Να συνεχίσουμε και σήμερα με μερικούς από τους ήρωες του έπους της Μικράς Ασίας, που τους συναντάμε και σε άλλους τομείς δράσης αργότερα.
«Ο αλησμόνητος γιατρός Εμμανουήλ Ιωσ. Φραγκεδάκης, (1892-1982) καταξιώθηκε στις σημαντικότερες φυσιογνωμίες του καιρού του και δικαιολογημένα κέρδισε την αιώνια φήμη για την ανιδιοτελή άσκηση του λειτουργήματος και τη ζωντανή και δημιουργική παρουσία του στο Ρέθυμνο» γράφει σε ένα άρθρο του ο αείμνηστος Σπύρος Μαρνιέρος.
Ο Εμμανουήλ Φραγκεδάκης, γεννήθηκε στις Βρύσσες Αγίου Βασιλείου στις 20 Μαΐου (και μάγια δεν φοβούμαι – συμπλήρωνε ο ίδιος) του 1892. Ανήκε σε πολυμελή και πολύ φτωχή οικογένεια.
Ήταν πέντε χρονών όταν πρωτοπήγε σχολείο στα Ακούμια, γιατί στο χωριό του δεν υπήρχε ούτε σχολείο ούτε δάσκαλος. Τον μετέφερε, στην πλάτη του, ένα χωριανάκι του, από τη χαρά του που θα είχε και παρέα στο σχολείο. Έλεγαν κι εκείνο το παιδί Μανόλη. Πέθανε αργότερα στην Αμερική, όπου είχε πάει μετανάστης.
Μόνο τέσσερα παιδιά από τις Βρύσες είχαν το προνόμιο να πηγαίνουν σχολείο. Από αυτά μόνο τα δύο τέλειωσαν το δημοτικό κι έδωσαν εξετάσεις για το Σχολαρχείο. Και πέτυχε μόνο ο Μανόλης. Μια ώρα δρόμο έκανε καθημερινά με τα πόδια για να πάει στο σχολείο του που ήταν στο Άγιο Πνεύμα. Επέστρεφε το βράδυ. Ένα χειμώνα η μητέρα του δεν τον άφησε να πηγαίνει, όλο τον καιρό γιατί έτρεχε πολύ ο ποταμός και η γυναίκα φοβόταν ότι θα πνιγεί το παιδί της. Έτσι από τις απουσίες έμεινε την πρώτη χρονιά στην ίδια τάξη.
Όταν πήγε στο σχολαρχείο φόρεσε για πρώτη φορά υποδήματα ο Μανόλης, γιατί, λόγω φτώχιας, κυκλοφορούσε ξυπόλητος.
Επτά ήταν τελικά τα παιδιά μαζί με το Φραγκεδάκη, που μετά την τετραετή φοίτηση στο σχολαρχείο θέλησαν να συνεχίσουν στο γυμνάσιο Ρεθύμνης.
Δυστυχώς για τους έξι μαθητές απορρίφθηκαν στις εισιτήριες εξετάσεις.
Έμεινε μόνος ο Μανόλης που ήταν και ο μοναδικός επιτυχών.
Φύση ανήσυχη ο μικρός δεν άντεχε άλλο τη στερημένη ζωή. Κι ένα πρωί τα παρατά και ξενιτεύεται. Ήταν το 1908, που βρέθηκε μετανάστης στην Αμερική, δηλώνοντας ζαχαροπλάστης.
Ήταν όμως αδύνατον να στεριώσει στην ξένη γη. Η νοσταλγία τον έτρωγε. Έτσι δυο χρόνια μετά, επιστρέφει στο Ρέθυμνο και συνεχίζει τις σπουδές του στο γυμνάσιο. Στις 20 Απριλίου 1913, κλήθηκε στο στρατό. Πήγαινε στην τρίτη τάξη του γυμνασίου. Ένα μήνα μετά κατετάγη στη Θεσσαλονίκη.
Πέρασε το Κιλκίς, καιόμενο, νύχτα, τη Δοϊράνη, τα Μπέλες, τη Στρώμνιτσα, το Πετρίτσι, τα στενά της Κρέσνας κι έφτασε στο Σιμιτλί που σημαίνει Καθάριο Ψωμί.
