Πενήντα τρία χρόνια περάσανε, από εκείνη την αποφράδα ημέρα της 21ης Απριλίου του 1967, που η Χούντα των Συνταγματαρχών, με το «αποφασίσαμεν και διατάσσομεν» και τα τανκς, επέβαλε καθεστώς στυγνής δικτατορίας στην Ελλάδα των «Ελλήνων Χριστιανών». Οι συνέπειες αυτού του αντιδημοκρατικού εγχειρήματος, μιας μερίδας παρανοϊκών «σωτήρων», ήτανε πολύπλευρες. Συλλήψεις, βασανιστήρια, στέρηση της ελευθερίας, η ασθενής Ελλάς στο «γύψο» για οχτώ χρόνια, διωγμοί παντός είδους αντιφρονούντων του καθεστώτος από τις υπηρεσίες τους, αλλά και ανθρώπινα θύματα.
Το χουντικό πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967 με βρήκε να υπηρετώ, νέος Αστυφύλακας δύο ετών, στο ΙΗ’ Αστυνομικό Τμήμα Αθηνών, στον Ταύρο. Και τότε, «ΑΠΟΛΥΕΣΘΕ εκ του Αστυνομικού Σώματος, βάσει των διατάξεων του Α.Ν 34/1967 Περί εξυγιάνσεως του Σώματος Αστυνομίας Πόλεων», αναφέρει το απολυτήριο απομακρύνσεώς μου από την Αστυνομία, στις 18 Σεπτεμβρίου του έτους 1967 και τίποτε άλλο. Το μόνο ιδιαίτερα επιβαρυντικό στοιχείο της νοοτροπίας αυτών των ανθρώπων για την εξυγίανση της Αστυνομίας ήτανε η διαπίστωση ότι: «Αναγιγνώσκει τον κεντροαριστερόν Τύπον ΒΗΜΑ και ΝΕΑ», η οποία και μου κατελογίζετο και φυσικά η κρητική καταγωγή μου.
Διώχτηκα και ως ιδιώτης, από το Χουντικό καθεστώς, τόσο κατά την αναζήτηση νέας εργασίας, όσο και μετά με την συστηματική παρακολούθηση των κινήσεων, συναναστροφών και δραστηριοτήτων μου, με το στίγμα του διωγμένου, του «αποδιοπομπαίου τράγου», του μη νομιμόφρονα. Δεν θα αναφέρω λεπτομέρειες, για την πορεία μου στα οκτώ χρόνια εκτός υπηρεσίας, για τις αποστροφές και πίκρες μου, για τις παρακολουθήσεις μου στην Αθήνα, στο Ηράκλειο, σ’ όλη την Κρήτη και σε κάποιες δράσεις μου, τις οποίες θεωρώ οφειλόμενες προς τη δημοκρατία και την ελευθερία. Λεπτομέρειες αναφέρονται στα απομνημονεύματά μου με τίτλο: «Το μονοπάτι τση ζωής το διάβηκα με κόπο…», που ελπίζω σύντομα θα εκδοθούνε.
Τούτες τις λίγες πικρές λέξεις-πικρές αναμνήσεις και να πω: Ποτέ ξανά φασισμός. Δεν ξεχνώ. Υπάρχω και προχωρώ.
21 Απριλίου του 2020