Τα νηπιακά χρόνια της μεταπολεμικής μας Δημοκρατίας
Ήμουν τουλάχιστον τεσσάρων ως πέντε χρόνων από τότε που άρχισα να έχω μνήμες, στα τέλη της δεκαετίας του ’50. Είχε περάσει μια δεκαετία και κάτι από τότε, που και οι τελευταίοι Γερμανοί στρατιώτες εγκατέλειπαν το νησί μας, τον Ιούλιο του 1945. Η δεκαετία τού ’50, ήταν τα νηπιακά χρόνια της νεότευκτης Δημοκρατίας μας, στη νεότερη ιστορία του πολύπαθου λαού μας. Σαν να μην του έφταναν αυτά τα τέσσερα τόσα χρόνια του κατατρεγμού του με τη ναζιστική κατοχή αλλά ήρθαν να του προστεθούν και άλλα τόσα περίπου του εμφύλιου πόλεμου για να τον…… αποτελειώσουν. Έτσι ολοκληρώθηκε η φρικτή δεκαετία του ’40 για το λαό μας. Στην καινούργια δεκαετία του ’50 μαζί της ξεκίνησε και η ανοικοδόμηση της ισοπεδωμένης χώρας μας αλλά και η προσπάθεια για το στήσιμο της νεότερης Δημοκρατίας μας. Όμως δεν άργησαν να έρθουν και οι έντονες πολιτικές διαμάχες που έμελλε να μην σταματήσουν για τα επόμενα είκοσι τουλάχιστον χρόνια. Ώσπου ήρθε και η δικτατορία του ’67, που αφάνισε ολοκληρωτικά τους θεσμούς της ευάλωτης Δημοκρατίας μας! Οι καταστάσεις δυστυχώς αυτές αποτέλεσαν τα απόνερα της τρικυμίας που προκάλεσε στη χώρα μας τόσο η Γερμανική κατοχή όσο και στη συνέχεια ο εμφύλιος πόλεμος.
Ένα μικρό χωριό του Μυλοποτάμου όπως το άφησε η Κατοχή
Μεγάλωνα λοιπόν αυτά τα πέτρινα χρόνια της Δημοκρατίας μας, σε ένα μικρό χωριό του Κάτω Μυλοποτάμου, τόπο καταγωγής της μητέρας μου. Ήταν τόσο μικρό που και το μοναδικό καφενείο που υπήρχε, έκλεισε και αυτό στα τέλη της δεκαετίας του ’50! Η καθημερινή κοινωνική ζωή των λιγοστών κατοίκων του, εκδραματίζονταν και μόνον τους καλοκαιρινούς μήνες, μετά από την ολοήμερη μάχη τους με την κούραση στα χωράφια και τα αμπέλια, μαζεύονταν κάθε βράδυ στην καθιερωμένη βεγγέρα την ώρα που σουρούπωνε.
Οι βεγγέρες γίνονταν στις δυο μικρές γειτονιές του χωριού, όπου στην άκρη του δρόμου ήταν τοποθετημένοι ένας ή δύο χοντροί κορμοί από κυπαρίσσια, σαν αυτοσχέδια παγκάκια.
Ήταν στηριγμένοι σε πέτρινες βάσεις και μόνοι τους συνέθεταν το σκηνικό ενός υπαίθριου σαλονιού. Συμμέτοχοι στις μυσταγωγικές αυτές απογευματινές συνάξεις, όπου καμιά φορά κρατούσαν ως και αργά το βράδυ, ήταν και τα παιδιά του χωριού. Όμως αυτά περιορίζονταν και μόνο στο να ακούνε, αφού οι μεγάλοι δεν τους έδιναν τα περιθώρια παρέμβασης και έκφρασης γνώμης. Ένα σημαντικό χαρακτηριστικό σ’ αυτές τις συνάξεις ήταν και το ότι, την πλειοψηφία τους την αποτελούσαν οι γυναίκες του χωριού. Έτσι το κλίμα στις βεγγέρες ήταν πολύ πιο φιλικό, απαλλαγμένο από την αυστηρότητα και την ισχυρογνωμοσύνη των ανδρών.
Οι κουβέντες στις βεγγέρες
Πέραν από τις κουβέντες για την καθημερινότητά τους και τις ασχολίες στα χωράφια τους, οι πιο ενδιαφέρουσες ιστορίες που όλοι τις άκουγαν με πολύ προσοχή, ήταν οι νωπές μα και πικρές τους μνήμες από τη ναζιστική κατοχή. Ήταν ιστορίες τόσο ζωντανές και προξενούσαν τόσο δυνατά συναισθήματα, που ενδιέφεραν όλους. Όλοι τους είχαν ζήσει ή ακούσει παρόμοια συμβάντα και όλοι πάντα είχαν κάτι να πουν και να προσθέσουν σ’ αυτές τις αφηγήσεις. Αμέτρητες ήταν αυτές οι ιστορίες και για αρκετά χρόνια αποτελούσαν τις κατ’ εξοχήν διηγήσεις ηρωισμού, με τις οποίες γαλουχήθηκαν οι επόμενες γενιές των Κρητών.
