Ήταν το μακρινό 2007 όταν, παρά τη διαχρονική από τα φοιτητικά μου χρόνια σχέση με την Κρήτη και το Ρέθυμνο, βρέθηκα για πρώτη φορά Πάσχα στην ελλαδική μεγαλόνησο. Και για να είμαι ειλικρινής, λόγω της φήμης της Κέρκυρας ή των εμπειριών από τη Ρούμελη και την Ήπειρο που είχα βρεθεί επίσης ως επισκέπτης, δεν περίμενα ότι θα βρεθώ μπροστά σε ένα διαφορετικό και βιωματικό αφήγημα. Εξάλλου, η ανησυχία ότι το τουριστικό φολκλόρ «σαρώνει» στο πέρασμά του ό,τι βρει μπροστά του, με έκανε καχύποπτο ή τουλάχιστον επιφυλακτικό σε αυτά που θα μπορούσα να περιμένω από ένα εορτασμό των εορτών του Πάσχα στην Κρήτη.
Τελικά, η έκπληξη ήταν μάλλον ευχάριστη, που στο μισό της οφείλεται στους ανθρώπους που με «μύησαν» και με ξενάγησαν στο Κρητικό Πάσχα και στο άλλο μισό στη μυσταγωγία και το τελετουργικό που διαφυλάσσουν ως κόρη οφθαλμού και εξελίσσουν οι κάτοικοι του νησιού. Χωρίς να αναφερθούμε σε συγκεκριμένα έθιμα, όπως το «κάψιμο του Γιούδα» και «η ευλογία των οζών» ή στην αφθονία των βρώσιμων και πόσιμων τοπικών προϊόντων, αυτό που μας έκανε εντύπωση είναι η προσήλωση στην παράδοση και η ακολουθία των εθίμων. Χωρίς υπερβολή, η γεωγραφική και νησιωτική ετερότητα της Κρήτης, φαίνεται να δημιουργεί την ανάγκη για τη διαφύλαξη και τη διαιώνιση εθίμων που σχετίζονται με την ιστορική και πολιτισμική πορεία του νησιού.
Από τη Μονή Γουβερνέτου στα Χανιά και τη Μονή Αρκαδίου στο Ρέθυμνο έως τις συνήθειες στα χωριά του Ηρακλείου και τη Ζάκρο στο Λασίθι, οι Κρητικοί αυτόχθονες και όσοι είναι ή αισθάνονται «πολιτογραφημένοι», στέκονται με τον νησιωτικό και τον εκκλησιαστικά ημιαυτόνομο «εξωτισμό» τους ταπεινοί και πιστοί στην θρησκευτική και τοπική τελετουργία. Ακόμη κι ο αναπόδραστος γαστρονομικός υλισμός, που αποτελεί πλέον σήμα κατατεθέν του νησιού, ακολουθεί σεμνά τα ήθη και τα έθιμα, τα οποία φυσικά δεν βάζουν τείχος ανάμεσα στη συμβολική ή πραγματική νηστεία των ημερών και την απόλαυση της φύσης και των αγαθών που προσφέρει η κρητική γη.
Πάσχα των Κρητών, λοιπόν, Πάσχα των Ελλήνων. Την εποχή του χρόνου, που ο θρήνος και το πένθος για τα Θεία Πάθη μεταμορφώνεται τη βραδιά της Ανάστασης σε ανθρώπινο πάθος για ζωή, συναναστροφές, χαρά και γλέντι, με μόνο κακό «κανόνα» τις ανεξέλεγκτες μπαλωθιές. Εκεί που οι άνθρωποι ξεχνούν τα βάσανα και τος διαφορές τους, και με μια ρακή, γραβιέρα, σταμναγκάθι κι ερίφια, νιώθουν σαν να μην τους αφορά το αύριο. Η στιγμή που τα «κατώτερα» ένστικτα της λιχουδιάς ενώνονται με τους πιο γλυκούς αέρηδες της κρητικής φύσης, υπό τη συνοδεία ενός λαούτου και μιας λύρας ή ενός βιολιού. Η στιγμή που η λέξη «αντικριστό» αποτυπώνει από τη μια το ιδιαίτερο κρητικό ψήσιμο του αρνιού και από την άλλη το έστω και για μια στιγμή αληθινό βλέμμα των ανθρώπων μεταξύ τους…
Καλή Ανάσταση και Χρόνια Πολλά!
*Ο Δημήτρης Στεμπίλης είναι δημοσιογράφος – ιστορικός