Toυ ΚΩΣΤΑ Γ. ΤΣΙΚΝΑΚΗ*
Όσοι είχαν γνωρίσει και συνεργαστεί με τον Μανούσο Μανούσακα διατηρούν στη μνήμη τους την εικόνα ενός σοβαρού ανθρώπου, λεπτολόγου, αφοσιωμένου, με όλη τη σημασία της λέξης, στην έρευνα και στις μελέτες. Άκουγε προσεκτικά, συνήθως με πρόσωπο σκυμμένο, τον εκάστοτε συνομιλητή του. Όταν τον κοιτούσε κατάματα ήταν ανέκφραστος και έδειχνε αμηχανία. Πολύ σπάνια, όταν το θέμα συζήτησης τον ενδιέφερε, ένα αδιόρατο χαμόγελο διαγραφόταν στο πρόσωπό του. Γρήγορα, αισθανόμενος ενοχή, φρόντιζε να το αποκρύψει.
Γεννήθηκε το 1914 στο Ρέθυμνο. Πατέρας του, ήταν ο δικηγόρος Ιωάννης Μανούσακας, που καταγόταν από την Αργυρούπολη, με ρίζες από τα Σφακιά, και μητέρα του η Άννα Πετρουλάκη. Είχε μια μικρότερη αδελφή, την Ειρήνη. Στη γενέθλια πόλη του ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του.
Την περίοδο 1932-1937 φοίτησε στη Φιλοσοφική σχολή του πανεπιστημίου Αθηνών. Παράλληλα, παρακολουθούσε συστηματικά την πνευματική κίνηση της εποχής του. Μετά την αποφοίτησή του άρχισε να δημοσιεύει τα πρώτα άρθρα του σε διάφορα έντυπα, κυρίως της Κρήτης. Υπήρξε ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας Κρητικών Σπουδών και ανέλαβε την επιμέλεια έκδοσης του επιστημονικού οργάνου της, της «Επετηρίδος Εταιρείας Κρητικών Σπουδών».
Το 1942 διορίστηκε συντάκτης στο Μεσαιωνικόν Αρχείον της Ακαδημίας Αθηνών (το σημερινό Κέντρον Ερεύνης του Μεσαιωνικού και Νέου Ελληνισμού), όπου και θα παραμείνει αρκετά χρόνια. Θα απουσιάσει μόνο την περίοδο 1947-1951, οπότε, με υποτροφία της Γαλλικής Κυβέρνησης, εγκαταστάθηκε για συμπληρωματικές σπουδές στο Παρίσι και εκπόνησε τη διδακτορική διατριβή του. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, ανέλαβε διευθυντής του Μεσαιωνικού Αρχείου για μία περίπου δεκαετία.
Η επιστημονική πορεία του, τα χρόνια που ακολούθησαν, υπήρξε ανοδική. Το 1961 εκλέχτηκε τακτικός καθηγητής στην έδρα της Ιστορίας των Μέσων και Νεωτέρων Χρόνων της Φιλοσοφικής σχολής του πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Πέντε χρόνια αργότερα, εκλέχθηκε από την Ακαδημία Αθηνών διευθυντής του Ελληνικού Ινστιτούτου Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών Βενετίας. Κατά την παρουσία του στην πόλη των τεναγών, από το 1966 ως το 1982, ανέδειξε με εντονότερο τρόπο το επιστημονικό ίδρυμα στο οποίο προΐστατο.
Το ίδιο χρονικό διάστημα, παρά τις αυξημένες υποχρεώσεις του στη Βενετία, είχε αναλάβει σημαντικές θέσεις. Από το 1975 ώς το 1980 διετέλεσε διευθυντής του Κέντρου Βυζαντινών Ερευνών και του Κέντρου Νεοελληνικών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών. Επίσης, από το 1975 ως το 1981 υπήρξε πρόεδρος της Διοικούσας Επιτροπής του πανεπιστημίου Κρήτης.
