Θυμάσαι τη χρονιά που σταμάτησες σαν παιδί να κρατάς το χέρι του πατέρα ή της μητέρας σου στους περιπάτους σας;
Δύσκολο ερώτημα. Τώρα πια η μητέρα ή ο πατέρας σού πιάνει το χέρι για να κάνει λίγα βήματα υποβοηθούμενος, έχοντας φτάσει πλέον σε ηλικία υπερήλικα. Και το μόνο που αναθυμάται, σου λέει και σου ξαναλέει, είναι ιστορίες που ήσουν μικρός τόσος δα και σε κρατούσε στην αγκαλιά του.
Η αλήθεια είναι ό,τι πιο ενδιαφέρον διαθέτει η λογοτεχνία. Να πούμε όλα όσα μας έχουν συμβεί ενώ είμαστε ζωντανοί. Να μην διηγηθούμε τη ζωή μας, αλλά την αλήθεια. Η αλήθεια είναι μια οπτική γωνία που αμέσως λάμπει αφ’ εαυτής. Οι περισσότεροι άνθρωποι ζουν και πεθαίνουν χωρίς να έχουν αντικρίσει την αλήθεια. Το κωμικό της ανθρώπινης φύσης είναι ότι δεν χρειάζεται την αλήθεια, ότι τη θεωρεί κόσμημα, ένα ηθικό κόσμημα. Μπορούμε να ζήσουμε χωρίς την αλήθεια, αφού η αλήθεια είναι μια από τις πιο εκλεκτές μορφές ματαιοδοξίας.
Ο πατέρας μου ήταν καλλιτέχνης της σιωπής. Πέθανε νωρίς και πήρε μαζί του όλα τα μυστικά και τις αλήθειες του.
Αυτό που με ενώνει με τη μητέρα μου ήταν και εξακολουθεί να είναι ένα μυστήριο το οποίο δεν ξέρω αν θα καταφέρω να το ξεδιαλύνω.
Η μητέρα μου υπήρξε καλλονή για τα δεδομένα της εποχής της και συνοδευόταν από καλή προίκα. Ήταν λοιπόν περιζήτητη. Η ιδέα του «κομψού» όμως είναι ευμετάβλητη και ιδιότροπη. Τώρα στα γεράματα η αλλοτινή ομορφιά έχει εκλείψει, κι ο καθρέπτης αντικατοπτρίζει ένα είδωλο που τρομάζει στην εικόνα.
Περιμένω τις αλήθειες της μητέρας σαν με κρατά από το χέρι για να κάνει τα λιγοστά βήματα της ημέρας, και ευελπιστώ να μην με απογοητεύσει και να μην μας υπονομεύσουν η αμνησία, η άνοια κι η παραίτηση που καραδοκούν.