Εκεί σα υψώματα 1050, έγινε η τελευταία μάχη στις 17 Ιουλίου και 18 Ιουλίου 1913 έγινε ανακωχή ηττηθέντων των Βουλγάρων.
Μετασταθμεύσανε στο όρος Όρβηλος, περνώντας τον ποταμό Στρυμώνα, με τεχνητή γέφυρα. Εκεί τους διάβασαν και την περίφημη διαταγή του αρχιστράτηγου της 26ης Ιουλίου 1913. Τέλος αναχώρησαν την 1η Αυγούστου επιστρέφοντας στο Κιλκίς.
Από κει όλοι οι Κρητικοί στρατιώτες βρέθηκαν στη Δράμα και αποτέλεσαν το 14ο Σύνταγμα Κρητών. Στη Δράμα ο Μανόλης προήχθη στο βαθμό του λοχία πεζικού και πολυβολητή.
Τον Μάιο του 1921 τον ανακάλεσαν ως Ανθυπίατρο στη Μικρά Ασία.
Έδειξε κι εκεί αφάνταστη γενναιότητα. Υπηρετούσε στο 3ο Τάγμα όταν έλαβε χρυσούν αριστείον ανδρείας, για το θάρρος και την αυτοθυσία που έδειξε σε όλες τις επιχειρήσεις στη μαρτυρική γη.
Έτυχε όμως και μια ιδιαίτερης τιμής που άργησε πολύ να την καταλάβει. Κάποιος Τούρκος ζήτησε μια μέρα την ιατρική του συνδρομή για την άρρωστη γυναίκα του. Όταν έκανε εκείνος το χρέος του, πιστός στον όρκο του Ιπποκράτη, έχοντας και άμεσα αποτελέσματα, από υποχρέωση δεν ήξεραν στην οικογένεια πώς να συμπεριφερθούν. Η κόρη μια ωραιότατη χανούμισσα έφερε καφέ να πιουν ο γιατρός με τον πατέρα της κι έπειτα πήρε, με επιδέξιες κινήσεις, ένα τσιγαρόχαρτο από την ταμπακιέρα του γέρου, έστριψε τσιγάρο, το σάλιωσε και το πρόσφερε στον νεαρό Κρητικό αξιωματικό, έτσι ήθελε να τον τιμήσει. Αργότερα πολύ, όταν ο Φραγκεδάκης, διηγήθηκε το περιστατικό στον συνάδελφό του Ευκλείδη, πρόσφυγα από την Ιωνία, εκείνος θαύμασε, γιατί όπως του είπε ήταν η μέγιστη των τιμών να σαλιώσει Τούρκος τσιγάρο και να το προσφέρει σε αλλόθρησκο.
Θα πρέπει να ήταν μεγάλη η ευεργεσία του Φραγκεδάκη για να του κάνει η νεαρή χανούμισσα και μάλιστα ενώπιον του πατέρα της, αυτή την τιμή.
Κατά την εκκένωση της Μικράς Ασίας ο νεαρός γιατρός έκανε ακόμα ένα ανδραγάθημα. Κατάφερε να διασώσει και να μεταφέρει στη Χίο τους δύο υγειονομικούς καλάθους του τάγματός του. Κι ήταν οι μόνοι κάλαθοι που διασώθηκαν από το Σύνταγμα και τη Μεραρχία ολόκληρη.
Από τη Χίο τοποθετήθηκε στις Φερρές Θράκης. Δέκα ολόκληρα χρόνια δεν είχε βγάλει το χακί.
Επιτέλους τον Σεπτέμβριο του 1923 κατάφερε να πάει στο Παρίσι για ευρύτερες σπουδές.
Γύρισε, δημιούργησε τη γνωστή κλινική του και ασχολήθηκε με τη Λαογραφία και τη συγγραφή μέχρι τα βαθειά του γεράματα.
Γεώργιος Δ. Βάμβουκας
Ένας ακόμα σπουδαίος άνθρωπος που αφιέρωσε τη ζωή του στους εθνικούς αγώνες.
Γεννήθηκε το 1892 όταν ακόμα η Κρήτη στέναζε κάτω από το ζυγό.