Η εκλογή του ως Ακαδημαϊκού, το 1982, αποτέλεσε το επιστέγασμα μιας μακράς επιστημονικής σταδιοδρομίας. Πέθανε στις 16 Ιουλίου 2003.
Το αποτύπωμά του, στα επιστημονικά πράγματα της πατρίδας μας το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα, υπήρξε έντονο. Κατά την περίοδο αυτή είχε να επιδείξει πλούσιο συγγραφικό έργο. Τα δημοσιεύματά του, για ιστορικά και φιλολογικά θέματα, υπερβαίνουν τους τετρακόσιους τίτλους. Καθοριστική, στην επιστημονική διαδρομή του, αποδείχτηκε η παρουσία του στη Βενετία. Στην εντυπωσιακή άνθηση των βενετικών σπουδών, που παρατηρείται κατά τις τελευταίες δεκαετίες, έπαιξε σημαίνοντα ρόλο.
Ενώ όμως για την επιστημονική πορεία του Μανούσου Μανούσακα διαθέτουμε αρκετές πληροφορίες, ελάχιστα γνωστή παραμένει μία εκδοτική πρωτοβουλία, στην οποία πρωτοστάτησε στα μαθητικά του χρόνια.
Από τις αρχές του 1930 εκδιδόταν στο Ρέθυμνο το δεκαπενθήμερο περιοδικό «Μαθητική Ηχώ». Αποτελούσε έκδοση των Μαθητικών Κοινοτήτων του γυμνασίου Ρεθύμνης. Τη μαθητική πρωτοβουλία υποστήριζε ο γυμνασιάρχης Μιχαήλ Γ. Πρεβελάκις, θείος του Παντελή Πρεβελάκη, από τις αξιολογότερες πνευματικές φυσιογνωμίες της πόλης το πρώτο μισό του 20ού αιώνα.
Συνολικά κυκλοφόρησαν 21 τεύχη την περίοδο από τις 5 Φεβρουαρίου 1930 ως στις 6 Ιουνίου 1931. Από αυτά, εννέα τεύχη εκδόθηκαν το πρώτο έτος και δώδεκα το δεύτερο έτος. Το πρώτο έτος έκδοσης υπεύθυνος για την ύλη ήταν ο Βασίλειος Ι. Σπανδάγος και το δεύτερο έτος ο Μανούσος Ι. Μανούσακας. Σχεδόν όλα τα τεύχη τυπώθηκαν στο γνωστό τυπογραφείο της πόλης των Αδελφών Καλαϊτζάκη.
Το περιοδικό, που κυκλοφορούσε σε όλη την ελληνική επικράτεια, θεωρείται από τα πιο ευπρόσωπα μαθητικά έντυπα του Μεσοπολέμου. Στις σελίδες του δημοσιεύονταν καλογραμμένα διηγήματα, χρονογραφήματα, στίχοι και εκθέσεις. Υπήρχαν επίσης σελίδες ψυχαγωγίας και με περιγραφές εκδηλώσεων του γυμνασίου. Οι επιστολές μαθητών και μαθητριών από όλο τον ελληνικό χώρο που δημοσιεύονταν σε κάθε τεύχος δείχνουν τη μεγάλη απήχηση που γνώρισε το έντυπο μεταξύ του μαθητικού πληθυσμού της εποχής.
Μέσα από τις σελίδες του περιοδικού εμφανίστηκαν με πρωτόλειά τους αρκετοί μαθητές και μαθήτριες που ξεχώρισαν αργότερα σε πολλούς τομείς του δημόσιου βίου. Ανάμεσα σε αυτούς ήταν τρεις, αργότερα γνωστοί, πανεπιστημιακοί: Οι Νικόλαος Β. Δρανδάκης, Κωνσταντίνος Δ. Καλοκύρης και Μανούσος Ι. Μανούσακας. Συνεργάτες του περιοδικού ήταν και ο Βασίλειος Ι. Σπανδάγος, μετέπειτα δικηγόρος, η Ειρήνη Ι. Μανούσακα, μετέπειτα συμβολαιογράφος, και ο Στέλιος Γ. Παττακός, μετέπειτα στρατιωτικός και από τους πρωτεργάτες του Πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου 1967.
