Το δυο χιλιάδες είκοσι,
εικοσιτέσσερις του Ιούλη,
μέρα Παρασκευή, καταμεσήμερο
άρχισαν να κτυπούνε οι καμπάνες
με ένα ήχο μεγαλο-παρασκευιάτικο
για την Αγιά Σοφιά που έγινε Τζαμί
ξανά μετά ’πό ένα αιώνα
με το παλιομοδίτικο φιρμάνι
που μάνι μάνι έβγαλε ο μεγαλομανής
και παλιο-οθωμανικός νέο-σουλτάνος
που το ’χε βάλει απ’ τα μκράτα του
αμέτι μουχαμέτι, ο αμετ-ανόητος,
να μπει στης ιστορίας τα κιτάπια
ως άλλος, λέει, Σουλειμάν
ο Μεγαλοπρεπής!…
* * *
Το θέμα, όμως, όπως πάντα, ήταν
πώς τελικά περνά κανείς στην Ιστορία:
ως μεγαλοπρεπής ή ως μεγαλομανής;
ως θρησκευόμενος ή θρησκόληπτος;
ως ειρηνοποιός ή ταραχοποιός;
ως λαϊκός ή ως λαϊκιστής;
ως μέγας ή ως μικρός;
σωστός λαοπαιδαγωγός
ή αφιονιστής δημαγωγός;
ως εργαλείο εν αγνοία του
ή «μάρτυρας» εν γνώσει του;
* * *
Οι πένθιμοι ήχοι περιέλουσαν
από ψηλά την «πρώτη προσευχή»
και τα παραληρήματα των Μουσουλμάνων
που αναδύονταν απ’ την Αγιά Σοφιά, που
έμενε περήφανη μες στην ταπείνωσή της,
γιατ’ είχε μέσα της κάτι αιώνια άτρωτο,
και αισιόδοξη, γιατ’ ήξερε ότι οι σφύρες
θα σφυροκοπήσουν πάλι αναστάσιμα
των καμπανών τους τα τοιχώματα,
όταν θα σωριαστούνε καταγής
τα τείχη της μισαλλοδοξίας
και οι τειχοποιοί τους.
Και δικαιώθηκε
η σοφία της!..
Ιούλιος 20(;)(;)