Με τις ευρωεκλογές να είναι προ των πυλών και τις προσπάθειες για μειώσεις του ενός κόμματος στο άλλο, με κάθε δυνατό και αδύνατο μέσο, για την άγρα ψήφων, παραθέτω ένα κείμενο που μας αφορά. Αν και γράφτηκε πριν από πάνω από 2 χιλιάδες χρόνια, θεωρώ ότι είναι, εξαιρετικά επίκαιρο.
Στο βιβλίο του Κωνσταντίνου Τσάτσου «Αφορισμοί και διαλογισμοί (β’ σειρά) (Εστία, 2η έκδ. 1970, σελ. 243 κ.ε.)» υπάρχει ένα εκπληκτικό κείμενο από επιστολή Ρωμαίου που αφορά τους Έλληνες. Ο Ρωμαίος συγκλητικός Μενένιος Άπιος που έζησε στην Ελλάδα επί ρωμαιοκρατίας, έστειλε επιστολή στον ανθύπατο Ατίλιο Νάβιο, που τοποθετήθηκε στην Αχαΐα ως διοικητής, στην οποία επιστολή αναλύει τους χαρακτήρες των Ελλήνων για να τον διευκολύνει να τους διοικήσει καλύτερα. Η επιστολή αυτή μεταφράστηκε από τα Λατινικά από τον Κωνσταντίνο Τσάτσο και επειδή δεν έχει χρονολογία γραφής, εικάζεται, ότι πρέπει να γράφτηκε στα προχριστιανικά χρόνια. Η πρώτη δημοσίευση είχε γίνει στο περιοδικό Νέα Εστία.
Διαβάζοντάς το, δεν απέφυγα τη σκέψη ότι θα ήταν το καλύτερο γιατροσόφι σε όλες τις παθογένειες του λαού μας, αν κάποιες φορές κοιταζόμαστε στον καθρέφτη της ιστορίας μας και διδασκόμαστε απ’ αυτόν!
Γράφει λοιπόν Μενένιος Άπιος στον Ατίλιο Νάβιο συνοπτικά: «Είναι περίεργο, ότι μια πόλη, η Ρώμη, πως έφθασε να κυβερνά από τον Περσικό κόλπο έως τη Μαυριτανία, από τους Αιθίοπες ως την Καληδονία, δηλαδή από τη Βρετανία ως το Ιράκ, ως την Περσία, από την Αφρική έως και την Ευρώπη. Όμως σ’ αυτούς τους λαούς έχουμε υποχρέωση να τους παρέχουμε ασφάλεια και ευημερία. Ο πρώτος, που το εφάρμοσε αυτό, ήταν ο Αλέξανδρος. Ευτυχώς που πέθανε νέος, γιατί δε θα μπορούσαμε να κυριαρχήσουμε εμείς. Πρέπει να κατασκευάζουμε υδραγωγεία, δρόμους, γέφυρες και τεχνικά έργα που κάνουν τη ζωή των ανθρώπων πιο άνετη.
Πρέπει ακόμα να προάγουμε τη μόρφωση, τη σοφία, την ποίηση και την τέχνη στις δυτικές επαρχίες, γιατί αλλού το έπραξαν και το πράττουν και τώρα ακόμα οι Έλληνες.
Μάθε φίλτατέ μου Ατίλιε, για να είμαστε κοσμοκράτορες πρέπει να είμαστε και ιππότες στη συμπεριφορά μας.
Οι Έλληνες είναι πιο εγωιστές από μας και από όλα τα έθνη. Κατά το ρητό του Πρωταγόρα για τους Έλληνες «Πάντων χρημάτων μέτρον» και εννοούσε το Έλληνα. Ο Έλληνας είναι άτομο αδέσμευτο, αυθαίρετο, ατίθασο και ελεύθερο. Υψώνει το εγώ του. Αυτοί πρώτοι οι Έλληνες σκέφθηκαν πηγαία.
Χάρη σ’ αυτούς τους Έλληνες σκεφτόμαστε κι εμείς. Βλέπουμε με τα μάτια τα δικά τους.
