Η συζήτηση για την κατάσταση στο ΕΣΥ, για το διαλυτικό κλίμα στα νοσοκομεία, για την εργασιακή και μισθολογική εξουθένωση του προσωπικού, για την ταλαιπωρία και οικονομική επιβάρυνση των ασθενών, έχει εξαντληθεί, τουλάχιστον από τη άποψη των διαπιστώσεων. Η «διάγνωση» έχει γίνει εδώ και καιρό: η κυβέρνηση υπονομεύει με σχέδιο το δημόσιο σύστημα υγείας, τα δευτεροβάθμια νοσοκομεία έχουν μετατραπεί σε «κέντρα εφημερίας» που απλώς διεκπεραιώνουν τα επείγοντα περιστατικά (αυτά για τα οποία ούτε ενδιαφέρεται ούτε μπορεί να καλύψει ο ιδιωτικός τομέας), τα standards ασφαλείας και ποιότητας υποχωρούν επικίνδυνα και οι μόνοι κερδισμένοι είναι οι επιχειρηματίες υγείας και οι ασφαλιστικές εταιρείες. Έχουμε μια πρωτοφανή στα χρονικά του ΕΣΥ κρίση στελέχωσης και λειτουργίας σε τμήματα αιχμής (ΤΕΠ, αναισθησιολογικά, παθολογικές κλινικές, χειρουργικές κλινικές, Εργαστήρια κ.λπ.), που έχει οδηγήσει με τη σειρά της σε εξάντληση των ψυχοσωματικών αντοχών των ανθρώπων και σε κύμα παραιτήσεων έμπειρου ιατρικού δυναμικού. Αυτό που επίσης είναι πολύ ανησυχητικό είναι ότι καταγράφεται πλέον σε μελέτες η λεγόμενη «σιωπηλή παραίτηση» του υγειονομικού προσωπικού του ΕΣΥ, επειδή οι άνθρωποι της πρώτης γραμμής έχουν «καεί» (σ. burn out) και δεν βλέπουν καμιά προοπτική βελτίωσης της κατάστασης. Όλα αυτά έχουν άμεση επίπτωση στην εξυπηρέτηση και στην ποιότητα της φροντίδας των ασθενών, για τους οποίους το κόστος χρόνου και κυρίως χρήματος έχει γίνει δυσβάστακτο. Έτσι αυξάνονται οι ακάλυπτες ανάγκες και οι ανισότητες στην υγεία, αυξάνεται η ανασφάλεια της κοινωνίας και ιδιαίτερα των φτωχών ανθρώπων για το αν θα έχουν τη δυνατότητα αξιόπιστης περίθαλψης την ώρα της ανάγκης. Και έτσι η υγεία μετατρέπεται σιγά-σιγά από καθολικό κοινωνικό δικαίωμα σε προνόμιο όσων έχουν λεφτά. Η πλήρης αποδόμηση του ΕΣΥ, της μεγάλης κοινωνικής τομής της μεταπολίτευσης, έχει πλέον επισυμβεί. Γυρίσαμε 40 χρόνια πίσω, με υπογραφή «Μητσοτάκη», ο οποίος μάλιστα είχε δεσμευτεί ότι η 2η τετραετία της ΝΔ θα έχει στο επίκεντρο της το ΕΣΥ και ότι θα ασχοληθεί ο ίδιος προσωπικά!
