Η σπηλαιολογία είναι το πεδίο εκείνο που μελετά μέσα από μια επιστημονική σκοπιά τα σπήλαια ενός τόπου. Η Ελληνική Σπηλαιολογική Εταιρεία – Τμήμα Δυτικής Κρήτης, αποτελεί έναν θεμελιώδη φορέα για την ανακάλυψη και διατήρηση του «υπόγειου κόσμου» του νησιού. Με σταθερή παρουσία μέσα στα χρόνια, η Εταιρεία προχωρά σε συστηματική εξερεύνηση των σπηλαίων του Ρεθύμνου, περιοχής που είναι πλούσια σε γεωλογικούς σχηματισμούς διαθέτοντάς, μάλιστα, κάποια από τα πιο εντυπωσιακά και επιβλητικά της χωράς, όπως είναι αυτό του Μελιδονίου και των Ζωνιανών Μυλοποτάμου ή εκείνο του Γερανίου Ρεθύμνου.
Στα «Ρ.Ν.» μίλησαν ο Γιώργος Καλούδης, πρόεδρος της Ελληνικής Σπηλαιολογικής Εταιρείας – Τμήμα Δυτικής Κρήτης και ο Χάρης Στρατιδάκης, μέλος της Εταιρείας και συγγραφέας του βιβλίου «Τα Σπήλαια του Ρεθύμνου» (εκδ. ΓΡΑΦΟΤΕΧΝΙΚΗΣ ΚΡΗΤΗΣ, 2017), σημειώνοντας και οι δύο την ιδιαίτερη σημασία των σπηλαίων του Ρεθύμνου όπου με τη φυσική ομορφιά τους και την ιστορική τους αξία, αναδεικνύουν τη σύνδεση του ανθρώπου με τη φύση και τη μακρά παράδοση του νησιού, αποτελώντας τελικά ανεκτίμητο κομμάτι της πολιτιστικής κληρονομιάς της Κρήτης.
Πάνω από 1.000 σπήλαια μετράει ο νομός Ρεθύμνου
Σύμφωνα με τον Γιώργο Καλούδη, ο γεώκοσμος της Κρήτης εν γένει βρίθει από σπηλαιολογικούς σχηματισμούς και μάλιστα στο νησί εντοπίζονται τα μισά σπήλαια της Ελλάδας, με τον νομό Ρεθύμνου, όπως επιβεβαιώνει και ο κ. Στρατιδάκης, να είναι πάνω από 1.000. Ο κ. Καλούδης, παράλληλα, επισημαίνει πως η αξία ενός σπηλαίου δεν καθορίζεται από το μέγεθός του: «Δεν καθορίζει το μέγεθος τη σημασία του σπηλαίου. Μπορεί να είναι πολύ μικρό και να έχει ενδιαφέρον. Μπορούμε να πούμε ότι υπάρχουν πάνω από 1.000 σπήλαια καταγεγραμμένα στον νομό Ρεθύμνου. Είναι περίπου 4.500 και λίγο παραπάνω στην Κρήτη. Και περίπου 10.500 σε όλη την Ελλάδα. Δηλαδή τα μισά σπήλαια όλης της Ελλάδας βρίσκονται στην Κρήτη. Άρα σημαίνει ότι υπάρχει πάρα πολύ ενδιαφέρον, πάρα πολλή δουλειά που μπορεί να γίνει και πάρα πολλά πεδία έρευνας για τους επιστήμονες που ασχολούνται με αυτό το κομμάτι», καταλήγει, ενώ τονίζει πως καθένα έχει τη δική του ομορφιά, ταυτότητα και «κρυφή» αίγλη.
Από την πλευρά του, ο κ. Στρατιδάκης, αναφορικά με το που συναντάμε συνήθως τα σπήλαια, αναφέρει: «Η Κρήτη, είναι «ευνοημένη» από σπήλαια, είναι ένα ασβεστολιθικό νησί όπου καταλαμβάνουν ιδιαίτερο ρόλο στη σχέση τους με τον άνθρωπο. Σε κάποιες περιοχές μπορεί να έχουμε περισσότερα. Για παράδειγμα, η επαρχία του Αγίου Βασιλείου δεν βρίθει σπηλαίων σε αντίθεση με τον Μυλοπόταμο. Τον Μυλοπόταμο από όπου κι αν τον πιάσεις θα βρεθείς πάνω σε σπήλαια. Υπάρχουν ολόκληρες περιοχές που πρέπει να είσαι ιδιαίτερα προσεκτικός να μην πέσεις μέσα σε κατακόρυφα σπήλαια, όπως το σπήλαιο «Κολιακουδε». Γιατί τα σπήλαια δεν είναι μόνο οριζόντια. Στη σπηλαιολογική έχουμε παιδιά που παίρνουν μέρος και σε διεθνείς αποστολές εξειδικευμένα στην εξερεύνηση τέτοιων σπηλαίων. Υπάρχουν και πολύ εντυπωσιακά όπως αυτό στην Κάλυβο το οποίο είναι στρέμματα μέσα στη γη, μια απίστευτη φυσική μορφή».
