Η εστίαση αποκλειστικά στην καταστολή των εγκλημάτων, παραβλέποντας την αναγκαιότητα -και προτεραιότητα- της πρόληψης, δεν μπορεί παρά να γεννά και αναπαράγει ξύλινη σκέψη (και γλώσσα συνακόλουθα). Αυτό παρατηρείται κατά κόρον στις διαρκώς επίκαιρες «ενδοοικογενειακές» δολοφονίες, και στην πρόσφατη.
Κυβέρνηση, αντιπολίτευση, ακόμα και η Εθνική Επιτροπή για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, άπαντες εν προκειμένω περιορίζονται στο πεδίο της καταστολής. Χαρακτηριστικές είναι οι απόψεις όπως, «αποθαρρύνονται οι γυναίκες, αν ασκούμε κριτική στην ΕΛ.ΑΣ.», ότι θα έπρεπε να γίνει κοινωνικά αποδεκτή η χρήση του όπλου από τα αστυνομικά όργανα (αλήθεια, πόσα τέτοια περιστατικά έχουν συμβεί με παρουσία αστυνομικού, ή μήπως αυτός -αν τύχει να παρευρίσκεται, όπως έγινε στο τελευταίο συμβάν- διαθέτει εκείνα τ’ αντανακλαστικά και την ασύλληπτη ταχύτητα των πάλαι ποτέ σερίφηδων στο Φαρ Ουέστ;), ότι η επιμονή στην καθιέρωση του όρου «γυναικοκτονία» δεν συνιστά εμμονή σε τυπικότητα, αλλά διαπερνά την ουσία, επιδρώντας ανασταλτικά-προληπτικά στους επίδοξους δολοφόνους, ωσάν η απειλή πέντε επιπλέον χρόνων στη φυλακή να ήταν ικανή να τους συγκρατήσει.
Στο σημείο αυτό, λοιπόν, ανακύπτει το ερώτημα, γιατί η όποια αυστηροποίηση της ποινικής αντιμετώπισης ενός επίδοξου δολοφόνου, σαν τέτοιου, δεν θα είχε αποτέλεσμα. Η απάντηση είναι ότι αυτή θα ερχόταν καθυστερημένα, τα εγκλήματα αυτά δεν συμβαίνουν ως κεραυνοί εν αιθρία, αλλά πάντα έχει προηγηθεί άσκηση συστηματικής, εξακολουθητικής, σωματικής βίας. Και η αφαίρεση της ζωής του θύματος αποτελεί το αποκορύφωμα της κακοποιητικής συμπεριφοράς του δράστη, το επιστέγασμα της επανειλημμένης άσκησης σωματικής βίας.
Αυτή, ακριβώς, η βία, είναι που δίνει στον δράστη την κεκτημένη ταχύτητα, το momentum, τη δυναμική, για να προχωρήσει στην επόμενη, τελική φάση, τον φόνο. Κατά συνέπεια στην εν λόγω αρχική φάση πρέπει να μπει το φρένο, η αυστηρή ποινή για να κοπούν τα φτερά του επίδοξου δολοφόνου, για να μπορούμε να μιλάμε για ουσιαστική πρόληψη: Πράγματι, μια τέτοια, ανασταλτική της χρήσης βίας, νομοθετική πολιτική, μη έχοντας η ίδια μπροστά της κάποιο momentum να αντιπαλέψει, σίγουρα θα έφερνε αποτέλεσμα, κόβοντας σε μελλοντικούς δράστες την φόρα, ή, για ν’ ακριβολογούμε, μη επιτρέποντάς τους να πάρουν φόρα.
Με δυο λόγια, η χρήση βίας για δεύτερη φορά και μετά κατά προσώπων αδύναμων να υπερασπιστούν τον εαυτό τους (ανάμεσα στα οποία συγκαταλέγονται οι γυναίκες) να αναβαθμιστεί σε κακούργημα.
Δίκαιο και ηθικό…
*Ο Παρασκευάς Μαμαλάκης είναι συγγραφέας