Μέρος 2ο
Η κομισιόν δε φοβάται επισιτιστική αστάθεια. Δε μας λέει όμως και πως θα αντιμετωπίσει το θέμα της εκτίναξης των τιμών αγροτικών προϊόντων, της φτώχειας στην προμήθεια λιπασμάτων και στην εκτίναξη των τιμών ενέργειας… Όπως επίσης, δε μας εξηγεί πως Έλληνες καταναλωτές με την τρομακτική ανεργία που μονίμως κρύβουν οι κυβερνήσεις και τους άθλιους μισθούς, θα προμηθεύονται τρόφιμα, όπως και άλλοι ευρωπαϊκοί λαοί με αδύναμους προϋπολογισμούς. Ή έπεσαν οι μάσκες και τώρα όταν λέμε Ευρωπαϊκή Ένωση εννοούμε μερικές πλούσιες χώρες του Κέντρου και του Βορρά της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που δεν έχουν πρόβλημα να πληρώσουν τα αργεντίνικα ακτινίδια 8€ ή τα βραζιλιάνικα πορτοκάλια 4€;
Μόλις στις 19 Απριλίου 2022 η γνωστή εταιρεία συμβούλων Mckinsey κάνει λόγο για τον αυξανόμενο κίνδυνο παγκόσμιας επισιτιστικής κρίσης, και τον πόλεμο στην Ουκρανία που αποτελεί διαφαινόμενη απειλή για την παγκόσμια προσφορά τροφίμων.
– Η πανδημία. Τα τελευταία δύο χρόνια, η παγκόσμια πανδημία έχει σαφώς δοκιμάσει, και σε πολλές περιπτώσεις απέδειξε, την ανθεκτικότητα του συστήματος τροφίμων.
– Κλιματικά φαινόμενα: Οι συγκλίνουσες διαταραχές έχουν στείλει τις τιμές των τροφίμων στα ύψη. Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, μία από τις έξι περιοχές ψωμιού στον κόσμο, κινδυνεύει να βυθίσει το σύστημα τροφίμων σε παγκόσμια κρίση.
– Στην εφοδιαστική αλυσίδα βλέπουν ένα φαινόμενο πίεσης που προέρχεται από τη ζωτικής σημασίας εξαγωγή λιπασμάτων, η οποία αποτελεί τον σημαντικότερο παράγοντα απόδοσης για τους αγρότες παγκοσμίως. Μόνο η Κίνα, η οποία έχει αυξήσει σημαντικά το στρατηγικό της απόθεμα κατά περισσότερο από 70 τοις εκατό από το 2008 φαίνεται να γλυτώνει τους επερχόμενους κλυδωνισμούς. Αλλά πολλές άλλες αγορές στον κόσμο δεν βρίσκονται στο ίδιο επίπεδο ετοιμότητας. Η περιοχή Ουκρανίας-Ρωσίας είναι υπεύθυνη για περίπου το 30 τοις εκατό των παγκόσμιων εξαγωγών σιταριού και το 65 τοις εκατό του ηλίανθου, σε ένα πλαίσιο, όπου οι αγορές αυτές είναι όλο και πιο σφιχτές και διασυνδεδεμένες – οπότε μια μικρή διαταραχή της προσφοράς επιδρά στις τιμές. Άρα η παγκόσμια προσφορά τροφίμων κινδυνεύει.
Για να κατανοήσουμε τι σημαίνει αυτό, για 60 με 150 εκατομμύρια ανθρώπους δε θα γίνει θερμιδική πρόσληψη, άρα οδηγούνται κατευθείαν στο φάσμα της πείνας. Και η τιμή αυτών των εμπορευμάτων θα επηρεάσει ένα ακόμη ευρύτερο φάσμα του πληθυσμού, πέρα από τα 60 με 150 εκατομμύρια ανθρώπους. Για παράδειγμα, χώρες όπως η Αίγυπτος και η Τουρκία βασίζονται σημαντικά στις εξαγωγές από αυτήν την περιοχή για τη θερμιδική πρόσληψη των πολιτών τους. Στην πραγματικότητα, η Αίγυπτος βασίζεται στην Ουκρανία και τη Ρωσία για το 60 τοις εκατό των εισαγωγών της. Και ενώ οι εισαγωγές είναι σημαντικές για την εγχώρια κατανάλωσή της, η Αίγυπτος επεξεργάζεται επίσης αυτά τα προϊόντα για εξαγωγή στην Ανατολική Αφρική. Έτσι, ο αντίκτυπος αυτού που συμβαίνει στην Ουκρανία και τη Ρωσία θα γίνει αισθητός σε πολλές χώρες.