Ψυχή ανυπότακτη με φιλελεύθερο πνεύμα, με τα γονίδια της ιστορικής γενιάς του να κυριαρχούν στο είναι του, με εξαιρετικά φυσικά και ηθικά προσόντα και μια ξεχωριστή δωρεά από τη φύση, που του χάρισε ένα λαμπρό παράστημα, ήταν καμάρι της οικογένειας. Και επειδή φαινόταν πως θα διακριθεί στη ζωή του, τον έστειλαν να τελειώσει και το γυμνάσιο.
Εκείνη την εποχή έβραζε σαν ηφαίστειο η Ελλάδα που ζούσε τις μεγάλες της όσο και οδυνηρές στιγμές.
Ο Γεώργιος δεν μπορούσε να μένει αμέτοχος. Αμέσως μετά το γυμνάσιο έτρεξε και κατατάχτηκε εθελοντής, στις τάξεις της Κρητικής Χωροφυλακής, γιατί από εκεί μπορούσε να ενσαρκώσει στην πράξη τα μεγάλα όνειρα τα νιότης του.
Έλαβε μέρος σε όλες τις εκστρατείες από το 1912, μέχρι το 1922 και έζησε από κοντά το μαρτύριο και το δράμα του ξεριζωμού του περήφανου λαού της Ιωνίας. Ήταν και οι πρώτες του κονταρομαχίες με το θάνατο εκεί για να προστατεύσει τους αμάχους.
Στις μάχες ο Γεώργιος είχε την ευκαιρία να αναδείξει τη μεγάλη του γενναιότητα, αναλαμβάνοντας με χαρά τις πιο επικίνδυνες αποστολές που έφερνε σε πέρας με απόλυτη επιτυχία. Η αποφασιστικότητά του ήταν παροιμιώδης κι όμως ποτέ δεν έδειξε πως πρόσφερε κάτι σημαντικό. Έμενε πάντα σεμνός, πασχίζοντας συνειδητά για τα ιδεώδη της φυλής.
Όπως όλοι οι νέοι της εποχής του είχε κι αυτός ένα ίνδαλμα, τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Αφοσιώθηκε στα πιστεύω του αυτά με όλη τη θέρμη της ψυχής του. Ήταν από τους πρώτους που έλαβε μέρος στο Κίνημα της Θεσσαλονίκης, του Αυγούστου του 1916, όπου ως γνωστόν θριάμβευσε η Κρητική Χωροφυλακή με πρωτοστάτη το γενναίο Ρεθεμνιώτη ανθυπομοίραρχο, Μάνο Τσάκωνα, διοικητή λόχου 300 γενναίων χωροφυλάκων.
Το 1919 ο Γεώργιος Βάμβουκας αναλαμβάνει νέα αποστολή, που του ετοιμάζει πολλές περγαμηνές τιμής και δόξας. Συμμετέχει ως ανθυπομοίραρχος στο τάγμα Χωροφυλακής, που συγκροτήθηκε στη Σχολή Χωροφυλακής στο Γουδί και στη συνέχεια τον έστειλαν στη Σμύρνη, για να παγιώσει την τάξη και την ασφάλεια στην περιοχή.
Εκεί στα μαρτυρικά χώματα της Μικράς Ασίας τοποθετήθηκε διοικητής στο Δερμιτζίκι. Και με την ιδιότητα αυτή ανέπτυξε εθνική και πολεμική δράση που δεν μπορεί να περιγραφεί σε λίγες παραγράφους.
Κάτω από την απειλή των Τσετών
Κάθε αποστολή για την επιβολή της τάξης δεν ήταν καθόλου εύκολη. Παντού έσπερναν τον πανικό, από τις αρχές Ιουνίου του 1919, οργανωμένες συμμορίες από αιμοσταγείς Τσέτες, που διοικούσαν μόνιμοι αξιωματικοί του τουρκικού στρατού. Οι συμμορίες αυτές ξεχώριζαν για την απίστευτη αγριότητά του. Κατέσφαζαν αδιάκριτα, σε καθημερινή βάση, άμαχο πληθυσμό για να τρομοκρατήσουν τον κόσμο. Δεν γλίτωναν από τη θηριωδία τους ούτε και γυναικόπαιδα. Είχαν πάντα στο στόχαστρο τους Χωροφύλακες, με τους οποίους είχαν ανοίξει ένα φοβερό κλεφτοπόλεμο. Αλίμονο στο χωροφύλακα που έπιαναν αιχμάλωτο. Τον υπέβαλαν σε φρικτά βασανιστήρια, μέχρι θανάτου και μετά πετούσαν, στον δρόμο, το ακρωτηριασμένο του πτώμα, για να σπείρουν τον πανικό στον τοπικό πληθυσμό, που είχε τα θάρρη του στη Χωροφυλακή.
