Άγριος ‘κείνος ο Χειμώνας. Κάτασπρα τα βουνά και τα λαγκάδια.
Ξεπαγιασμένα και νηστικά πολεμούσαν με λιγοστά και παμπάλαια πολεμοφόδια τα παιδιά μας με την ψυχή στο στόμα. Κι όμως κατατρόπωναν τους άριστα εξοπλισμένους Ιταλούς. Πρωτοπόρα στον άνισο αγώνα η Υπέρμαχη Παναγία. Κι η καμπάνα των εκκλησιών διαλαλούσε τις νίκες σε πόλεις και χωριά κι η νικηφόρα ευχή έδινε κι έπαιρνε. Νικητές και γερά να γυρίσουν τα φανταράκια μας.
Δεν αγνοούσαν βέβαια τις δυσκολίες κι έτρεμαν για τις απώλειες, όσοι μάλιστα είχαν λάβει μέρος στα «Μικρασιατικά» ήταν σίγουροι για τα επώδυνα. Η αγωνία στο αποκορύφωμα, η προσευχή στην ημερήσια διάταξη. Ένας ταχυδρόμος κάπου κάπου έδινε και κανένα επιστολικό δελτάριο. Τυχερός που ‘σαι μπάρμπα Στάθη με τις τρεις μικρούλες σου θυγατέρες. Θυμωμένα απαντούσε ο υπέργηρος, οι καημοί των συνανθρώπων, είναι και δικοί μου. Η δε δωδεκάχρονη κορούλα, Ναταλί, έγινε η γραμματέας των αναλφάβητων μανάδων. Κι ήταν ασύγκριτα προικισμένο το υπέροχο κορίτσι που ‘χε καθίσει στα γυμνασιακά θρανία μόλις λίγες μέρες πριν την κήρυξη του πολέμου.
Ο γιδοβοσκός ξάδελφος της Μάρθας, ο Κυριάκος έστειλε το πρώτο γράμμα με ευχάριστα νέα. Γρήγορα πήγε κι η απάντηση που την έγραφε η λογοτέχνιδα Νταλί. Όταν έξυνε το κεφάλι ο ξεσχολισμένος των βουνών, να κι ο Λοχίας κοντά του. Τι σ’ απασχολεί Κρητικέ.
Να αυτό το γράμμα κυρ-Λοχία θα ‘ρθε κατά λάθος σε μένα. Η ξαδέλφη μου είναι του δημοτικού, όπως κι εγώ. Μπορών να το διαβάσω είπε με διακριτικότητα ο εικοσιτριάχρονος πτυχιούχος της Νομικής.
Τι λογοτεχνικός πλούτος είναι αυτός αναφωνούσε κάθε τρεις και τόσο ο μαγεμένος!
Το δεύτερο «γράμμα» είχε σειρά κι ο παππούς δήλωνε κατηγορηματικά πως θα ‘ναι το τελευταίο. Μάρθα μου, δεν μπορώ αν συνεχίσω, ο πατέρας μου αντιδρά. Θα γράφεις μόνη σου τα φανταράκια μας χρειάζονται λίγο γέλιο, εκεί βλέπουν μόνο τη φρίκη του πολέμου…
Έτσι το υποτιθέμενον ειδύλλιο εν τη γενέσει του δεν ολοκληρώθηκε ευτυχώς κι ο πόλεμος σταμάτησε κι η καθημαγμένη χώρα όλες σχεδόν τις γύρω και το θεριό βέβαια τη Γερμανία του φασισμού και της σκλαβιάς αντιμετώπισε. Τα γνωρίζομε τα «τερτίπια» των ισχυρών μα τα υπογραμμίζει και το «ένδοξό» μας παρόν…
Κι οι πονεμένοι καιροί ευτυχώς κυλούν κι αυτοί γρήγορα και το καμάρι του μπάρμπα Στάθη έγινε μια φιλόλογος με γνώσεις κι ανθρωπιά πολλή. Δεν πήρε το πτυχίο με «άριστα», μα με ένα λαμπρό «Λίαν Καλώς». Το τύλιξε ρολό κι έφυγε ολοταχώς για το λεβεντονήσι.
Ο πατέρας κι οι αδελφές την έσφιξαν στην αγκαλιά, αλλά εκείνη ωχρή και ρυτιδιασμένη δεν άφηνε κανέναν να την φιλήσει.
Δεν πέρασαν πολλές μέρες και διαδόθηκε η μαχαιρωμένη είδηση, πως η Ναταλί είναι θανάσιμα άρρωστη… κι ένα πρωί που η αυγή δεν ήθελε κι αυτή να ξημερώσει η καμπάνα κτύπησε νεκρικά. Άνθρωποι έτρεξαν και από τα γύρω χωριά. Ο πατέρας στο προσκεφάλι μοιρολογούσε με Ομηρική οδύνη, με μελωδία κρητικού τραγουδιού, με την βεβαιότητα της Χριστιανικής πίστης και μια ιαχή που έμοιαζε με κείνη του έπους του ’40! Όλοι έστρεψαν το βλέμμα στο πλαγιασμένο κορίτσι που είχε ένα χρώμα λες και το ζωγράφισε ο Θεοτοκόπουλος και μια ζεστασιά στα χεράκια, λες και κάποιος Αρχάγγελος δεν τα ήθελε να νεκρωθούν…
Από τη μνήμη κανενός δεν έφυγε ποτέ το χρυσό κορίτσι που το ‘φαγε και αυτό η συμφορά εκείνου του άδικου πολέμου. Ζήτω αυτό το ένδοξο έπος…!