Ξεκινώντας την ανάλυση των αρωματικών υλών-αιθερίων ελαίων, που προστίθενται στα τρόφιμα, ποτά, καλλυντικά και φάρμακα, καλό είναι να γνωρίζουμε τι είναι αυτές και τι προϋποθέσεις υπάρχουν για την κυκλοφορία και χρήση τους.
Αρωματικές ύλες (flavoring) είναι οι ουσίες φυσικής ή τεχνητής προέλευσης, οι οποίες δεν καταναλώνονται ως έχουν, αλλά προστίθενται στα τρόφιμα προκειμένου να:
– Προσδώσουν συγκεκριμένο άρωμα ή και γεύση, όπως για παράδειγμα εκχυλίσματα εσπεριδοειδών, για την παραγωγή αρωματισμένων μη αλκοολούχων ποτών.
– Να τροποποιήσουν το άρωμα ή και τη γεύση σε προϊόντα που κατά τη θερμική επεξεργασία των έχουν μεταβάλλει τα οργανοληπτικά τους χαρακτηριστικά, όπως παραδείγματος χάριν σε διάφορα γλυκίσματα προστίθενται με σκοπό να προσδώσουν συγκεκριμένο άρωμα π.χ λεμονιού ή πορτοκαλιού, κερασιού κ.λπ.
Αρωματικές φυσικές ύλες
Σύμφωνα με σχετικές Δ/ξεις του Ευρωπαϊκού Κώδικα Τροφίμων, αρωματικές ύλες φυσικής προέλευσης, είναι οι ουσίες, οι οποίες λαμβάνονται με κατάλληλες φυσικές μεθόδους (απόσταξη, εκχύλιση με διαλύτη) ή με ενζυματικές ή μικροβιολογικές μεθόδους από κάποια ύλη φυτικής ή ζωικής προέλευσης.
Παράδειγμα φυσικής αρωματικής ύλης είναι το λιμονένιο, το οποίο λαμβάνεται με απόσταξη με τη βοήθεια ατμού, από πορτοκάλι.
Αρωματικές τεχνητές ύλες
Αρωματικές ύλες τεχνητής προέλευσης είναι οι ύλες που λαμβάνονται με χημική σύνθεση ή απομονώνονται με χημικές μεθόδους. Συγκεκριμένα είναι χημικές ουσίες καθορισμένης χημικής δομής, με αρωματικές ιδιότητες, όπως για παράδειγμα η κιτράλη, η οποία προστίθεται κυρίως σε ποτά για να προσδώσει χαρακτηριστική γεύση λεμονιού ή κίτρου.
Αρωματικά παρασκευάσματα
Είναι προϊόντα αρωματικά πλην των αρωματικών υλών που εξετάσαμε παραπάνω, τα οποία λαμβάνονται με κατάλληλες φυσικές, ενζυματικές ή μικροβιακές διεργασίες από τρόφιμα. Παραδείγματα αρωματικών παρασκευασμάτων αποτελούν το εκχύλισμα μέντας, βανίλιας, έλαιο πορτοκαλιού κ.ά.
Σημειώνουμε ότι οι αρωματικές ουσίες και τα αρωματικά παρασκευάσματα διατίθενται στην κατανάλωση σε μικρές συνήθως γυάλινες συσκευασίες, σε διάλυμα ενυδατωμένης αλκοόλης και χρησιμοποιούνται σύμφωνα με τους όρους των Νομοθετικών Δ/ξεων και τις αναγραφόμενες ενδείξεις της μέγιστης ποσότητας που μπορεί να χρησιμοποιηθεί στο τρόφιμο.
Προσοχή
Στις αναγραφόμενες ενδείξεις ως προς το είδος της αρωματικής ύλης, εάν είναι φυσική, τεχνητή, παρασκεύασμα, εάν είναι επιτρεπόμενη και τρόπος χρήσης της.
Αιθέρια έλαια
Αιθέρια έλαια χαρακτηρίζονται τα έλαια που λαμβάνονται με απόσταξη ξερών, σχεδόν ώριμων καρπών ή φύλλων διαφόρων φυτών, λουλουδιών.
Τα διακρίνουμε σε αιθέρια έλαια που χρησιμοποιούνται για διατροφικούς σκοπούς και σε αιθέρια έλαια για την αρωματοποιία και τη φαρμακολογία.
Αιθέρια έλαια για διατροφικούς σκοπούς
Ως τέτοια Αιθέρια έλαια θα μπορούσαμε να αναφέρουμε, του πικραμύγδαλου, του γλυκάνισου, του βασιλικού, δάφνης, καρδαμώμου, σέλινου, κανέλλας, κίτρου, σέλινου, γαρυφάλλου, κορίανδρου, κύμινου, άνηθου, μάραθου, σκόρδου, λυκίσκου, λεμονιών, μαντζουράνας, σιναπιού κ.ά.
Αιθέρια έλαια για την αρωματοποιία, φαρμακοποιία
Ως τέτοια αιθέρια έλαια είναι τα γαρυφάλλου, γιασεμί, ευκάλυπτου, καμφορά κ.ά.
Κυκλοφορούν σε διάφορες συσκευασίες σε ειδικά καταστήματα και θα πρέπει να αναγράφονται, το είδος του αιθέριου ελαίου, τη χρήση του, την έγκριση χρήσης του και ότι δεν περιέχει άλλα συστατικά πιθανόν ακατάλληλα στην υγεία.