Ο Μανούσος Μανούσακας υπήρξε βασικός συντελεστής του εκδοτικού εγχειρήματος. Εκτός από υπεύθυνος ύλης για τα τεύχη του δεύτερου έτους, δημοσίευσε στο περιοδικό δεκατέσσερα ενυπόγραφα άρθρα. Ανάμεσά τους και ένα ωραίο ποίημα, με τον τίτλο «Νύχτα».
Δύο από τα δημοσιεύματα του Μανούσου Μανούσακα στη «Μαθητική Ηχώ» έχουν αθλητικό περιεχόμενο. Στο ένα, που δημοσιεύτηκε στις 8 Ιανουαρίου 1931, περιγράφεται ο ποδοσφαιρικός αγώνας που διεξήχθη στο Ρέθυμνο ανάμεσα στη γυμνασιακή ομάδα και τον Ατρόμητο, ο οποίος έληξε ισόπαλος. Το κείμενο, που υπέγραψε με το αρχικό «Μ», δεν έχει να ζηλέψει σε τίποτα από σημερινές ανταποκρίσεις γνωστών αθλητικογράφων.
Η ενασχόληση του μαθητή με το αντικείμενο δεν ήταν τυχαία. Σύμφωνα με μαρτυρίες συγκαιρινών του συμμετείχε με πάθος στα αθλητικά δρώμενα της εποχής. Ιδιαίτερη προτίμηση έδειχνε για το ποδόσφαιρο. Το ενθουσιασμό του για το άθλημα επιχείρησε να μεταφέρει στα κείμενα που συνέτασσε.
Πολύ διαφωτιστική για το ζήτημα υπήρξε η μαρτυρία του γνωστού λογοτέχνη Αντρέα Νενεδάκη. Τον συναντούσα τακτικά, στο πάντα φιλόξενο σπίτι του, όπου ζούσε με τη γυναίκα του Έλλη Κομνηνού, ζωγράφο, και τον γιο τους Νικόλα. Κουβεντιάζαμε για διάφορα ζητήματα, κυρίως της μεταπολεμικής πνευματικής ζωής, τα οποία γνώριζε με κάθε λεπτομέρεια. Η κουβέντα, σχεδόν πάντα, κατέληγε στο Ρέθυμνο του Μεσοπολέμου και στον Μανούσο Μανούσακα.
Ο Αντρέας Νενεδάκης ήταν τέσσερα χρόνια μικρότερός του. Θυμόταν όμως με κάθε λεπτομέρεια την πολύπλευρη δραστηριότητα που ανέπτυσσε ο νεαρός μαθητής. Αποτελούσε το πρότυπο των οικογενειών της μικρής πόλης. Οι επιδόσεις του στα μαθήματα ήταν άριστες. Θα γινόταν, όπως διαβεβαίωνε ο Μιχαήλ Πρεβελάκις, λαμπρός επιστήμονας. Τα κείμενα που δημοσίευε στη «Μαθητική Ηχώ» συζητιόνταν για μέρες. Την ίδια περίοδο είχε δημιουργήσει στο γυμνάσιο ποδοσφαιρική ομάδα, της οποίας αποτελούσε αναντικατάστατο μέλος. Η συμμετοχή του σε κάθε αγώνα αποτελούσε τον μαγνήτη για τα μικρότερα αγόρια.