Την ίδια ώρα ο κ. Καλούδης, επισημαίνει πως σπήλαια, μπορεί να βρεθούν ακόμα και στα πιο απίστευτα μέρη, αφήνοντας να εννοηθεί πως είναι πολλά ακόμα εκείνα που δεν έχουν ακόμα ανακαλυφθεί: «Εντοπίζονται σπήλαια στα πιο απίθανα μέρη. Αν κρίνεις ότι ο αριθμός στο Ρέθυμνο είναι πάνω από 1.000, που σημαίνει ότι είναι πάρα πολλά, άρα είναι και πολλά αυτά που δεν έχουν βρεθεί ακόμα ή δεν έχουν καταγραφεί. Δεν είναι κριτήριο η είσοδος των σπηλαίων για το μέγεθός τους. Μπορεί να είναι μεγάλο και απλά να είναι μια μικρή στοά μέσα σε ένα βράχο αλλά μπορεί να είναι μια πολύ μικρή είσοδος και να είναι τεράστιο στο μέγεθος. Άρα μπορεί να σημαίνει ότι κάποιες μικρές εσοχές στο έδαφος ή πύλες να οδηγούν σε ένα πολύ μεγάλο χώρο μέσα στη γη. Και επειδή τα πετρώματα της Κρήτης είναι σχετικά μαλακά για αυτό έχουμε και τόσο μεγάλο αριθμό. Και σίγουρα κάποια μέρη δεν καλλιεργούνται πλέον από τον άνθρωπο, επομένως καλύπτονται από δέντρα και θάμνους και αυτό σημαίνει ότι ίσως εκεί να υπάρχουν πάρα πολλά πράγματα τα οποία δεν έχουμε εντοπίσει. Άρα σίγουρα υπάρχουν πολλά περισσότερα σπήλαια και αυτό είναι ένα ωραίο κομμάτι».
Η αξία των σπηλαίων για την επιστημονική κοινότητα
Η εμφάνιση των σπηλαίων αποτελεί ένα ενδιαφέρον πεδίο έρευνας και αρκετά χρήσιμο για την επιστημονική έρευνα, καθώς παρέχει πολλές πληροφορίες που αφορούν όχι μόνο τους σπηλαιολόγους ή τους γεωλόγους αλλά ακόμα και τους αρχαιολόγους και τους λαογράφους. Ο κ. Καλούδης εξηγεί: «Τα σπήλαια έχουν και αρχαιολογική αξία. Γενικά το σπήλαιο είναι ένα «κουτί» μέσα στον χρόνο το οποίο έχει κάποια μυστικά και μας τα δίνει. Μπορεί να βρεθούν εντός του ευρήματα αρχαιολογικά ή μικροοργανισμοί ιδιαίτεροι. Όλα τα σπήλαια έχουν κάτι που μας το δείχνουν ή μας το δίνουν με τον τρόπο τους, μετά από έρευνα, βέβαια, και μετά από μελέτη».
Ενώ ο κ. Στρατιδάκης συμπληρώνει: «Τα σπήλαια αποτελούν αυτό που λέω εγώ το «μαύρο κουτί» της ανθρωπότητας. Εκεί είναι καταγεγραμμένες μια σειρά από πληροφορίες και για τη διαμόρφωση της γης αλλά πολύ περισσότερο και για το πέρασμα του ανθρώπου. Στο σπήλαιο στο Γεράνι, για παράδειγμα, τρεις άνθρωποι εγκλείστηκαν από ένα σεισμό, ο οποίος μετακίνησε κάποιον πολύ μεγάλο βράχο και έκλεισε τη φυσική είσοδό του. Η τωρινή, όσοι έχουμε πάει, ξέρουμε ότι είναι μια τεχνητή. Οι άνθρωποι απέμειναν εκεί και υπέμειναν όχι έναν στιγμιαίοι θάνατο αλλά έναν βραδύ μέσα σε ένα περιβάλλον όπου δεν μπορούσαν να ξεφύγουν πια. Αυτές είναι περιπτώσεις που δίνουν άπειρες πληροφορίες στους αρχαιολόγους. Οι βιολόγοι έχουν να πάρουν άλλες πληροφορίες γιατί τα σπήλαια συνήθως έχουν και κάποιες μορφές ζωής μέσα μερικές από τις οποίες είναι πολύ μοναδικές. Υπάρχουν οργανισμοί οι οποίες ζουν σε ορισμένα μόνο σπήλαια και μπορεί σε μια ορισμένη μόνο λιμνούλα του σπηλαίου. Υπάρχουν κλάδοι τεράστιοι των επιστημών οι οποίοι ειδικεύονται στα σπήλαια».