Σκοπός τους βέβαια ήταν να κάνουν επίδειξη δύναμης και στους Χωροφύλακες, με απώτερο σκοπό να τους πανικοβάλουν, διαμηνύοντας ότι θα έχουν το ίδιο τέλος με το άψυχο κουφάρι που έβλεπαν.
Έχει μεγάλη σημασία να καταλάβουμε το μέγεθος του ηρωισμού, εκείνων των νέων, ανάμεσά τους και ο Βάμβουκας, που δεν είχαν καμιά υποχρέωση να υποβληθούν σε τόσες ταλαιπωρίες, αν δεν πυρπολούσε τα στήθη τους ο πόθος για την υπεράσπιση των όσιων και των ιερών της φυλής. Ενώ σε καθημερινή βάση αντιμετώπιζαν τη μανία των Τούρκων, εκείνοι συνέχιζαν τον αγώνα τους για την προστασία των αμάχων.
Ο αγώνας τους ήταν τιτάνιος γιατί όλη η Χωροφυλακή ήταν διάσπαρτη σε ανώμαλα και ορεινά εδάφη, χωρίς ευκολία επικοινωνίας μεταξύ σταθμών και τμημάτων. Και από πάνω είχε τους Τούρκους αμάχους, που κατασκόπευαν κάθε της κίνηση. Παρά τις δυσκολίες, οι χωροφύλακες, είχαν καταφέρει να εξουδετερώσουν χιλιάδες Τσέτες, δίνοντας ανάσα ανακούφισης στους ταλαίπωρους χριστιανούς που τους έβλεπαν πια σαν σωτήρες και τους τιμούσαν ανάλογα.
Ο Γεώργιος Βάμβουκας χωρίς να το επιδιώκει δεν περνούσε απαρατήρητος.
Τα ανδραγαθήματά του σε συνδυασμό με τη λεβέντικη κορμοστασιά του, προκαλούσαν τον θαυμασμό. Εκεί στα χώματα της Μικράς Ασίας, καραδοκούσε ο έρωτας τον λεβέντη Κρητικό αξιωματικό και τον συνάντησε στο πρόσωπο μιας πανέμορφης κοπέλας από το Αιδίνι, της Δέσποινας Ζαμπετάκη. Αν και οι καιροί δεν ευνοούσαν συναισθήματα ο Βάμβουκας θέλησε αμέσως να κάνει οικογένεια, με την κοπέλα αυτή, που διακρινόταν για το ήθος και την ελληνοχριστιανική της αγωγή.
Παντρεύτηκαν το 1919, αλλά ο Γεώργιος είχε άλλη αποστολή, προς το παρόν, αφού η πατρίδα του βρισκόταν σε κίνδυνο. Και δεν απουσίασε από κανένα προσκλητήριο προς τους γενναίους της.
Πρώτος σε επικίνδυνες αποστολές.
Σε όλες τις αποστολές ήταν πρώτος ο Βάμβουκας προκαλώντας το θαυμασμό και των συναδέλφων του. Ιδιαίτερα διακρίθηκε στην πολύνεκρη μάχη, που έγινε στις 30 Απριλίου 1920, στο Ερέκ, πίσω από τη μετωπική γραμμή.
Είναι όμως και πολλές ακόμα οι περιπτώσεις που έδρασε σαν ημίθεος μέσα στη φωτιά της μάχης.
Σε άλλη περίπτωση, όταν είχε εγκλωβιστεί λόχος συναδέλφων του, που είχαν αρχίσει να βλέπουν πια το χάρο με τα μάτια τους, μόνοι και αβοήθητοι, καταφθάνει επιτόπου ο ανθυπομοίραρχος, επικεφαλής 170 ανδρών της Χωροφυλακής, αλλά και ντόπιων, εθελοντών και ελεύθερων σκοπευτών που ήθελαν να βοηθήσουν.