Στον αγώνα της ομάδας του γυμνασίου με τον Ατρόμητο, για τον οποίο είχε γράψει στη «Μαθητική Ηχώ», δεν είχε λάβει μέρος επειδή ήταν τραυματίας. Τον παρακολούθησε όμως με αγωνία, εμψυχώνοντας διαρκώς τους συμπαίκτες του. Αν συμμετείχε, ήταν βέβαιη, κατά κοινή ομολογία, η νίκη της ομάδας του.
Οι επιδόσεις του στους ποδοσφαιρικούς αγώνες ήταν διαρκώς στα χείλη των μικρότερων αγοριών του Ρεθύμνου. Όταν το ίνδαλμά τους εγκατέλειψε την πόλη, προκειμένου να φοιτήσει στη Φιλοσοφική σχολή του πανεπιστημίου Αθηνών, απογοητεύτηκαν. Η φήμη όσων θαυμαστών έκανε διατηρήθηκε όμως για χρόνια.
Με τον Μανούσο Μανούσακα από το 1980 ως τον θάνατό του συναντήθηκα αρκετές φορές. Με ιδιαίτερη συγκίνηση θυμάμαι τις επαφές μας τους τελευταίους μήνες του 1993. Τότε, τον γνώρισα καλύτερα και εκτίμησα την προσωπικότητά του.
Ήταν η περίοδος που το πανεπιστήμιο Κρήτης αποφάσισε, πολύ καθυστερημένα, να τον τιμήσει με την έκδοση αφιερωματικού τόμου. Τη επιμέλειά του επωμίστηκαν οι καθηγητές Χρύσα Μαλτέζου, Θεοχάρης Δετοράκης και Χριστόφορος Χαραλαμπάκης. Κατά σύσταση της Χρύσας Μαλτέζου, ανατέθηκε στην Αγγελική Πανοπούλου και εμένα, η σύνταξη του καταλόγου δημοσιευμάτων του.
Για αρκετούς μήνες εργαστήκαμε σε διάφορες δημόσιες και ιδιωτικές βιβλιοθήκες, συγκεντρώνοντας τα δημοσιεύματά του. Κάθε τίτλο καταγράφαμε σε ιδιαίτερο δελτίο ώστε να αποβεί ευχερέστερος ο τελικός έλεγχος. Από τα στοιχεία προέκυπτε ένα εντυπωσιακό σε έκταση συγγραφικό έργο.
Προτού καθαρογράψουμε το σχετικό υλικό, κρίναμε σκόπιμο να αποταθούμε στον τιμώμενο, ζητώντας του να ελέγξει τον κατάλογο που είχε καταρτιστεί αλλά και να μας δώσει συμπληρωματικές πληροφορίες για ορισμένα δημοσιεύματά του. Εκείνος, ύστερα από επικοινωνία που είχαμε μαζί του, ανταποκρίθηκε με προθυμία. Κανονίστηκε η ημέρα και η ώρα συνάντησης.
Με τον Μανούσο Μανούσακα από το 1980 ώς τον θάνατό του συναντήθηκα αρκετές φορές. Με ιδιαίτερη συγκίνηση θυμάμαι τις επαφές μας τους τελευταίους μήνες του 1993. Τότε, τον γνώρισα καλύτερα και εκτίμησα την προσωπικότητά του.
Ήταν η περίοδος που το Πανεπιστήμιο Κρήτης αποφάσισε, πολύ καθυστερημένα, να τον τιμήσει με την έκδοση αφιερωματικού τόμου. Τη επιμέλειά του επωμίστηκαν οι καθηγητές Χρύσα Μαλτέζου, Θεοχάρης Δετοράκης και Χριστόφορος Χαραλαμπάκης. Κατά σύσταση της Χρύσας Μαλτέζου, ανατέθηκε στην Αγγελική Πανοπούλου και εμένα, η σύνταξη του καταλόγου δημοσιευμάτων του.