Για να δούμε τουλάχιστον ορισμένα σημεία που θα βοηθήσουν στη μετέπειτα κατανόηση του νέου αγροτικού μοντέλου παραγωγής, ακολουθώντας τη λογική για τη:
– Φύτευση, συγκομιδή και μεταφορά – διαταράσσεται: Φυσικές επιπτώσεις του πολέμου στη γεωργική παραγωγή; Είναι οι Ουκρανοί αγρότες σε θέση να προχωρήσουν στη φύτευση των ανοιξιάτικων καλλιεργειών τους; Είναι γνωστό ότι για το κριθάρι, τον ηλίανθο και τον αραβόσιτο, η περίοδος φύτευσης είναι αυτή που διανύουμε. Δεν είναι σαφές εάν όλοι οι αγρότες της περιοχής είναι σε θέση να φυτέψουν αυτές τις καλλιέργειες αυτή τη στιγμή. Υπάρχουν κάποιες άλλες καλλιέργειες, όπως το σιτάρι, του οποίου η περίοδος φύτευσης είναι περίπου Ιούλιος-Αύγουστος. Μια παρατεταμένη σύγκρουση θα είχε επίσης αντίκτυπο στην μετέπειτα παραγωγή χειμερινού σιταριού. Και αν αυτή η σύγκρουση συνεχιστεί προς το καλοκαίρι, θα έχουμε πρόβλημα συγκομιδής καλλιεργειών, ακόμη και αν φυτεύονται. Και καλά, ας υποθέσουμε ότι θα γίνει φύτευση, ας μην ξεχνούμε τη συγκομιδή. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς μιλούμε για 105 εκατ. τόνους εμπορευμάτων, που διακινούνται κυρίως μέσω πλοίων της Μαύρης Θάλασσας. Με τις φθορές που έχουν υποστεί οι υποδομές της Ουκρανίας, μάλλον πρέπει να δούμε μια διακοπή της εφοδιαστικής που δεν θα απορροφηθεί πλήρως από εναλλακτικές λύσεις όπως οι ράγες και οι οδικές μεταφορές.
– Επισιτιστική αστάθεια, κοινωνική αστάθεια. Είμαστε ήδη μάρτυρες ραγδαίων αυξήσεων τιμών αγροτικών προϊόντων, λόγω πανδημίας και μεγάλη επιτάχυνση τώρα με τις τιμές ενέργειας και λιπασμάτων που έχουν εκτοξευθεί. Ήδη λογαριάζεται η αύξηση της τιμής του σταριού για ψωμί (άνω του 80%) ότι έχει αυξηθεί κατά 100%. Και κανείς δε διακινδυνεύει πρόβλεψη για τρεις μήνες μετά. Όσοι λοιπόν θεωρούν ότι μπορεί να κρύβονται από το σοβαρό πρόβλημα της διατάραξης της εφοδιαστικής αλυσίδας και της επισιτιστικής επάρκειας, εθελοτυφλούν σε βάρος όχι των εχόντων, αλλά των φτωχών μαζών που θα αδυνατούν να προμηθευτούν ψωμί την επαύριο.
– Ο αντίκτυπος σε ένα ζωτικής σημασίας εμπόρευμα, στο λίπασμα. Δεν είναι τυχαίο που η αμερικάνικη εταιρεία συμβούλων Mckinsey αναφέρει ονομαστικά την Ελλάδα, όπου οι αγρότες διαμαρτύρονταν για υψηλότερα καύσιμα και υψηλότερες τιμές λιπασμάτων, αλλά και την επιρροή που έχει το συστατικό αυτό, απαραίτητο για τις καλλιέργειες μέσα σε αυτό το παγκόσμιο οικοσύστημα τροφίμων. Υπενθυμίζουμε ότι το λίπασμα καλύπτεται από το συνδυασμό αζώτου, φωσφόρου και καλίου (ποτάσα), και είναι η σημαντικότερη συμβουλή για τους αγρότες. Το λίπασμα φαίνεται ότι διπλασιάζει την παραγωγικότητα τις τελευταίες δεκαετίες. Το αναφερόμενο παράδειγμα αφορά την ποτάσα που εξάγεται εξαιρετικά οργανωμένα από Ρωσία και Λευκορωσία προς τις χώρες κυρίως της Λατινικής Αμερικής. Η τιμή του προϊόντος αυτού διπλασιάστηκε τους τελευταίους 2 μήνες. Αλλά και το άζωτο συνδέεται άμεσα με την ενεργειακή κρίση και οι τρέχουσες τιμές της ενέργειας έχουν άμεση επίδραση στις τιμές του αζώτου και στη διαθεσιμότητα του εφοδιασμού.
Για να κλείσουμε το σημείωμα θα τονίσουμε ότι τον ενάμισι τελευταίο χρόνο μέχρι το Δεκέμβριο του 2021, η τιμή του σταριού αυξήθηκε κατά 18%. Είχαμε ήδη ένα ζήτημα επισιτιστικής ασφάλειας πολύ πριν από την έναρξη της κρίσης Ουκρανίας-Ρωσίας. Τώρα, οι αιτίες είναι πολλαπλές. Και οι αναγνώστες μας θα θυμούνται ότι καταβάλλονται προσπάθειες να μειωθούν οι τερατώδεις σπατάλες τροφίμων που φτάνουν ακόμη και το 30% του συνόλου των παραγομένων τροφίμων.