Η σκέψη των Ελλήνων δεν μπαγιατεύει, είναι πάντα επίκαιρη και δροσερή. Το μυαλό των Ελλήνων είναι η πηγή του καλού και του κακού. Το μυαλό τους δημιούργησε ιδανικά πολιτικά συστήματα, αλλά το εγώ τους καταστρέφει ακόμα και έργα και πολιτείες. Ο Έλληνας με τον εγωισμό του καταπατεί και έργα τέχνης και ιδανικά έργα.
Τότε που ήταν οι Έλληνες στην καταστροφική τους τάση, τους κυριαρχήσαμε. Εμείς τους κατηγορούμε αλλά άδικα, αυτοί ήταν οι πρωτοπόροι του πολιτισμού. Ο Έλληνας περιφρονεί το νόμο. Δεν παραδέχεται άλλη κρίση μόνο τη δικιά του. Δεν πιστεύει στο νόμο, παρά μόνο αν τον συμφέρει ατομικά. Αλλάζουν νόμους κάθε τόσο κι αν δεν μπορούν, τους αντιμετωπίζουν εχθρικά, μεταχειριζόμενοι τη βία ή το δόλο. Επινοούν σοφιστικούς λόγους και οι νόμοι τους γίνονται ράκη.
Ο Έλληνας έχει αδύναμη μνήμη στα δεινά των πολιτικών. Είναι ευκολόπιστος. Δεν είναι σταθερός. Είναι ανυπόμονος. Μόλις δυσκολέψουν λίγο τα πράγματα, κάνει μεταρρυθμίσεις στους νόμους.
Για να σαγηνεύσεις την εκκλησία του Δήμου μιας ελληνικής πόλης, δώσε υποσχέσεις και θα τους έχεις με το μέρος σου. Μ’ αυτές χορταίνουν οι Έλληνες. Ανάμεσα σε λίγους Έλληνες θα βρεις εύκολα ένα Αλκιβιάδη (εννοείται επιπόλαιο και αλλοπρόσαλλο) που επάνω από την πατρίδα του ο Έλληνας βάζει το εγώ του, το ατομικό του συμφέρον.
Οι Έλληνες λίγα πράγματα σέβονται. Δίκαιος είναι ένας νόμος, αν τους εξυπηρετεί. Την ολότητα, το συμφέρον της ολότητας δεν το λογαριάζουν. Αλλά κι εμείς οι Ρωμαίοι φοβάμαι, ότι θα καταντήσουμε ατομιστές. Όμως οι Έλληνες στον κατήφορο είναι πρωταγωνιστές δηλαδή προς το κακό σπεύδουν γρηγορότερα, ενώ προς το καλό οδοιπορούν αργά. Καλέ μου Νάβιε, ο Έλληνας για το συμπολίτη του αδιαφορεί, αλλά αν το πράξει, το κάνει για να δείξει την υπεροχή του. Όμως για τους ξένους ενδιαφέρεται για να δείξει τον ανώτερο πολιτισμό του. Ποτέ ο Έλληνας δεν παραδέχεται την αξία του ομότεχνού του, αν δε του δοθεί η ευκαιρία, τον απαξιώνει. Δεν χαίρεται για τον έπαινο των άλλων, όμως επιχαίρει για τον ψόγο του άλλου ή των άλλων.
Ο Έλληνας είναι εγωκεντρικός. Όταν ένας συμπολίτης του δεν αναγνωρίζεται, αδιαφορεί με το σκεπτικό, ότι αφού δεν αναγνωρίζομαι εγώ, ας μείνει κι αυτός στην αφάνεια. Ακόμα και τους νεκρούς τους αφήνουν ατίμητους οι Έλληνες. Το μίσος για τους Έλληνες είναι ηδονισμός. Η συναδέλφωση στους Έλληνες γίνεται, όταν συμπίπτουν τα συμφέροντά τους.
Τώρα κι εμείς οι Ρωμαίοι βαδίζουμε προς το δρόμο των Ελλήνων. Και οι δικοί μας εγωισμοί γίνονται ωμότεροι και βιαιότεροι και θα σκεπάσουν στο μέλλον τη Ρώμη. Ο Έλληνας εφεύρε τρόπους να εκδηλώνει το φθόνο του, να γκρεμίζει τον καλύτερό του. Από τη δολοφονία προτιμά τη συκοφαντία, είναι κι αυτός ένας φόνος διακριτικός. Του αρέσει η ατίμωση. Οι Έλληνες είναι φιλότεχνοι, αλλά και δημιουργοί του καλού και του κακού λόγου. Μιλάνε υποθετικά για κείνον που θέλουν να διώξουν και τον σκοτώνουν χωρίς να το δολοφονούν. Η συκοφαντία είναι το αγχέμαχο όπλο τους.
