουρα θα έχουμε μια εξισορρόπηση της τιμής προς τα πίσω. Όλα θα εξαρτηθούν από την καρποφορία των ελαιόδεντρων, η οποία θα φανεί μέχρι τον Απρίλη και τον Μάιο. Εκεί θα έχουμε την εκτίμηση, τώρα δεν μπορούμε ακόμη να μιλάμε. Όμως, όπως δείχνουν τα δεδομένα, μέχρι στιγμής οι βροχές είναι ελάχιστες. Ειδικά για την περιοχή της Μεσαράς, όπου είναι η μεγαλύτερη ελαιοπαραγωγός περιοχή της Κρήτης. Η εκτίμηση της νέας σοδειάς θα δώσει τιμή μετά τον Απρίλιο και τον Μάιο».
Γ. Γλεντζάκης: Αναγκαία η αύξηση των συνδεδεμένων ενισχύσεων στους παραγωγούς
Ο πρόεδρος της Ένωσης Αγροτικών Συνεταιρισμών Ρεθύμνου και μέλος του Δ.Σ. του ΟΠΕΚΕ, Γιάννης Γλεντζάκης μιλώντας στα «Ρ.Ν.» αναφέρθηκε στην κακή από πλευράς παραγωγής ελαιοκομική περίοδο, που είχε ως αποτέλεσμα να εκτοξευθούν στα ύψη οι τιμές και να είναι απαγορευτικές για τους καταναλωτές. Η κατάσταση αυτή, όπως ανάφερε, είναι αρνητική όταν το μεγαλύτερο μέρος του καταναλωτικού κοινού δεν μπορεί να έχει πρόσβαση στο κρητικό προϊόν λόγω της υψηλής του τιμής. Για το λόγο αυτό ο ίδιος τονίζει ότι είναι αναγκαία η αύξηση των συνδεδεμένων ενισχύσεων προς τους παραγωγούς, για τους οποίους λόγω της ακρίβειας το κόστος έχει εκτοξευθεί. Όπως είπε, αν αυξηθούν οι συνδεδεμένες ενισχύσεις προς τον παραγωγό τόσο για το λάδι όσο και για το γάλα -όπου έφερε ως παράδειγμα την τεράστια αύξηση στην τιμή της φέτας και της γραβιέρας που επίσης είναι απαγορευτική η τιμή τους- τότε οι τιμές στο ράφι θα υποχωρήσουν.
«Υπάρχει μεγάλη απώλεια της παραγωγής, καθώς υπήρχε μικρή διάρκεια βεντέμας. Δυστυχώς δεν ήταν αυτό που περιμέναμε, με αποτέλεσμα να καταγράφονται υψηλές τιμές στο προϊόν. Εγώ βέβαια είμαι επιφυλακτικός γιατί δεν με αρέσει το προϊόν να φτάνει στο ράφι σε αυτή την υψηλή τιμή, που είναι απαγορευτική για τους καταναλωτές. Το λαδί πρέπει, όπως και όλα τα αγροτικά προϊόντα, να μπορεί να τα παράξει ο παραγωγός αλλά να μπορεί να τα αγοράσει και ο καταναλωτής. Αυτής της άποψης είμαι. Δεν μ’ αρέσει το προϊόν, όπως γίνεται με το χαρούπι, τη μια χρονιά να είναι 1,30 ευρώ και την επόμενη να υποχωρεί στα 0,40 λεπτά. Το ελαιόλαδο λοιπόν αυτήν τη στιγμή είναι στα ύψη, περίπου 10 ευρώ το λίτρο, τιμή παραγωγού και το οποίο στο ράφι φτάνει σε απαγορευτική για τον μέσο καταναλωτή. Μας ενδιαφέρει ο καταναλωτής, γιατί όταν το προϊόν είναι ακριβό ο καταναλωτής στρέφεται σε προϊόντα υποδεέστερης ποιότητας και χάνεται η αγορά, όπως έχει γίνει και στη φέτα. Για το λόγο αυτό θεωρώ ότι, η κυβέρνηση πρέπει να δίνει τις συνδεδεμένες ενισχύσεις απευθείας στον παραγωγό για να μπορεί να παράξει. Αυτό που θέλουμε είναι η συνδεδεμένη που σήμερα είναι 0,10 λεπτά στο γάλα, να το πάει 0,30 λεπτά ή 0,40 λεπτά. Τώρα η επιδότηση δίνεται σε όλους που βγάζουν γάλα, αλλά είναι πολύ μικρή, είναι 0,10 λεπτά. Αυτή η επιδότηση δεν μπορεί να καλύψει το κενό.
Σήμερα που είναι η συνδεδεμένη γάλακτος 100 ευρώ για τον έναν τόνο, να δώσει η κυβέρνηση 300 ευρώ τον τόνο, για να μπορέσει να παράξει ο παραγωγός και για να μπορέσει και ο μεταποιητής να το πάρει σε μια λογική τιμή. Όταν το γάλα είναι 1 ευρώ, δεν συμφέρει τον παραγωγό να παράξει. Το κόστος παραγωγής είναι αυξημένο, όλοι ξέρουμε ότι από 7 η γραβιέρα αμέσως-αμέσως πάει 9,5 ευρώ, πως θα την πουλήσεις; Ενώ αν έκανε 1 ευρώ το γάλα θα έβγαινε 7 ευρώ. Άλλο 7 και άλλο 9.
Άρα αυτό που ζητάμε είναι το κράτος να δώσει τις συνδεδεμένες επιδοτήσεις στους παραγωγούς και να μπορέσει να παράξει και ο παραγωγός γάλα και λάδι, ώστε να μπορεί να το πάρει και ο καταναλωτής φτηνό. Αυτό μας ενδιαφέρει. Είναι κρίσιμο να διαφυλάξουμε τα ντόπια προϊόντα και να μην στρέφεται σε προϊόντα υποδεέστερης ποιότητάς και στα ξένα τυριά».