«Οι τέλειοι τύποι πολεμιστών» κατά τον Παύλο Μελά
Είναι χάρμα του ειδέσθαι να βλέπεις Κρητικό να πίνει τη ρακί του με Μακεδόνα.Κι είναι αξιοπρόσεκτο ότι ευκολότερα προσαρμόζονται Κρητικός στη Μακεδονία και Μακεδόνας στην Κρήτη από κάθε άλλο Έλληνα. Είναι οι κοινές μνήμες που μιλούν και δημιουργούν δεσμούς φιλίας ακατάλυτους.
Ιδιαίτερα στο Μακεδονικό Μέτωπο όπου μεγαλούργησαν δεκάδες Κρήτης εθελοντές.
Για τη γενναιότητά τους έχουμε και ένα ντοκουμέντο από τον ήρωα Παύλο Μελά που αναφέρει σε επιστολή του προς τον άλλο σπουδαίο αγωνιστή τον Μητροπολίτη Καστοριάς Γερμανό Καραβαγγέλη (11 Ιουνίου 1903).
«..Οι ένδεκα Κρήτες, που σας στέλλομεν, είναι τέλειοι τύποι πολεμιστών, γενναίοι, ευφυείς, τολμηροί, αποφασιστικοί, φιλόδοξοι και έχοντες ανεπτυγμένον το εθνικός αίσθημα, είμαι βέβαιος ότι θα ενισχύσωσι καταπληκτικώς τον αγώνα σας.
Ο ήδη γνωστός σας Γεώργιος Πέρακης είναι ο καλλίτερος πάντων εις αυτόν δύνασθε τα πάντα να λέγητε και να τον συμβουλεύεσθε ακόμη δια τα πράγματα τα οποία δεν υποπίπτουσιν εις την υμετέραν άμεσον και πεφωτισμένην αντίληψιν. Εις όλους αυτούς συνεβούλευσα να φέρωνται μετά μετριοφροσύνης και ευγένειας προς τους εντόπιους συναδέλφους των, όπως μη εξεγείρωσι τη ζηλοτυπίαν και το πάθος αυτών. Επίσης τους συνεβούλευσα όπως ο αγών των είναι γενναιόφρων και προς αυτούς ακόμη τους εχθρούς διότι πολλάκις μια γενναιοφροσύνη κάνει πολλά περισσότερα από εκατό φόνους.
Υ. Γ. Νομίζω απαραίτητον δια πολλούς λόγους να μη εννοηθεί ότι οι άνδρες αυτοί είναι Κρήτες».
Από το 1903, που ξεκινήσανε για τα βουνά της Μακεδονίας οι πρώτοι Κρητικοί, έως το 1908 που ανακηρύχθηκε το Σύνταγμα κι εδόθηκε αμνηστία και κατέβηκαν από τα βουνά οι αντάρτες, οι Κρητικοί δεν πάψανε ποτέ να περνάνε από την Κρήτη στην Αθήνα και από κει στην Μακεδονία και να πολεμάνε τους Βούλγαρους.
Οι πρώτοι Κρητικοί Μακεδονομάχοι έφυγαν για την Αθήνα όπου μένανε είτε γιατί δεν μπορούσαν να βγάλουν το ψωμί τους στις Μαδάρες των Σφακίων, είτε γιατί τους κυνηγούσανε οι Τούρκοι του νησιού τους, είτε γιατί είχανε μπλεχτεί σε προσωπικές αντιδικίες. Σημασία δεν έχει βέβαια να ζητήσει κανείς πώς βρέθηκαν στην Αθήνα και τι θέλαν μακριά από τα χωριά τους οι Σφακιανοί που γίνανε οι πρώτοι Μακεδονομάχοι, γιατί η ιστορία τους και η ζωή τους άρχισε από τότε που βγήκαν στα βουνά της Μακεδονίας.