Ο Έλληνας πιστεύει μόνο στη δική του γνώμη, ο δε ηγέτης δε θέλει να ακούσει και τη γνώμη των άλλων που το έργο θα γίνει τελειότερο, διότι το έργο για να τελειωθεί, πρέπει να το δουλέψουν κι άλλοι, ενώ ο Έλληνας θέλει μόνο το δικό του όνομα να ταυτιστεί με το έργο. Σε πρώτη θέση μπαίνει το εγώ και σε δεύτερο το έργο. Οι Έλληνες πάσχουν από εγωπάθεια γι’ αυτό κι εμείς οι Ρωμαίοι που ήμασταν κατώτεροί τους, καταφέραμε και πήραμε την εξουσία από τα χέριά τους, ενώ αυτοί ήταν κοσμοκράτορες.
Κάθε έργο πρέπει να είναι συλλογικό και σε διαδοχικές γενιές να τελειώνει για να έχει μακρόχρονη πνοή. Τα έργα πρέπει να είναι υπερπροσωπικά. Η πολιτική σκέψη στην Ελλάδα λείπει. Ο ένας πολιτικός φθείρει τον άλλο μέχρι εξοντώσεως με συνεχή σύγκρουση. Οι Έλληνες έχουν σκέψη δυνατή και αγωνιστική διάθεση. Όμως έχουν άρρωστο χαρακτήρα. Δεν ενώνονται για να γίνει ένα έργο, αυτοκαταστρέφονται.
Γι’ αυτό οι Έλληνες υπέφεραν δεινά και θα υποφέρουν στο μέλλον τα οποία οφείλονται στη φιλοπρωτία που είναι η νόμιμη θυγατέρα του εγωισμού τους. Μήπως υπερβάλλω γι’ αυτά που λέω για το θαυμαστό γένος των Ελλήνων; Αλλά και αυτούς που διάβασα τον Αριστοφάνη, το Δημοσθένη, τον Ευριπίδη, το Θεόφραστο, τον Επίκουρο, το Ζήνωνα και το Χρύσιππο βεβαιώνουν περίπου τα ίδια, άρα δεν είμαι άδικος. Την ύβριν οι Έλληνες την ξέχασαν. Όταν οι Έλληνες επιδιώκουν ισότητα δεν είναι, διότι θέλουν δικαιοσύνη, αλλά ο άλλος να μην υπερέχει απ’ αυτούς. Μια και εγώ δεν αξίζω να ανεβώ υψηλοτέρα, τότε να μην ανέβεις κι εσύ.
Ο Έλληνας γεννιέται με την τάση της υπεροχής. Οι Έλληνες είναι αφεντάδες της γνώσης και καυχώνται πολύ. Επαινούν τη δικιά τους αρετή, το δικό τους προτέρημα και υποτιμούν τα κατορθώματα των άλλων ή τις αρετές των συμπολιτών τους. Οι Έλληνες έχουν πάθη. Οι περισσότεροι δε διδάσκονται από τα λάθη των κυβερνητών και των πολιτικών ηγεμόνων της ιστορίας τους και κάνουν τα ίδια λάθη και θα συνεχίσουν να κάνουν.
Ο τόπος των Ελλήνων είναι μακάριος, όμως οι Έλληνες δεν αφήνουν τον ηγέτη να κυβερνήσει, αλλά θέλουν οι γύρω του εκ του αφανούς να κυβερνούν αυτοί. Οι Έλληνες μπορεί να είναι εγωπαθείς, αλλά έχουν και καλές πλευρές. Έχουν προοδέψει στο λόγο, στη σοφία, στην ποίηση, στις τέχνες, στις επιστήμες, στο εμπόριο και στον πόλεμο ακόμα κι από όλα αυτά αναβλύζει η δόξα τους.
