Στην έκπληξή μας: Παναγιά μου!
Στο θαυμασμό μας: Παναγιά μου!
Στο φόβο μας: Παναγιά μου!
Στον κίνδυνο και στην ανάγκη:
Παναγιά πρόφτασε! ή: Βοήθα Παναγιά!
Στο πένθος μας και πάλι: Παναγιά μου!
Στο εύκολο χιούμορ ή την ειρωνεία μας:
Τι να σε κάνουμε κι εσένα, Παναγιά μου,
με τόσους σήμερα Παναγιότατους!
Στο εύκολό μας ξέσπασμα:
«…την Παναγία σου»!…
* * *
Είμαστε κράματα
ευσέβειας και ασέβειας,
σεμνοτυφίας και σεμνότητας,
γλυκοστομίας κι αθυροστομίας,
ευγνωμοσύνης κι αγνωμοσύνης!
Υμνολογούμε ή κακολογούμε
ανάλογα με κάθε μας διάθεση!
Ανάβουμε τ’ ασημοκάντηλά μας
στις αγιογραφίες Της ή τις ξεχνούμε
χαμένοι στις ασήμαντες καρικατούρες
της στριμωγμένης μας καθημερινότητας!
Όμως Εκείνη μας προσμένει πάντα ήρεμη,
– Γλυκοφιλούσα, Οδηγήτρια κι Ελπιδοφόρος
Παρηγορήτρα, Μεγαλόχαρη και Οδηγήτρια,
Ζωοδόχος, Ελεούσα και Χιλιονοματούσα –
στην πλατυτέρα των ουρανών αγκάλη της!
Όπως και οι «Παναγιές Μανάδες» μας,
που μας κοιτούν ή μας κοιτούσαν
πάντα με απέραντη στοργή
ακόμη και οργισμένους
άδικα εναντίον τους!
* * *
(Α, ρε Μάνα, «Κοιμωμένη»!…
Πάλι παραμονές της Παναγίας
μες στην ονειροφαντασία μου
ήρθες με πρόσωπο νεανικό
να με… κανοναρχήσεις
σαν παιδί γι’ ανήμερα
της Μεγαλογιορτής!)