Σαν κεραυνός χτύπησε, εύστοχα και αιφνιδιαστικά τους Τούρκους, διέσπασε τις γραμμές τους και ανεφοδιάζοντας με πυρομαχικά τον εγκλωβισμένο λόχο, κατάφερε να τον ελευθερώσει. Ούτε και με αυτό όμως ήταν ικανοποιημένος. Αποφασίζοντας με απίστευτη τόλμη, κεραυνοβόλο αντεπίθεση, έτρεψε σε άτακτη φυγή την τουρκική δύναμη που ήταν περίπου 2.000 άνδρες, εξοντώνοντας πολλούς από αυτούς. Το ανδραγάθημά του αυτό είχε και την ανάλογη ανταμοιβή, με την ευγνωμοσύνη της πατρίδας. Για τη λαμπρή του επιτυχία τιμήθηκε με το Αριστείο ανδρείας, σε επίσημη τελετή που κινηματογραφήθηκε και το ντοκιμαντέρ αυτό το πρόβαλλαν για πολλά χρόνια στους ελληνικούς κινηματογράφους.
Η δράση του όμως δεν σταματά εδώ.
Εκεί που διακρίθηκε περισσότερο ήταν στις επιχειρήσεις κατά την υποχώρηση του Ελληνικού Στρατού από τη Μικρά Ασία το 1922.
Ο Γεώργιος Βάμβουκας μπήκε επικεφαλής 700 χωροφυλάκων, δύναμη που αποτελούσε στην πραγματικότητα ένα «τάγμα θανάτου». Με αυτό έγινε ο δαίμονας για τους προελαύνοντες Τούρκους και τελικά οχυρώθηκε στη νότια πλευρά της Ερυθραίας, όπου κι εκεί αντιμετώπισε τις λυσσαλέες επιθέσεις του εχθρού.
Τελικά με την προστασία του θωρηκτού «Λήμνος» επιβιβάστηκε με τους άνδρες του σε ένα οπλιταγωγό και πέρασαν στη Χίο. Ήταν οι τελευταίοι που εγκατέλειψαν τη Μικρά Ασία. Τι περίεργη σύμπτωση. Τελευταίοι που έφυγαν από το Βυζάντιο, 29 Μαΐου 1453 μετά την πτώση του, ήταν Κρήτες αγωνιστές.
Βασίλειος Γιαννακάκης
Ο Βασίλειος Γιαννακάκης γεννήθηκε στη Μικρή Γωνιά το 1899. Οι γονείς του άνθρωποι αγνοί αλλά δεν είχαν γνώση της αξίας των γραμμάτων. Και να ήθελαν όμως δεν είχαν την οικονομική δυνατότητα να στείλουν τα τρία τους παιδιά που τους επέζησαν στο Γυμνάσιο. Έτσι ο Βασίλειος μόλις που κατάφερε να τελειώσει την Τετάρτη του Δημοτικού. Πέρασε δύσκολα παιδικά χρόνια Ιδιαίτερα όταν τον έφερε ο πατέρας του στη χώρα για να μάθει τέχνη. Ο άνθρωπος που τον εμπιστεύθηκαν του φερόταν με μεγάλη σκληρότητα. Πέρασε κοντά του φρικτές μέρες με ανηλεείς ξυλοδαρμούς και άλλες ταλαιπωρίες. Και που να πει τον πόνο του το ταλαίπωρο παιδί. Στο κάλεσμα της πατρίδας ήταν φυσικό να ανταποκριθεί με μεγάλη προθυμία.
Στις 7 Μαΐου του 1919 κατετάγη στα έμπεδα Ρεθύμνου όπου και παρέμεινε για τρείς μήνες. Αργότερα βρέθηκε στο εδρεύον στην Αθήνα τάγμα Ασφαλείας του Παύλου Γύπαρη.
Ο Βασίλειος Γιαννακάκης αν και δεν είχε προχωρήσει στο σχολείο εν τούτοις κρατούσε σημειώσεις ιδιαίτερα από το μέτωπο. Και σήμερα έχουμε στα χέρια μας ένα θαυμάσιο ημερολόγιο που εξέδωσε το 2004 ο Σύλλογος Ρεθυμνίων Μικρασιατών και έχει τίτλο « 1922-Βασίλειος Γιαννακάκης – Ημερολόγιο αιχμαλωσίας». Πρόκειται για μια εξαιρετικής σπουδαιότητας ιστορική έκδοση που επιμελήθηκε ο Ιωάννης Μπολανάκης.