Για αρκετούς μήνες εργαστήκαμε σε διάφορες δημόσιες και ιδιωτικές βιβλιοθήκες, συγκεντρώνοντας τα δημοσιεύματά του. Κάθε τίτλο καταγράφαμε σε ιδιαίτερο δελτίο ώστε να αποβεί ευχερέστερος ο τελικός έλεγχος. Από τα στοιχεία προέκυπτε ένα εντυπωσιακό σε έκταση συγγραφικό έργο.
Προτού καθαρογράψουμε το σχετικό υλικό, κρίναμε σκόπιμο να αποταθούμε στον τιμώμενο, ζητώντας του να ελέγξει τον κατάλογο που είχε καταρτιστεί αλλά και να μας δώσει συμπληρωματικές πληροφορίες για ορισμένα δημοσιεύματά του. Εκείνος, ύστερα από επικοινωνία που είχαμε μαζί του, ανταποκρίθηκε με προθυμία. Κανονίστηκε η ημέρα και η ώρα συνάντησης.
Ήταν, θυμάμαι, κάποια Παρασκευή του Σεπτεμβρίου. Η Αγγελική Πανοπούλου δεν μπορούσε να έλθει. Λίγο πριν από τις 6 το απόγευμα, φρόντισα να βρίσκομαι στην οδό Ασκληπιού, ακριβώς απέναντι από την εκκλησία του Αγίου Νικολάου Πευκακίων. Στον τελευταίο όροφο μιας πολυκατοικίας κατοικούσε ο Μανούσος Μανούσακας με τη γυναίκα του Κλειώ.
Ύστερα από τις συνήθεις ερωτήσεις για τα μέλη της οικογένειάς μου, την πορεία της έρευνάς μου και τις υποδείξεις του προς την κατεύθυνση που χρειαζόταν να στραφεί, ακολούθησαν τα φιλέματα. Μας ευχαρίστησε, εμένα και την Αγγελική, για τον χρόνο που είχαμε αφιερώσει για την καταγραφή των δημοσιευμάτων του. Στη συνέχεια, με θέα τον Λυκαβηττό, ξεκίνησε ο έλεγχος του υλικού.
Πήρε στα χέρια του τα δελτία και άρχισε να τα μελετά προσεκτικά. Προχωρούσε αργά όταν διαπίστωσα ένα τρέμουλο στα χέρια του. Ανησύχησα προς στιγμή. Μετά, σκέφτηκα ότι δεν ήταν ικανοποιημένος από το αποτέλεσμα. Αφού προχώρησε αρκετά την ανάγνωση των δελτίων, επανήλθε στα πρώτα.
Ξαφνικά, έστρεψε προς εμένα το βλέμμα του. Το πρόσωπό του ήταν κατακόκκινο και τα μάτια του υγρά. Με τρεμάμενη φωνή, μου είπε: «Θα ήθελα να σας παρακαλέσω να μη συμπεριληφθούν στον κατάλογο δημοσιευμάτων μου τα κείμενά μου στη «Μαθητική Ηχώ”.»
Είχα μείνει άναυδος. Δεν ήξερα πώς να αντιδράσω. Δικαιολογούμενος, προσπάθησα να του εξηγήσω ότι κρίναμε σκόπιμο να καταγράψουμε όλη συνολικά η συγγραφική δραστηριότητά του, η οποία ξεκίνησε από τα μαθητικά του χρόνια στο Ρέθυμνο.
Η σύζυγός του, που παρακολουθούσε διακριτικά τη συζήτηση, παρενέβη. Ήταν κι αυτή της άποψης ότι τα κείμενα που είχαν δημοσιευτεί στο μαθητικό περιοδικό έπρεπε να καταλάβουν τις πρώτες θέσεις της εργογραφίας.
Εκείνος, όμως, επέμενε να διαφωνεί με τη συγκεκριμένη επιλογή. «Θα προτιμούσα να καταγραφούν μόνο οι επιστημονικές δημοσιεύσεις μου», ξαναείπε με σοβαρό τόνο.