Παρά την – πολύ κατώτερη των αναγκών- αύξηση της δημόσιας δαπάνης υγείας μετά την πανδημία, παρά την πρωτόγνωρη για τη χώρα εισροή ευρωπαϊκών κονδυλίων (στο 1,7 δισ. ευρώ θα φτάσουν οι πόροι από το Ταμείο Ανάκαμψης), οι ιδιωτικές πληρωμές για την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη αυξάνονται και μάλιστα με ταχύτερο ρυθμό. Αυτό ακριβώς σημαίνει ιδιωτικοποίηση της υγείας. Και είναι πραγματικά εξοργιστικό, η χώρα που είναι προτελευταία στην ΕΕ σε αγοραστική δύναμη (τελευταία είναι η Βουλγαρία), να έχει τις υψηλότερες ιδιωτικές δαπάνες υγείας! Το νεοφιλελεύθερο σχέδιο στην αρχική φάση ήταν η «παθητική» ή έμμεση ιδιωτικοποίηση, δηλαδή η συνεχής μετακύλιση του κόστους στους πολίτες, λόγω ανεπάρκειας του δημόσιου συστήματος υγείας. Τώρα το σχέδιο έχει αλλάξει: είμαστε στη φάση της «ενεργητικής» ή άμεσης ιδιωτικοποίησης, με την προώθηση εκτεταμένων Συμπράξεων Δημόσιου Ιδιωτικού Τομέα (ΣΔΙΤ) στα νοσοκομεία όπως απαιτούν οι ασφαλιστικές εταιρείες, καθώς και με την εκχώρηση «φιλέτων» του ΕΣΥ σε ιδιωτικά συμφέροντα, όπως απαιτούν τα μεγάλα funds της υγείας. Αυτό είναι το project που «τρέχει» ο Άδωνις Γεωργιάδης και το οποίο προϋποθέτει αναβάθμιση των υποδομών του ΕΣΥ, όπως σύγχρονα ΤΕΠ, καινούργιες χειρουργικές αίθουσες, αξιοπρεπείς θαλάμους νοσηλείας, ακόμα και σύγχρονα Κέντρα Υγείας, γιατί οι ασφαλιστικές παραπονούνται ότι δεν έχουν αξιόπιστες πρωτοβάθμιες δομές να στείλουν τους πελάτες τους, ενώ όταν χρειάζεται νοσηλεία προτιμούν το ΕΣΥ που είναι 50% φθηνότερο από τις ιδιωτικές κλινικές. Το μείζον πρόβλημα που δεν μπορεί να αντιμετωπίσει αυτό το πολιτικό σχέδιο είναι η «μεγάλη παραίτηση» των γιατρών και η απροθυμία στελέχωσης των αποδιοργανωμένων δομών της περιφέρειας. Γι’ αυτό και το σημερινό αδιέξοδο θα συνεχίζεται και θα εντείνεται.
Το συμπέρασμα είναι ότι οι διαφορές στην πολιτική υγείας δεν είναι ποσοτικές (αριθμός προσλήψεων, ύψος χρηματοδοτήσεων, έργα υποδομών, εξοπλισμός κ.λπ.) αλλά στρατηγικές. Το θέμα είναι τι φιλοσοφία, τι αξίες και τι στόχευση έχει το δημόσιο σύστημα υγείας; Θέλει να υπηρετήσει τη στρατηγική της καθολικής κάλυψης υγείας και της εξάλειψης των ανισοτήτων ή απλώς θέλει να καλύπτει τις βασικές ανάγκες και τα μη «προσοδοφόρα» περιστατικά, εκχωρώντας όλες τις «επικερδείς» υπηρεσίες σε ιδιώτες, μαζί με το management των νοσοκομείων; Θέλει το ΕΣΥ γιατρούς που θα εργάζονται και θα αμείβονται αξιοπρεπώς και θα είναι αφοσιωμένοι στη δημόσια και δωρεάν φροντίδα των ασθενών ή γιατρούς που θα αναζητούν ιδιωτική πελατεία; Θέλουμε αναπτυγμένο δίκτυο δημόσιων δομών ΠΦΥ σε όλη τη χώρα, οικογενειακό γιατρό και ολοκληρωμένη φροντίδα υγείας στην κοινότητα ή απλώς συνταγογράφηση και check up; Θέλουμε γενναία κίνητρα για την προσέλκυση και παραμονή γιατρών στο ΕΣΥ ή κίνητρα για να αποχωρήσουν και μετά να παρέχουν υπηρεσίες (συνήθως να εφημερεύουν) ως ιδιώτες στα νοσοκομεία με πολύ υψηλότερες αμοιβές από τους υπηρετούντες, όπως γίνεται σήμερα; Θέλουμε διεύρυνση του «δημόσιου χώρου» στην υγεία ή περισσότερη αγορά και ολιγοπώλια στην ιδιωτική υγεία; Αυτά είναι τα πραγματικά διλήμματα στην πολιτική υγείας και αυτές είναι οι διαχωριστικές γραμμές με τη Δεξιά και το νεοφιλελευθερισμό.