Η πικρή αφήγηση
Μια τέτοια ιστορία που συγκρατήθηκε στη μνήμη του πεντάχρονου τότε ακροατή, πιο ζωντανή από κάθε άλλη, ήταν η εξιστόρηση για την εκτέλεση αμάχων ανδρών σε ένα μακρινότερό μας χωριό. Τότε που την άκουσα, δεν κατάφερα να συγκρατήσω, τις τοποθεσίες, τα χωριά αλλά ούτε και τα ονόματα αυτωνών που αναφέρονταν. Πολύ αργότερα και όταν ήμουν πια ενήλικας και κατόρθωσα να ανασυνθέσω στη μνήμη μου αυτή την αφήγηση, αντιλήφθηκα ότι το τρομακτικό αυτό περιστατικό είχε συμβεί στη περιοχή του πεδινού Ρεθύμνου. Ανάμεσα σε εκείνους που εκτελέστηκαν ήταν και ένας χωριανός μας, ο Γιαννάκος, που τότε έμενε σε ένα κοντινό χωριό, εξάδελφος της γιαγιάς μου. Η αφηγήτρια μετέφερε με πολύ συγκίνηση αυτά που της είχε διηγηθεί μια γυναίκα του χωριού εκείνου. Είχε τύχει να είναι αυτόπτης μάρτυρας των συμβάντων, βλέποντας τη σκηνή της εκτέλεσης από το μισοκουφωμένο παράθυρό της από μακρινή απόσταση, που ωστόσο όμως κατάφερνε να ξεχωρίζει τις φιγούρες των μελλοθάνατων.
Ο σπαρακτικός μονόλογος
Η γυναίκα που εξιστορούσε τις σκηνές που είχαν συμβεί, συγκλονισμένη κι εκείνη, μονολογούσε, αφηγούμενη τα όσα τρομακτικά είχε ακούσει από την γυναίκα που τα είχε δει όλα αυτά και τα έλεγε όπως ακριβώς, εκείνη της τα είχε διηγηθεί.
– Οι Γερμανοί αφού μάζεψαν όσους άντρες βρήκαν εκεί γύρω, τους οδήγησαν στο δρόμο που βγάζει έξω από το χωριό. Εμείς οι γυναίκες τρέχαμε σαν τα φαντάσματα στα στενά σοκάκια λουσμένες στο φόβο και την απόγνωση.
– Δεν ξέραμε τι άλλο να κάνομε από το να κλειστούμε τότε πια, στα σπίτια μας. Εκεί θα νοιώθαμε πιο ασφαλείς, αφού δεν υπήρχε πια κανείς για να μας προστατέψει!
– Με την ψυχή στο στόμα έφτασα κι εγώ στο δικό μας το σπίτι. Ανέβηκα πάνω στον οντά και έτρεξα στο παράθυρο που όπως υπολόγιζα, θα τους έβλεπα. Με πολύ φόβο μήπως και με δουν, μισάνοιξα το παράθυρο ίσα-ίσα να βλέπω έξω.
– Πραγματικά τους είδα μακριά, μα τους ξεχώριζα. Ήταν στην άκρη του αμπελιού, στο ανοιχτό χωράφι.
– Ξεχώριζα τους τελευταίους άντρες. Δεν έβλεπα τους Γερμανούς γιατί τους έκρυβαν δυο κυπαρίσσια. Τους είχαν βάλει στη σειρά. Γνώρισα το Γιαννάκο, που ήταν και ο τελευταίος στην άκρη.
– Άκουγα δυνατές φωνές, μα δεν μπορούσα να ξεχωρίσω τι έλεγαν! Θα είναι οι διαταγές των Γερμανών, σκέφτηκα.
– Σε μια στιγμή είδα τον Γιαννάκο να βγάζει το μαύρο μαντήλι που φορούσε στο κεφάλι του. Το έπιασε με τα δυο του χέρια, το δίπλωσε, το έφερε στο μέτωπό του και έδεσε τα μάτια του. Φαίνεται πως δεν ήθελε να δει, την ύστερη σκηνή της ζωής του!
– Τα πόδια μου άρχισαν να τρέμουν και τα μάτια μου να τρέχουν δάκρυα.
– Ακούστηκε μια δυνατή κραυγή, που μου πάγωσε το αίμα. Θα ήταν η διαταγή της εκτέλεσης σκέφτηκα.
– Δεν είχε τελειώσει η ανατριχιαστική κραυγή και ακούστηκαν πολλοί πυροβολισμοί μαζί!