Καταβάλλοντας μια τελευταία προσπάθεια να τον μεταπείσω, του είπα ότι για τα δημοσιεύματα που επιθυμούσε να μην συμπεριληφθούν μιλούσαν με κολακευτικά λόγια συμμαθητές και συμμαθήτριές του εκείνης της εποχής. Ειδικά, για την ενασχόλησή του με το ποδόσφαιρο και τις επιδόσεις του, υπήρχαν πολλές μαρτυρίες.
«Από πού τα γνωρίζετε αυτά;», με ρώτησε, κοιτώντας με αυστηρά. «Μου έχει μιλήσει ο Αντρέας Νενεδάκης», απάντησα με δισταγμό. «Αχ αυτός ο Αντρέας!», σιγοψιθύρισε. «Τέλος πάντων, δεν επιθυμώ να υπάρχουν στον κατάλογο τα συγκεκριμένα δημοσιεύματα», πρόσθεσε, κλείνοντας τη συζήτηση.
Ακολούθως, ξανάπιασε τα δελτία, και συνέχισε την ανάγνωσή τους. Επιδοκίμασε τον τρόπο παρουσίασης του υλικού. Λίγες μόνο παρατηρήσεις έκανε σε ορισμένους τίτλους άρθρων, επισημαίνοντας ότι ήταν ελαφρά διαφοροποιημένοι στα ανάτυπα που είχαν κυκλοφορήσει, και αυτό χρειαζόταν να σημειωθεί.
Παρά τη φαινομενική ψυχραιμία του, ωστόσο, ήταν εμφανές ότι κάτι τον απασχολούσε. Καταλάβαινα τον λόγο αλλά δεν ήθελα να ανανεώσω τη συζήτηση για το γνωστό θέμα.
Είχε νυχτώσει για τα καλά, κόντευε 10, όταν σηκώθηκα να φύγω. Το ζευγάρι με ξεπροβόδισε μέχρι την εξώπορτα του διαμερίσματος. Το καληνύχτισα, ευχαριστώντας το για τις ώρες που μου αφιέρωσε, και αναχώρησα.
Περιμένοντας στο διάδρομο να ανεβεί ο ανελκυστήρας, μισάνοιξε η πόρτα του διαμερίσματος και εμφανίστηκε ο Μανούσος Μανούσακας. «Τι ακριβώς έλεγε για εκείνα τα χρόνια ο Αντρέας Νενεδάκης;», με ρώτησε με αγωνία.
Του διηγήθηκα λεπτομερώς όσα είχα πληροφορηθεί για τα χρόνια του Ρεθύμνου. Την καθοριστική συμβολή του στην έκδοση του μαθητικού περιοδικού και τα ωραία κείμενα που δημοσίευε στις σελίδες του. Κι ακόμα, την αγάπη του για τον αθλητισμό. Στάθηκα κυρίως στις εμπνεύσεις του στο ποδόσφαιρο, τη χαρά που σκορπούσε σε συμπαίκτες και θεατές κάθε αγώνα και την αναφορά του ονόματός του από τα μεταγενέστερα παιδιά της πόλης.
Με παρακολουθούσε αμίλητος. Το πρόσωπό του είχε αρχίσει να φωτίζεται και ένα πλατύ χαμόγελο διαγραφόταν.
Ξαφνικά, ξεκίνησε να μου περιγράφει την παιδική του ηλικία. Τα χρόνια του Σχολείου… Την εμπνευσμένη διδασκαλία του Μιχαήλ Πρεβελάκι… Την έκδοση του μαθητικού περιοδικού… Τον τρόπο συγκέντρωσης της ύλης… Τις διαφωνίες με ορισμένους δύστροπους συνεργάτες… Τα ξενύχτια στο Τυπογραφείο των Αδελφών Καλαϊτζάκη ώστε να τυπωθεί κάθε τεύχος άψογα… Τέλος, τη μεγάλη αγάπη του για τον αθλητισμό και ειδικότερα για το ποδόσφαιρο…
Ένας διαφορετικός άνθρωπος βρισκόταν μπροστά μου. Μου μιλούσε αυθόρμητα για πράγματα που τον είχαν συγκινήσει όταν ήταν παιδί. Δεν είχε καμία σχέση με τον αυστηρό, ανέκφραστο και φοβισμένο άνδρα, που συνήθως έβλεπε κανείς σε διάφορες επιστημονικές συναντήσεις.