Τι να κάνουμε λοιπόν;
Κατ’ αρχήν να ενισχύσουμε την «κοινωνική αντιπολίτευση» στα θέματα υγείας. Να μη συμβιβαστούμε με τη διάλυση του ΕΣΥ και την αναγκαστική αναζήτηση υπηρεσιών από τον ιδιωτικό τομέα. Να στηρίξουμε κινήματα, αγώνες, κοινωνικές συμμαχίες και μέτωπα (στην Ελλάδα και στην Ευρώπη) για την υπεράσπιση της δημόσιας περίθαλψης και το δικαίωμα όλων στην υγεία.
Δεύτερον και σημαντικότερο. Δεν υπερασπιζόμαστε το σημερινό ΕΣΥ. Διεκδικούμε επείγουσες παρεμβάσεις επιβίωσης των δημόσιων δομών και κυρίως επανίδρυση του ΕΣΥ. Αγωνιζόμαστε για ένα νέο ΕΣΥ, πραγματικά δημόσιο και κοινωνικό, που θα εγγυάται στην πράξη ισότιμη, δωρεάν και ποιοτική φροντίδα. Αυτό σημαίνει ότι το ΕΣΥ και ο ΕΟΠΥΥ θα πρέπει να καλύψουν επιπλέον ανάγκες (οδοντιατρική περίθαλψη, φυσικοθεραπεία – αποκατάσταση, κατ’ οίκον φροντίδα, ανακουφιστική φροντίδα, εξειδικευμένες διαγνωστικές εξετάσεις, βιοδείκτες, υπηρεσίες ψυχικής υγείας παιδιών και εφήβων, ειδική αγωγή, υποβοηθούμενη αναπαραγωγή κ.λπ.). Επίσης σημαίνει ότι το ΕΣΥ θα οργανωθεί σε άλλη βάση, με επίκεντρο την πρωτοβάθμια και κοινοτική φροντίδα, με πιο συμμετοχικό και δημοκρατικό μοντέλο διοίκησης των νοσοκομείων και εκπροσώπηση των ασθενών στα ΔΣ, με κοινό «κουμπαρά» για τις δημόσιες δαπάνες υγείας, με νέο χάρτη υπηρεσιών υγείας με βάση τις καταγεγραμμένες ανάγκες σε περιφερειακό και τοπικό επίπεδο, με ακύρωση όλων των ρυθμίσεων που υπονομεύουν το δημόσιο χαρακτήρα του συστήματος (πχ ιδιωτικό ιατρείο των γιατρών ΕΣΥ και των πανεπιστημιακών, απασχόληση τους σε ιδιωτικές κλινικές, αλλαγή νομικού καθεστώτος νοσοκομείων από ΝΠΔΔ σε ΝΠΙΔ, προώθηση των ιδιωτικών συνεργείων κλπ), με αξιολόγηση της ποιότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών.
Τέλος, είναι ζήτημα «ζωής και θανάτου» για το ΕΣΥ, να υλοποιηθεί – προφανώς από μια άλλη κυβέρνηση που θα έχει τη βούληση – μια γενναία και μακροπρόθεσμη επένδυση στο ανθρώπινο δυναμικό του, που θα αλλάξει ριζικά το εργασιακό κλίμα, θα αντιστρέψει την κατάρρευση ηθικού του προσωπικού και θα δώσει το «σήμα» σε υγειονομικούς και κοινωνία ότι το ΕΣΥ έχει μέλλον και προοπτική.
Όλα τα παραπάνω, εκτός από πολιτική βούληση και θεσμικές τομές, χρειάζονται και χρήματα. Άρα:
1. Στρατηγική γρήγορης σύγκλισης με το μέσο ευρωπαϊκό όρο στις δημόσιες δαπάνες υγείας (7,5% του ΑΕΠ).
2. Διεκδίκηση «ρήτρας διαφυγής» για την υγειονομική δαπάνη όλων των χωρών
3. Ακύρωση του σχεδιασμού για 25 δισ. ευρώ σε στρατιωτικούς εξοπλισμούς τα επόμενα 10 χρόνια.
Σημ. Το άρθρο βασίζεται στην εισήγηση μου στη διημερίδα που οργάνωσαν το Ινστιτούτο Εναλλακτικών Πολιτικών ( ΕΝΑ) και το Ίδρυμα Ρόζα Λούξεμπουργκ στις 5-6/4 στο Ηράκλειο με θέμα «Δημόσια Υγεία: για μια εναλλακτική στρατηγική» .