– Όλοι τους, όσους έβλεπα, σωριάστηκαν χάμω!
– Μια πνιχτή κραυγή μου ξέφυγε. Έπιασα το κεφάλι μου και με τα δυο μου χέρια. Δεν με κρατούσαν πια τα πόδια μου. Κλαίγοντας με αναφιλητά, σωριάστηκα στα σανίδια!
Η ενσυναίσθηση και ο φόβος
Εδώ τελείωσε η δραματική της, αφήγηση. Συγκλονίστηκα κι εγώ μ’ όσα τρομακτικά είχα ακούσει! Λες και ήμουν σε λήθαργο και ξύπνησα ξαφνικά! Είχα παρασυρθεί τόσο πολύ από την εξιστόρηση, που ήταν σαν να ζούσα αυτά που άκουγα. Σαν να έβλεπα ένα τρομακτικό όνειρο. Με είχε κυριέψει ένα συναίσθημα βαθιάς λύπης μα και έντονου φόβου μαζί.
Σηκώθηκα από το παγκάκι και έφυγα χωρίς να πω λέξη. Δεν είχα το κουράγιο ούτε να τους καληνυχτίσω. Με γοργά βήματα κατευθύνθηκα προς το σπίτι μας. Μπήκα στην αυλή και τότε κατάλαβα πώς όλοι είχαν κοιμηθεί. Ανέβηκα γρήγορα τη σκάλα και πήγα κατ’ ευθείαν στο κρεβάτι μου. Είχα αρχίσει να νοιώθω πιο ασφαλής και ο φόβος μου υποχωρούσε.
Κοίταξα γύρω μου στο μισοσκόταδο. Δίπλα μου ήταν ο πατέρας μου, η μάνα μου, μα και η μικρή μου αδερφή. Τότε και μόνο ησύχασα. Εδώ δεν μπορούν να με φτάσουν οι Γερμανοί, σκέφτηκα! Μα δεν είμαι και μόνος! Ωστόσο η αναστάτωσή μου δεν καταλάγιαζε. Στριφογύριζα για ώρα πολύ στο κρεβάτι μου, ώσπου στο τέλος με πήρε ο ύπνος.
Επίμετρον
Πεποίθησή μας είναι, το ότι οι αφηγήσεις αυτές με τις ιστορίες της κατοχής, που ήταν συνδεδεμένες με την αυτοοργάνωση των ομάδων αντίστασης ενάντια στη προσπάθεια των κατακτητών να καταλύσουν την ελευθερία του λαού μας, επετέλεσαν σπουδαίο έργο. Για τις επόμενες δύο δεκαετίες έπαιζαν το ρόλο της καθημερινής διδαχής του παραδείγματος της ηρωικής δράσης, στους νεότερους που δεν τα είχαν ζήσει αυτά, απέναντι στη κατάλυση της ελευθερίας και της προσβολής της ανθρώπινης αξιοπρέπειας του λαού μας. Πέρασαν χρόνια πολλά από τότε, όταν, στα τέλη της δεκαετίας του ’60 η εύθραυστη Δημοκρατία μας δοκιμάστηκε ξανά. Και μάλιστα ο λαός μας πλήρωσε πολύ ακριβά το τίμημα της πολιτικής ανωριμότητας, στην οποία τον είχαν εγκλωβίσει οι Δυτικοί μας σύμμαχοι και δήθεν προστάτες μας. Το πλήρωσε, με την επτάχρονη αναστολή της λαϊκής του κυριαρχίας! Όμως ήρθε και το πλήρωμα του χρόνου και το δημοκρατικό αίσθημα των Ελλήνων αφυπνίστηκε. Οι φοιτητές εκείνων των χρόνων, ήταν μια περήφανη γενιά, που είχε γαλουχηθεί με αυτές τις ιστορίες ηρωισμού της κατοχικής εποχής. Παράλληλα όμως είχαν αναπτύξει και στέρεη δημοκρατική συνείδηση με τη συμμετοχή τους στους αγώνες του Ανένδοτου και του 1 1 4. Αυτοί λοιπόν οι νέοι ξεσηκώθηκαν ενάντια στη χούντα, που κατέρρευσε και η Δημοκρατία μας στήθηκε ξανά στα πόδια της. Σήμερα η Ελλάδα μας, ογδόντα τόσα χρόνια μετά από τις μεγάλες καταστροφές της Γερμανικής κατοχής και του εμφύλιου πολέμου, έχει πια ωριμότερους πολίτες, ικανούς και πρόθυμους να προστατεύουν τη Δημοκρατία μας.
Ωστόσο ευχή και ελπίδα μας είναι, η πατρίδα μας να βρίσκεται πάντα σε θέση, ώστε να αποτελεί το παράδειγμα της χώρας που προασπίζεται την αρετή, την ελευθερία και το δίκαιο των λαών!