Δεν θυμάμαι πόσες φορές πίεσα τον διακόπτη ώστε να φωτίζεται ο διάδρομος του ορόφου. Ο Μανούσος Μανούσακας ήθελε να περιγράψει αναλυτικά τα μαθητικά του χρόνια στο Ρέθυμνο. Μετάνιωσα που δεν κρατούσα μαζί μου μικρόφωνο για να καταγράψω τις τόσο σημαντικές πληροφορίες που μου έδινε.
Κάποια στιγμή, άνοιξε διάπλατα η πόρτα του διαμερίσματος, και εμφανίστηκε η κυρία Κλειώ. «Μα τι λες Μανούσο τόση ώρα με τον κύριο Τσικνάκη;», ρώτησε. «Τίποτε σοβαρό. Του δίνω συμπληρωματικές πληροφορίες για ορισμένα άρθρα», απάντησε εκείνος, χαμογελώντας συνωμοτικά. «Άφησέ τον να φύγει, σε παρακαλώ, γιατί είναι πολύ αργά. Θα τον περιμένουν στο σπίτι η γυναίκα και η κόρη του και θα έχουν ανησυχήσει». «Θα τα πούμε και άλλη φορά», είπε εκείνος, απευθυνόμενος σε μένα. Δυσαρεστημένος, έκλεισε βιαστικά την πόρτα.
Κατηφορίζοντας την Ασκληπιού και κατευθυνόμενος προς την πλατεία Συντάγματος, προσπαθούσα να εξηγήσω τους λόγους για τους οποίους ο Μανούσος Μανούσακας δεν επιθυμούσε να συμπεριληφθούν στον κατάλογο δημοσιευμάτων του όσα κείμενα έγραψε στα μαθητικά του χρόνια.
Αρχικά, φαντάστηκα ότι, ενδεχομένως, αισθανόταν ενοχές. Γρήγορα όμως απέκλεισα ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Κατέληξα στη γνώμη ότι, πιθανότατα, ήθελε να αποφύγει τα σχόλια. Συνεσταλμένος καθώς ήταν, δεν θα άντεχε τυχόν πειράγματα, για τις νεανικές δημοσιεύσεις του. Τα συγκεκριμένα κείμενα ήθελε, προφανώς, να τα κρατήσει μόνο για τον εαυτό του. Τον αντιπροσώπευαν απολύτως.
Στη συνέχεια, έφερα στη σκέψη μου τις διηγήσεις διαφόρων γνωστών του.