Εμένα οι Έλληνες με γοητεύουν, είναι οι δάσκαλοί μου. Όμως όσο ο χρόνος περνά η δόξα των Ελλήνων μικραίνει κι ακόμα εξ αιτίας των ελαττωμάτων τους θα μικραίνει. Ο εγωισμός κάνει τους Έλληνες καλούς στρατιώτες, γενναίους, ριψοκίνδυνους και τολμηρούς, αλλά δεν εκμεταλλεύονται τη δόξα τους. Μη νομίσεις Ατίλιε, ότι όλες αυτές οι κρίσεις που γράφω είναι δικές μου, τις διδάχτηκα από τον Επίκτητο.
Νέος άκουσα τον Επίκτητο να λέει, ότι οι Έλληνες κάποτε είχαν ένα κόσμο, την Ατλαντίδα που την κάλυψαν τα νερά του ωκεανού, ήταν κόσμος προοδευμένος. Τους Έλληνες μην τους κατηγορείς μπροστά τους ή συνεχώς, γιατί, αν ξυπνήσει η περηφάνια τους, γίνονται αμείλικτοι διώκτες.
Οι Έλληνες έχουν υπεροψία, αλλά και φιλοτιμία πρωτοφανή. Τώρα είναι γκρεμισμένοι ευγενείς. Έχουν σωρεία αντιφάσεων. Άλλες ώρες είναι Έλληνες κι άλλες γραικύλοι, τιποτένιοι, παράδοξοι.
Μη δώσεις ποτέ στον Έλληνα την εντύπωση, ότι του αφαίρεσες την ελευθερία. Άφησέ τον να φωνάζει, να θορυβεί, να εκφράζει την πολιτική του μανία, έως εκεί που δεν θίγονται τα συμφέροντα της αυτοκρατορίας μας. Να χρησιμοποιείς αυτούς που διαφωνούν εναντίον εκείνων που αντιδρούν.
Οι διαταγές προς τους Έλληνες δεν ωφελούν, χρησιμοποίησε το διάλογο. Δίνε την εντύπωση, ότι υποχωρείς. Μην απειλείς τους Έλληνες με τις λεγεώνες. Μην κάνεις τον παλληκαρά στους ηγήτορες των πόλεων. Άφησέ τους να κάνουν μόνοι τους ελιγμούς. Ακόμα τρέφονται με την οπτασία των περασμένων μεγαλείων τους. Μην πολύ επεμβαίνεις στα εσωτερικά των πόλεών τους.
Αυτά έγραψε στην επιστολή του ο Μενένιος Άπιος που ήταν προχωρημένης ηλικίας και ύπατος, προς τον νεότερο φίλο του, τον ανθύπατο Ατίλιο Νάβιο πιθανότατα δύο δεκαετίες πριν τη γέννησή του Χριστού, όταν πλέον όλος ο Ελληνισμός ήταν υπό την εξουσία της Ρώμης.
Το ότι έχουμε και σήμερα το 2024 μ.Χ. τα ίδια προτερήματα και τα ίδια ελαττώματα που μας κατέβασαν στα τελευταία σκαλοπάτια του κόσμου, ακροβατώντας πάντα σε τεντωμένο σχοινί, για την επιβίωση μας σαν έθνος και κράτος, θεωρώ ότι είναι μια επιπλέον απόδειξη, ότι είμαστε απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων. Τα προτερήματά μας είναι πολλά αναμφισβήτητα, που τα ζηλεύουν ακόμη όλοι οι λαοί του κόσμου, αλλά οι αυτοκαταστροφικές επιλογές μας ήταν και παραμένουν πάντα ένα από τα βασικά ελαττώματά μας. Αν δεν καταφέρουμε στο μέλλον να τα καταπολεμήσουμε, είναι αυτονόητο μάλλον ότι κινδυνεύουμε με αφανισμό. Μπορεί να επιζήσαμε από Ρωμαίους, Άραβες, τούρκους, ενετούς κτλ, αλλά στη νέα τάξη πραγμάτων που έχει διαμορφωθεί σε παγκόσμιο επίπεδο χρειάζονται γενναίες αποφάσεις και πράξεις ουσίας. Μέχρι τώρα ποτέ δεν καταφέραμε να καταπολεμήσουμε ουσιαστικά τα ελαττώματά μας. Το εγώ και ο ατομισμός μας δυστυχώς είναι καρκινώματα που συνεχίζουμε να τα εκτρέφουμε, αγνοώντας πεισματικά τις καταστροφικές τους συνέπειες.