Δεν ήταν εύκολο να προσαρμοσθούνε αμέσως οι Κρητικοί στην τεχνική και στο νόημα του αγώνος στη Μακεδονία. Αυτοί, που είχαν μάθει να πολεμάνε χρόνια και χρόνια τους Τούρκους, τώρα εδώ στη Μακεδονία η πρώτη εντολή που παίρνανε ήταν να αποφεύγουν τις συγκρούσεις μαζί τους, γιατί όχι οι Τούρκοι, αλλά οι Βούλγαροι ήταν προς το παρόν εχθροί.
Αντί για τα γνώριμα βουνά της Κρήτης βρέθηκαν σε άγνωστα μέρη και αντί για την αγαπημένη Κρητική διάλεκτο συχνά ακούγανε εδώ βλάχικα και βουλγάρικα. Δυσκολεύτηκαν στην αρχή να καταλάβουνε πώς μπορούσε ένας να μιλάει βουλγάρικα και όμως να είναι Έλληνας.Όπως ήταν και οι ίδιοι, πολλές φορές μάλιστα πιο φανατικοί στον Ελληνισμό τους από ό, τι ήταν μερικοί Έλληνες των Αθηνών. Τα φαγητά, τα ρούχα, τα σπίτια δεν ήταν όπως τα γνωρίζανε από την Κρήτη. Πολλές συνήθειες ήταν αλλιώτικες εδώ.
Το ίδιο ασυνήθιστη τους ήτανε και η τεχνική του πολέμου, με τις «κρυψώνες» από όπου έπρεπε να ξεκλουβίσουν τους κομιτατζήδες ή να εγκλωβιστούνε οι ίδιοι. Παρ’ όλες όμως αυτές τις δυσκολίες οι Κρητικοί ήταν εκείνοι που μαζί με τους γηγενείς εσήκωσαν τα μεγαλύτερο βάρος του.
Τι παραπάνω να πεις; Αρκεί να θυμάσαι
Πολλές φορές είχα την απορία γιατί να μην κρατάμε στην επικαιρότητα τη μνήμη των Μακεδονομάχων μας. Το ίδιο σκεπτόμουν γράφοντας για τον Χρίστο Μακρή, το ίδιο κι όταν αναφερόμουν στον Στυλιανό Κλειδή. Και η μόνη απάντηση που πήρα από τη μέχρι τώρα εμπειρία μου στην έρευνα είναι ότι μετά το μνημειώδες βιβλίο του Κώστα Κλειδή «Με τη λάμψη στα μάτια» που παραμένει διαχρονικό, τριάντα τρία χρόνια από την πρώτη του έκδοση, τι παραπάνω να πει κανείς;
Η πρόσφατη εκδήλωση όμως που έγινε στα Αγκουσελιανά μας ώθησε να κάνουμε ξανά ένα αφιέρωμα στους Μακεδονομάχους που είναι το θέμα του επόμενου ντοκιμαντέρ που έχουμε προγραμματίσει για το 2024. Κεντρικός άξονας βέβαια θα είναι ο καπετάν Κλειδής. Μια μεγάλη μορφή που έγραψε τη δική του ιστορία σε κείνο το μέτωπο και τιμήθηκε πρόσφατα στο χωριό του.
Αυτόν τον μεγάλο ήρωα δεν ξέχασε και η λαϊκή μούσα που μόνο ήρωες στο μπόι της λεβεντιάς του Κλειδή την εμπνέουν.
– Κρήτες αντάρτες κι Αρχηγοί και σεις οι στρατιώτες
που σπάσετε στο Μέτσοβο τις σιδερένιες πόρτες.
Κλαίτε τον Καπετάν Κλειδή απούταν η πρεπειά σας,
αλλά σκοτώθη κι άφηκε μαχαίρι στη καρδιά σας.
