Είναι οι μέρες που το καλούν. Κι ανάβει το λιβάνι μπροστά στις κιτρινισμένες φωτογραφίες. Πως πέρασαν τα χρόνια. Σαν χθες γινόταν στο σπίτι ένα μνημόσυνο αλλιώτικο από τ’ άλλα. Δεν ξέρω τι θα σκεφτεί η …μεγάλη του γένους δασκάλα κ. Ρεπούση, αλλά τέτοιες μέρες άνοιγε το συρτάρι η γιαγιά, αυτό που απαγορευόταν δια ροπάλου να αγγίξω κι έβγαζε ένα πακέτο. Τι έκρυβε το επιμελέστατο δίπλωμά του; Ένα παλιό βιβλιάριο με την οικογενειακή φωτογραφία.
-Γιατί, ρωτούσα, γιαγιά, είναι τόσο άγριο το πρόσωπό σου;
-Πέρασε καιρός παιδί μου για να σβήσει η φλόγα από τη φωτιά που έζησα, προσπαθώντας να φύγω από την καταστροφή.
– Εδώ όμως σ’ αυτή τη φωτογραφία είσαι όμορφη.
– Είναι στην πατρίδα. Πριν να φύγουμε. Να εδώ είναι η μάνα σου, δίπλα το αγοράκι που κρατώ ο θείος σου ο Γιώργος κι αυτή… αυτή…
-Γιατί κλαις γιαγιά;
– Για τη Μαρκέλα μου παιδί μου. Την έχασα μέσα στο χαλασμό. Κρατούσε τη φούστα μου. Εγώ είχα τη μάνα σου στην αγκαλιά μου, λεχουδάκι, το Γιώργο από το χέρι και η Μαρκέλα κρατούσε τη φούστα μου ‘Όταν αντιλήφθηκα την απουσία της-αχ εγώ η σκύλα μάνα- ήταν αργά.
-Λες να ζει γιαγιά;
-Ποιος το ξέρει παιδί μου;
Κάτι τέτοια λέγαμε τέτοιες μέρες. Αλλά οι φωνές του παππού τις νύχτες ακουγότανε όλο το χρόνο.
-Μα γιατί φωνάζεις παππού; Τι συμβαίνει;
– Τέσσερα χρόνια ήταν αυτά κοριτσάκι μου που έμεινα στην αιχμαλωσία. Ονειρεύομαι ότι είμαι ακόμα εκεί και πονάω…
– Τι έκανες παππού και σε τιμώρησαν;
– Ήμουν Έλληνας παιδί μου. Όταν μεγαλώσεις θα καταλάβεις.
Μέρες σαν κι αυτές η προσφυγική μου γειτονιά είχε μια περίεργη αναστάτωση. Τ’ απογεύματα στο κατώφλι κάθε γειτόνισσα είχε και κάτι να διηγηθεί. Πως από τις παράγκες, βρήκαν μια στέγη να μείνουν, πως κατάφερε ο γείτονας στη γωνία να πάει στην πατρίδα και να δει το σπίτι του…
– Και βρήκε αυτά που έκρυψε φεύγοντας;
– Ποιος το ξέρει;
– Τι έκρυψε ο κ. Φώτης γιαγιά και γιατί;
– Το έχει του παιδί μου για να το βρει όταν γυρίσουμε.
– Θα γυρίσετε γιαγιά;
– Μ’ αυτή την ελπίδα ζούμε παιδί μου.
Πέρασαν τα χρόνια. Έφυγαν ο παππούς και η γιαγιά. Όχι για την πατρίδα την αλησμόνητη. Αλλά για το αιώνιο ταξίδι. Ίσως εκεί κάπου στους παραδείσιους λιμώνες να συνάντησε η γιαγιά και τον άγγελό της, τη μικρή Μαρκέλλα που έκλαιγε μέχρι το τέλος το χαμό της.
Μέρες σαν κι αυτές που τιμάται η επέτειος του ξεριζωμού, ανάβει η γενιά μου λίγο λιβάνι μπροστά στις κιτρινισμένες φωτογραφίες. Μόλις που προλαβαίνουμε. Αν φύγουμε κι εμείς ποιος ξέρει που θα βρεθούνε κι αυτές οι φωτογραφίες.
Θα χαθούν σαν και την πατρίδα. Αυτή που βλέπουμε μέσα στα σίριαλ πια. Γι’ αυτό και η εμμονή μας με τις υπερπαραγωγές της γείτονος. Αυτός είναι ο καημός μας και όχι ο θαυμασμός για την τέχνη τους. Προσπαθούμε να φανταστούμε τους δικούς μας να περπατούν στα όμορφα τοπία. Πόσο όμορφη ήταν αλήθεια η χαμένη μας πατρίδα που τη χαιρόμαστε τώρα μόνο σαν τουρίστες.
Ματωμένες μνήμες μας ξυπνούν οι μέρες αυτές. Αφηγήσεις, τραγούδια, έθιμα, φωνές παραμένουν οι συνδετικοί κρίκοι με ένα χαμένο όνειρο. Κι αυτό το όνειρο καμιά Ρεπούση δεν μπορεί να μας το μολύνει με τις …δοξασίες της.