Τέλος, ο Χάρης Στρατιδάκης, αναλύει και το ειδικό πεδίο στο οποίο εξειδικεύεται η προσωπική του έρευνα που αφορά στις σπηλαιώδεις εκκλησίες, όπου αναφέρει ότι στο Ρέθυμνο έχει καταγράψει και επισκεφθεί 131: «Ένας άλλος τομέας, ο οποίος εγώ ειδικεύομαι, και δεν είναι δεδομένος για άλλους σπηλαιολόγους, είναι ο τομέας σπηλαιωδών εκκλησιών ή «βραχοκκλησιών». Για 36 χρόνια ψάχνω για σπηλαιώδεις εκκλησίες. Βρίσκομαι μπροστά σε ένα απίστευτο φαινόμενο με 131, μέχρι στιγμής, στον νομό Ρεθύμνης να έχω καταγράψει και επισκεφθεί, τις ίδιες ή και τα σπαράγματα, γιατί δυστυχώς η λατρεία σε πολλές από αυτές δεν συνεχίστηκε για πολλούς λογούς. Αυτό δείχνει ότι οι άνθρωποι ευλαβούνταν υπό των βράχων και ευλαβούνται μέχρι σήμερα. Μερικά από τα μεγαλύτερα προσκυνήματα του Ρεθύμνου όπως στην Πατσό και στο Βένι είναι σε σπήλαια».
Το έργο της Ελληνικής Σπηλαιολογικής Εταιρίας – Τμήμα Δυτικής Κρήτης
Το Τμήμα Δυτικής Κρήτης της Ελληνικής Σπηλαιολογικής Εταιρείας αποτελεί έναν εθελοντικό φορέα που σύμφωνα, με τον πρόεδρό του, Γιώργο Καλούδη, κύριο στόχο έχει να προβάλλει την αξία των σπηλαίων, ιδίως, της Κρήτης, λειτουργώντας, μάλιστα, ανελλιπώς κάθε Τετάρτη 18:00 – 21:00 μ.μ. μόνιμη έκθεση που περιλαμβάνει φωτογραφικό υλικό, ορυκτά, θεματική βιβλιοθήκη και βιτρίνα απολιθωμάτων, στον χώρο του τμήματος, στον όροφο τον ενετικού ναού τον Αγίου Λαζάρου στην οδό Πατελάρου 14 στην παλιά πόλη. Ο κ. Καλούδης εξηγεί: «Εμείς πρώτα από όλα είμαστε εθελοντές. Η δουλειά μας είναι να κατανοήσει ο κόσμος τι σημαίνει σπηλαιολογία, να κάνουμε μια έρευνα, να διαδώσουμε την ιδέα της σπηλαιολογίας και να μάθουμε τον κόσμο να εκτιμά και να αγαπάει αυτό που έχει γιατί είναι πραγματικά κάτι υπέροχο. Προσπαθούμε – στο πλαίσιο που μας επιτρέπει ο νόμος γιατί είναι αυστηρό το καθεστώς που έχει σχέση με τα σπήλαια- να μπορέσουμε να κάνουμε την έρευνά μας ώστε να τα αναδείξουμε. Και για αυτόν τον λόγο έχουμε κάνει και την έκθεσή μας που μπορεί να την επισκεφθεί κάποιος και να καταλάβει τι σημαίνει σπηλαιολογία, να δει εικόνες, αντικείμενα έρευνας και να κατανοήσει περισσότερο το θέμα».
Παράλληλα, η Εταιρεία επιτελεί διαχρονικά και ένα μεγάλο έργο στην έρευνα των σπηλαίων, προσεγγίζοντάς την μάλιστα ολιστικά, έχοντας στο δυναμικό της καταρτισμένους επιστήμονες και, συνάμα, διαθέτει εξειδικευμένους εθελοντές που παίρνουν μέρος σε αποστολές εξερεύνησης σπηλαίων, όπως αναφέρει ο κ. Χάρης Στρατιδάκης: «Γενικά διαφέρει το Τμήμα Δυτικής Κρήτης – διέφερε πάντα – καθώς ήταν πολύ πιο «διαβαστερό» και είχε περισσότερες γνώσεις. Δηλαδή διέθετε πάντα γεωλόγους, λαογράφους, ιστορικούς. Αυτό είναι δεν είναι δεδομένο για όλες της Σπηλαιολογικές Εταιρείες. Αυτό που «πάσχαμε» ήταν στην εξερεύνηση κατακόρυφων σπηλαίων όπου τα τελευταία χρόνια έχουμε και τέτοιο τμήμα. Γενικά είμαστε αυτή τη στιγμή, μετά το ΣΠΟΚ του Ηρακλείου, το μοναδικό τμήμα της Ελληνικής Σπηλαιολογικής Εταιρείας με σταθερή ενεργή παρουσία και μάλιστα μεγάλη μέσα στον χρόνο. Σταθερά δουλεύομε. Έχουμε βιβλιογραφία που δεν έχει κανέναν άλλο τμήμα στην Ελλάδα αυτή τη στίμη. Μεταξύ των οποίων έχω δώσει και εγώ ένα βιβλίο για τα σπήλαια, έκδοσης Γραφοτεχνικής. Εξακολουθούμε να ερευνούμε επιστημονικά και ολιστικά».