Μα κι άλλον Μακεδονομάχο από τα μέρη μας υμνεί η λαική μούσα
«Εσένα Καπετάν Σκουντρή, πώς να σου τραγουδήσω,
την λιονταρίσια σου ψυχή να την ευχαριστήσω;
Στην τρικυμία εχαιρουσου, αυτή ‘ναι η αλήθεια,
γιατί είχες την παλληκαριά εις τα ανδρικά σου στήθεια.
Λάμπει η αλήθεια, θα την ‘πω, ήσουνε πολεμάρχος,
και εκεί όπου πολέμησες, εστέκουσουν σαν βράχος.
Σ’ όσες συρράξεις σ’ είδα εγώ, με Τούρκους και Βουλγάρους,
δεν εφοβήθηκες ποτέ ξεσπαθωμένους χάρους.
Οι φίλοι σου και οι συγγενείς σ’ έχαν κρυφό καμάρι
και την ευχή του ανδρισμού, αδέλφι μου, έχεις πάρει».
Εμμανουήλ Σκουντρής
Ο Εμμανουήλ Σκουντρής, ήταν ταγματάρχης, που είχε οργανώσει και δικό του σώμα. Γεννήθηκε στο Άδελε, τη γενέτειρα του πυρπολητή Αρκαδίου Κωστή Γιαμπουδάκη πιθανότατα το 1870 (Η ακριβής χρονολογία ερευνάται). Σύμφωνα με κάποιες πηγές καταγόταν από την οικογένεια των Σκουντριδάκηδων. Από μικρός έδειχνε υψηλό πατριωτικό αίσθημα να τον διακατέχει.
Ο ιστορικός Παναγιώτης Παρασκευάς σε μια πληρέστατη στοιχείων μελέτη του στο περιοδικό «Εν Χανίοις» τον περιγράφει, ως ένα απλό χωρικό ζυμωμένο στη σκληρή βιοπάλη.
Βρίσκουμε τον Εμμ. Σκουντρή, να πολεμά γενναία κατά την επανάσταση του 1896-1897. Πήρε επίσης μέρος ως οπλαρχηγός στις επιχειρήσεις της Μακεδονίας και της Ηπείρου. Ήταν κι αυτός ένας από τους φλογερούς εθελοντές.
Σύμφωνα πάντα με τον ιστορικό Παναγιώτη Παρασκευά, που βασίζεται σε μια αξιόπιστη μαρτυρία, ο Σκουντρής μετά την εμπλοκή του σε υπόθεση βεντέτας, αναγκάστηκε να καταφύγει στη Μακεδονία, όπου και πολέμησε.
Ο καπετάν Σκουντρής αναφέρεται και σε ένα άλλο τραγούδι, το γνωστό που υμνεί και άλλους Μακεδονομάχους
«…Ελάτε σεις ηρωικοί τση Κρήτης πολεμάρχοι,
τσ’ Ηπείρου οι σταυραετοί και Μακεδονομάχοι,
Ρούβα και Βάρδα και Κλειδή και Θύμιε Καούδη,
Κατσίγαρη και Πούλακα, Σκουντρή και Νικολούδη
και Καραβίτη και Μακρή, Σκαλίδη, Μαυρογένη,
Μπολάνη και Καλογερή, Γαλάνη, Σεϊμένη…
ψυχές μεγάλες με τιμή σ’ αγώνες, αγιασμένες
τση Μάνας Κρήτης οι γενιές οι χιλιοδοξασμένες…»
Από τα παλικάρια του καπετάν Σκουντρή ήταν και ο Ευάγγελος Χριστοδουλάκης (Σπουργίτης).Γεννήθηκε το 1884 στα Ρούστικα Ρεθύμνης από γονείς αγρότες.Όταν μεγάλωσε ασχολήθηκε με την ξυλουργική.
Το 1905-1906, κατατάχτηκε ως εθελοντής στο σώμα του Εμμανουήλ Σκουντρή. Πολέμησε στη Νάουσα, εναντίον των Τούρκων. Από ατυχία σε μια αποστολή του ενώ μετέφερε φαινικό οξύ, έσπασε στον δρόμο η φιάλη που το περιείχε με αποτέλεσμα να τραυματιστεί σοβαρά στον μηρό. Κανένας τραυματισμός όμως δεν ανέκοψε την πορεία του.