Μεταξύ των άλλων ο Γιαννακάκης μας αφηγείται όσα έζησε στην περίφημη μάχη του Εσκί Σεχίρ, από τις σημαντικότερες της Μικρασιατικής Εκστρατείας και για τη σωτηρία του από θαύμα.
Για να καταλάβουν οι νεότεροι πρέπει να κάνουμε μια σύντομη αναφορά στα γεγονότα επειδή συχνά ακούγεται το ιστορικό αυτό γεγονός και αξίζει να γνωρίζουν πόσο σημαντική ήταν η μάχη αυτή.
Τον Ιούλιο του 1921 ο Ελληνικός στρατός είχε εγκατασταθεί σε ενεργητική άμυνα γύρω από την περιοχή Εσκή Σεχίρ – Κιουτάχεια –Α φιόν Καραχισάρ. Οι Τούρκοι, μέχρι τότε καταδιωκόμενοι, είχαν περιέλθει σε πολύ δύσκολη κατάσταση. Μόλις όμως ο Ελληνικός στρατός σταθεροποιήθηκε στην προαναφερθείσα θέση, οι Τούρκοι ανασυγκροτήθηκαν και επανήλθαν δριμύτεροι, ώστε να υπερκεράσουν την ελληνική στρατιά από βόρεια και νότια και να την εγκλωβίσουν στην κοιλάδα του Πουρσάκ, στην δυτική είσοδο μεταξύ των ορέων Μποζ νταγ – Τουρκμέν νταγ και Σουλτάν νταγ. Ο Ισμέτ Ινονού που ήταν επικεφαλής των Τούρκων υπολόγιζε ότι ο καταπονημένος από τις πορείες Ελληνικός στρατός και μακριά από το Ουσάκ που ήταν το κέντρο του εφοδιασμού του, θα μπορούσε να κατανικηθεί από τις Τουρκικές δυνάμεις, οι οποίες ήταν πολύ ισχυρές.
Εξέδωσε διαταγή παράταξης στην γραμμή Μποζ νταγ – Σαρρή Μπαμπά – Σεϊντή Γαζή. Το Ελληνικό επιτελείο δεν προέβλεψε αυτήν την επιθετική στροφή των Τούρκων. Έτσι ξεκίνησε η μάχη του Εσκή Σεχίρ, η οποία διαδραματίσθηκε σε ανοιχτό πεδίο και με συμμετοχή όλων των δυνάμεων των αντιπάλων.
Βαλλόμενο ανηλεώς από το εχθρικό πυροβολικό, το απόσπασμα Βάκη (ΙΙΙ/23) αμυνόταν ηρωικά στους λόφους βόρεια του Εσκή Σεχίρ. Κατά τις 14:00 ενισχύθηκε από ένα τάγμα του 22ου, ενώ τα δύο άλλα τάγματα του 22ου ετοιμάζονταν για αντεπίθεση. Στις 15:00 η μάχη είχε γενικευθεί σε όλο το μέτωπο της 7ης Μεραρχίας όπου βρισκόταν ήδη και το Μικτό Απόσπασμα Τσιρογιάννη. Οι τουρκικές επιθέσεις αναχαιτίζονταν και αναλαμβάνονταν αντεπιθέσεις. Στις 17:50 η 7η Μεραρχία ανακατέλαβε το χωριό Μουταλίμπ και άρχισε να καταδιώκει τον εχθρό. Τελικά, η μέρα έκλεισε με την νίκη της 7ης Μεραρχίας, με απώλειες 29 νεκρούς και 166 τραυματίες.
Ο Βασίλειος Γιαννακάκης με γλαφυρό ύφος περιγράφει τις συγκλονιστικές εκείνες εμπειρίες από το μέτωπο και την αιχμαλωσία Και αξίζει κάθε σύγχρονος να το έχει στη βιβλιοθήκη του.
Πηγές:
1922: Βασίλειος Γιαννακάκης Ημερολόγιο αιχμαλωσίας (έκδοση συλλόγου Ρεθυμνίων Μικρασιατών).
Εύας Λαδιά : Εμμανουήλ Ιωσ. Φραγκεδάκης (2015).
Εύας Λαδιά : Γεώργιος Δ. Βάμβουκας: Αφιέρωσε τη ζωή του στους εθνικοαπελευθερωτικούς αγώνες (2015).