Πήρε μέρος ως οπλαρχηγός στη μάχη των Ιωαννίνων και σε πολλές άλλες του πολέμου 1912-1913.
Για τις ηρωικές του πράξεις του απονεμήθηκε το αναμνηστικό μετάλλιο από το υπουργείο Στρατιωτικών στις 25 Μαρτίου 1914.
Έδωσε 14 χρόνια από τη ζωή του στο μέτωπο συμμετέχοντας σε απελευθερωτικούς αγώνες.
Στα 1914 αποφάσισε να κάνει οικογένεια. Παντρεύτηκε από το χωριό του τα Ρούστικα την Ευαγγελία Πετράκη και απέκτησαν 18 παιδιά, από τα οποία έζησαν έξι κορίτσια και πέντε αγόρια.
Ευάγγελος Φραγκιαδάκης: Ο θρυλικός καπετάν Γαλλιανός
Ήταν Σάββατο 27 Οκτωβρίου 1951 όταν μια είδηση προκάλεσε ρίγη συγκίνησης στην τοπική κοινωνία.
Είχε πάρει τον δρόμο για το αιώνιο ταξίδι ένας ακόμα θρύλος του Μακεδονικού Αγώνα. Ο καπετάν Ευάγγελος Φραγκιαδάκης, ο φημισμένος «Γαλλιανός».
Γεννήθηκε στο Ατσιπόπουλο στις 10 Μαρτίου 1869, αλλά ανατράφηκε στου Γάλλου εξ ου και το προσωνύμιο «Καπετάν Γαλλιανός».
Στην επανάσταση του 1889, εικοσάχρονος τότε, εντάχθηκε στην ομάδα του χωριού του, υπό τας διαταγάς του Γ. Βόλακα. Ήταν μια πολύτιμη εμπειρία, αφού του επέτρεψε να αξιολογήσει τις δυνάμεις του και να καταλάβει ότι η συμμετοχή σε κάθε ξεσηκωμό δεν ήταν ηθική υποχρέωση, αλλά ανάγκη ψυχής για κάθε Κρητικό.
Ο καπετάν Γαλλιανός ήταν από τους ανθρώπους που έβαζε την τιμή πάνω από όλα. Για την αξιοπρέπεια του ιδίου και της οικογενείας του δεν υπολόγιζε καμιά συνέπεια. Το 1890 σκότωσε σε οικογενειακή βεντέτα ένα Τούρκο συγχωριανό του τον Αλή Μουσαδάκη. Αμέσως φρόντισε να εξαφανιστεί καταφεύγοντας στην ελεύθερη Ελλάδα. Κι ήταν καιρός γιατί δικάστηκε ερήμην και καταδικάστηκε τρις εις θάνατον.
Εκεί στην ελεύθερη Ελλάδα που βρισκόταν μάθαινε για τις ωμότητες των Τούρκων κατά των χριστιανών στο νησί του. Έβραζε το αίμα του από την οργή. Κάποια στιγμή δεν άντεξε άλλο. Αποφάσισε να γυρίσει και να αγωνιστεί για να σταματήσει ο εφιάλτης των Χριστιανών.
Όπως το περίμενε δεν άργησε να πέσει στα χέρια των Τούρκων. Έμεινε στις φυλακές από το 1892 μέχρι το 1896. Κατάφερε όμως να δράσει κατά την τελευταία επαναστατική περίοδο μέχρι και το 1897.
Λίγο αργότερα ο καπετάν Γαλλιανός βρίσκεται σε άλλο αγωνιστικό μετερίζι. Επαναστάτησε και αυτός στην ιδέα ότι η Μακεδονία θα γινόταν τμήμα της Βουλγαρίας, κάτι που επιδίωκαν οι Βούλγαροι προκαλώντας μεγάλα δεινά στον άμαχο πληθυσμό που προτιμούσε τον θάνατο, μαρτυρικό τις περισσότερες φορές, από το να προδώσει τη γη του.
Όταν ένεκα της αντίδρασης των ελληνικών πληθυσμών απέτυχαν του σκοπού τους, σκηνοθέτησαν τη επανάσταση, δήθεν, όλων των χριστιανικών πληθυσμών, την επανάσταση που οι Βούλγαροι αποκαλούσαν Ιλί Ντεν, επανάσταση την ημέρα του Προφήτου Ηλιού και δήθεν αμυνόμενοι άρχισαν να μεθοδεύουν τον αφανισμό κληρικών, διανοουμένων, εμπόρων και γενικά κάθε επιφανούς Έλληνα. Η διετία 1900-1902 σημαδεύτηκε με πολλά τραγικά γεγονότα.
Οι Έλληνες πέρασαν στην αντεπίθεση αλλά με μεγάλο κόπο έπεισαν την Ελληνική Κυβέρνηση να βοηθήσει, διαθέτοντας χρήματα και όπλα για την οργάνωση ένοπλων τμημάτων. Όλοι οι αριστούχοι της Σχολής Ευελπίδων τέθηκαν επικεφαλής των σωμάτων αυτών και κατά το 1904, πρώτος ο Παύλος Μελάς έμπαινε στη Μακεδονία επικεφαλής 80 εκλεκτών πολεμιστών από Μακεδονία, Λακωνία και Κρήτη.
Τον Μελά ακολούθησαν και άλλοι γενναίοι όπως τα Σώματα των Βάρδα, Ρούβα, Ρήγα, Φαληρέα κ.ά.
Από το Ρέθυμνο ήταν ο καπετάν Κλειδής, ο Παύλος Γύπαρης, ο Σκουντής, ο Βαγγέλης Αγγελάκης, ο Μανόλης Γύπαρης, ο Θεόδωρος Βόλακας, ο Σαριδάκης, οι αδελφοί Χατζηδάκηδες, ο Ευάγγελος Βαλασάκης, ο Μανόλης Σαράφης και φυσικά δεν θα μπορούσε να λείψει ο καπετάν Γαλλιανός.
Αυτός βρέθηκε το 1904 με δικό του σώμα στο Μοναστήρι αποτελούμενο από 84 άνδρες.
Η δράση του μνημονεύεται από πολλούς ιστορικούς αλλά έμεινε στην ιστορία για την παρακάτω γενναία πράξη του.Ας παρακολουθήσουμε τα γεγονότα από την αρχή.
Μια ριψοκίνδυνη πράξη
Με υπόδειξη του σπουδαίου Ιεράρχη Γερμανού Καραβαγγέλη, που ήταν η «ψυχή» του αγώνα, έπρεπε να εξοντωθεί ο επικίνδυνος αρχικομιτατζής Κωνστάντοφ, από τον οποίο δεινοπαθούσαν οι Καστανοχωρίτες. Πράγματι, ο καπετάν Βάρδας και οι άνδρες του στις 2-12-1904 έφτασαν στο Βιντελούστι, όπου μετά από δυο μέρες έλαβε γράμμα από τον εφημέριο Λιμπισόβου παπά-Στέργιο Κυράδη, σταλμένο με τον συγχωριανό του Αθανάσιο Μπορόζη, με το οποίο τον πληροφορούσε ότι ο Κωστάντοφ βρίσκεται στο χωριό του και τον παρακαλούσε να σπεύσει με τα παλληκάρια του να τον εξοντώσει.
Αμέσως ο Βάρδας ανέθεσε τη σοβαρή όσο και επικίνδυνη αυτή επιχείρηση σε μια ομάδα επίλεκτων ανδρών του με επικεφαλής τους Γ. Δικώνυμο-Μακρή και τον Ευάγγελο Φραγκιαδάκη ή Γαλλιανό, οι οποίοι, αφού έλαβαν τις αναγκαίες οδηγίες έχοντας μαζί τους τον Αθανάσιο Μπορόζη, μετέβηκαν με κάθε μυστικότητα και προφύλαξη στο Λιμπίσοβο, περικυκλώνοντας το σπίτι στο οποίο βρισκόταν ο Κωστάντοφ και τον κάλεσαν να παραδοθεί.
Εκείνος όμως και οι συνοδοί του απάντησαν με πυκνά πυρά, από τα οποία τραυματίστηκε στην παλάμη του αριστερού χεριού του ο καπετάν Ευάγγελος Γαλλιανός. Έξαλλοι οι άνδρες του καπετάν Βάρδα για τον τραυματισμό του γενναίου συναγωνιστή τους, έβαλαν φωτιά στο σπίτι, το οποίο σε λίγα λεπτά έγινε παρανάλωμα του πυρός.
Ο Κωστάντοφ για να σωθεί κατέφυγε τελικά στην κρυψώνα που είχε κατασκευάσει κάτω από το τζάκι της κουζίνας.
Και εκεί όμως δεν κατόρθωσε να σωθεί.
Τον βρήκαν μετά από μερικές μέρες τυμπανιαίο.
Είχε πεθάνει από ασφυξία.
Κατά τα μεσάνυχτα (της 4η προς 5η Δεκεμβρίου) οι άνδρες του καπετάν Βάρδα περιχαρείς επέστρεψαν στο Βιντελούστι. Είχαν σημειώσει την πρώτη μεγάλη επιτυχία.
Οι Βούλγαροι, μένεα πνέοντες κατά των Λιμπισοβιτών, που είχαν διευκολύνει αφάνταστα τους άνδρες του καπετάν Βάρδα στην τολμηρή, όσο και επικίνδυνη, εκείνη νυχτερινή επιχείρηση, μετά από λίγο καιρό κατακρεούργησαν τον Αθανάσιο Μπορόζη και τον συγγενή του Γ. Φωτιάδη.
Και επειδή δεν κατόρθωσαν να ανακαλύψουν τον παπά-Στέργιο Κυράδη που είχε στείλει το γράμμα στον Βάρδα, πυρπόλησαν την πλησιόχωρη Ιερά Μονή Αγίου Αθανασίου Ζηκοβίστης, που πολλές φορές χρησίμευσε ως καταφύγιο και ορμητήριο ανταρτικών σωμάτων.
Τη βέβηλη και αποτρόπαια αυτή πράξη κατήγγειλε αμέσως με αναφορά του ο Μητροπολίτης Γερμανός Καραβαγγέλης στον Οικουμενικό Πατριάρχη Ιωακείμ Γ’.
Οι περιπέτειες του καπετάν Γαλλιανού συνεχίστηκαν, καθώς και οι ταλαιπωρίες. Συνελήφθη από Τούρκους αιχμάλωτος και κλείστηκε στις φυλακές Μοναστηρίου από όπου απολύθηκε μετά από τρία χρόνια το 1908, με τη νεοτουρκική επανάσταση.
Γενικά η δράση του δεν μπορεί να συνοψιστεί γιατί μέχρι και το 1912 ξεπέρασε τον εαυτό του σε ανδρεία έχοντας γίνει πρότυπο φιλοπατρίας.
Κι ήρθε ο καιρός να ξεκουραστεί ο καπετάν Γαλλιανός, καθώς δεν χρειάζονταν πια οι υπηρεσίες του. Είχε κάνει και με το παραπάνω το χρέος του στην πατρίδα του.
Στα χρόνια της ειρήνης υπήρξε ένας άριστος οικογενειάρχης, ένας άξιος άνθρωπος για την κοινωνία που ζούσε.
Από τότε που κρέμασε τα όπλα του δεν επέτρεψε στον εαυτό του ούτε μια προσωπική αναφορά στα χρόνια που μεγαλούργησε πολεμώντας τον εχθρό.
Χωρίς να το επιδιώξει μάλιστα το 1936 αναγνωρίστηκε και ως οπλαρχηγός Α’ τάξης για την όλη προσφορά του.
Στα τελευταία του πέρασε μια μεγάλη δοκιμασία με την υγεία του που αντιμετώπιζε με μεγάλη αξιοπρέπεια.
Ήταν κοντά του για να του απαλύνουν τη δοκιμασία στο κρεβάτι του πόνου οι καλύτεροι γιατροί της πόλης (Ηλίας Μοσχάκης, Εμμ. Λίτινας, Ανδρέας Σφηνιάς και Γεώργιος Τσουδερός).
Πέθανε στις 27 Οκτωβρίου 1951 και κηδεύτηκε την επομένη.
Στην κηδεία του, που έγινε με τη επισημότητα που του άξιζε παρέστη ο νομάρχης Χατζηγάκις, οι διοικητές των μονάδων Μοιρών Πυροβολικού, Σχολείου Χωροφυλακής και Διοίκησης Χωροφυλακής.
Στεφάνια στη σορό του κατέθεσαν ο δήμος Ρεθύμνου, η κοινότητα Γάλλου και ο σύλλογος αποστράτων αξιωματικών.
Και τον αποχαιρέτησε με το γνωστό του δωρικό τρόπο ο συνταγματάρχης ε.α. Χριστόφορος Σταυρουλάκης.
Αυτός ήταν ο καπετάν Ευάγγελος Φραγκιαδάκης ή Γαλλιανός, που με τη γενναιότητά του κατέλαβε επάξια μια θέση στο πάνθεον των ηρώων που έκαναν περήφανο το Ρέθυμνο.
Πηγές
Παναγιώτη Παρασκευά: Εμμ. Σκουντρής ο Αδελιανός Μακεδονομάχος (περιοδικό Εν Χανίοις).
Ιστορία του Μακεδονικού Αγώνα (1903-1908).
Κρήτες Μακεδονομάχοι (14 από 20).
Οπλαρχηγός Εμμανουήλ Σκουντρής εκ Άδελε Ρεθύμνου.
Παγκρήτιο Δίκτυο Δυνάμεων Αντίστασης και Αλληλοβοήθειας.
Γιώργη Εκκεκάκη: Ρεθεμνιώτες (τόμος Β).
Κρήτη Αφιέρωμα.
Κρητική Επιθεώρηση: Πένθη Ευάγγελος Φραγκιαδάκης Καπετάν Γαλλιανός.
Γιάννη Δαλέντζα: Καπετάν Βαγγέλης Γαλλιανός (Οι αληθινοί που φεύγουν).
Αλέξανδρου Μπαϊκάμη, επίτιμου καθηγητή Παιδαγωγικής Ακαδημίας Θεσσαλονίκης: Φυλλάδιο γιορτής προς τιμήν των Μακεδονομάχων.
Εύας Λαδιά: Ευάγγελος Φραγκιαδάκης Ο θρυλικός καπετάν Γαλλιανός.
Εύα Λαδιά: Κρήτες Μακεδονομάχοι.
Λευτέρη Κρυοβρυσανάκη: Αγκουσελιανά Αγίου Βασιλείου (Ρεθεμνιώτικα Νέα 21/07/2015).
Μιχάλη Κουρμουλάκη: Η εθελοθυσία του καπετάν Κλειδή.
Ιωάννη Σταυρουλάκη: Κρήτες αγωνιστές Ρεθεμνιώτικα Νέα 7/12/2012.
Άγνωστοι Ήρωες του Ελληνισμού: Καπετάν Στυλιανός Κλειδής 1870-1912.
Κώστα Κλειδή: Με τη λάμψη στα μάτια (εκδόσεις ΗΡΙΔΑΝΟΣ 1984).