Πρώτα, του δικηγόρου Στέργιου Μανουρά, γνωστού μελετητή του Ρεθύμνου, που μου περιέγραφε τις δύσκολες συνθήκες κάτω από τις οποίες είχαν μεγαλώσει ο Μανούσος και η Ειρήνη. Όταν ήταν ακόμη μικρά παιδιά, πέθανε η μητέρα τους. Λίγα χρόνια αργότερα, ακολούθησε και ο θείος τους, ο αρχαιολόγος Ευστάθιος Πετρουλάκις, τον οποίο υπεραγαπούσαν. Ουσιαστικά μεγάλωσαν με τη φροντίδα του πατέρα τους. Από νωρίς, στράφηκαν στα γράμματα και ξεχώρισαν. Αργότερα βρέθηκαν στην Αθήνα και, κάτω από μεγάλες στερήσεις, κατάφεραν να σπουδάσουν. Εκτιμώντας τη σεμνότητα και την αφοσίωση στα μαθήματά τους, ο Ρεθεμνιώτης Εμμανουήλ Τσουδερός, διοικητής τότε της Τραπέζης της Ελλάδος, στάθηκε συμπαραστάτης τους. Την περίοδο της Κατοχής είχαν περάσει πολύ δύσκολες μέρες. Καθυστερημένα, πληροφορήθηκαν τον θάνατο του πατέρα τους, στο Ρέθυμνο. Αισθάνθηκαν συντριβή αφού δεν κατάφεραν ούτε καν να παραβρεθούν στην κηδεία του. Τότε, συνειδητοποίησαν, ότι έπρεπε πλέον να στηριχτούν στις δικές τους δυνάμεις…
Κυρίως, όμως, θυμήθηκα τις διηγήσεις του Νίκου Σβορώνου. Ήταν τρία χρόνια μεγαλύτερος από τον Μανούσο Μανούσακα, αλλά γνωρίστηκε και έκανε παρέα μαζί του από τα πανεπιστημιακά έδρανα. Τους συνέδεαν πολλά. Κυρίως, τα δύσκολα χρόνια της παιδικής τους ηλικίας, στις πόλεις που γεννήθηκαν. Τις επαφές φρόντισαν να διατηρήσουν και μετά την αποφοίτησή τους. Από κάποια στιγμή, μάλιστα, συνεργάζονταν καθημερινά. Υπηρετούσαν και οι δύο στο «Μεσαιωνικόν Αρχείον» καταστρώνοντας φιλόδοξα επιστημονικά σχέδια για το μέλλον. Η Κατοχή, που μεσολάβησε, δεν τα ανέστειλε. Και οι δύο οργανώθηκαν από την πρώτη στιγμή στο Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο και συμμετείχαν στην Αντίσταση κατά του κατακτητή. Ο Νίκος Σβορώνος διηγόταν ότι ο ίδιος ήταν περισσότερο δραστήριος σε σχέση με τον Μανούσο Μανούσακα. Δεν μπορούσε να ξεχάσει, όμως, τις παράτολμες κινήσεις του επιστήθιου φίλου του μετά τον Δεκέμβριο του 1944. Αργότερα, συναντήθηκαν ξανά οι δρόμοι τους, στο Παρίσι. Ο ίδιος, που είχε φτάσει στην πόλη στα τέλη του 1945, υποδέχτηκε ακριβώς δύο χρόνια αργότερα τον Μανούσο Μανούσακα, ο οποίος, εκμεταλλευόμενος κι εκείνος Υποτροφία της Γαλλικής Κυβέρνησης, κατέφθασε για συμπληρωματικές σπουδές.
Οι δύο φίλοι, μαζί και η Ειρήνη Μανούσακα, έκαναν στενή παρέα ώς την άνοιξη του 1951. Η επικοινωνία τους δεν διακόπηκε ούτε τις επόμενες δεκαετίες. Παρά την απόσταση που τους χώριζε, συναντιόντουσαν στα Διεθνή Βυζαντινολογικά Συνέδρια, όπου είχαν την ευκαιρία να συζητήσουν πολλά. Αυτό συνέβη και τον Μάιο του 1971, όταν οργανώθηκε στη Βενετία από την Association Internationale d’Études du Sud-Est Européen Διεπιστημονικό Συμπόσιο με θέμα: «Structure sociale et développement culturel des villes Sud–Est Européennes et Adriatiques aux 17e-19e siècles». Αντιλαμβανόμενοι οι δύο φίλοι ότι παρακολουθούνταν οι κινήσεις τους από όργανα της Δικτατορίας, μέσω κοινών γνωστών τους που κινητοποίησαν, κατάφεραν να συναντηθούν αργά τη νύχτα σε κάποιο απόμερο σημείο της πόλης και να συνομιλήσουν για αρκετή ώρα. Μετά τη Μεταπολίτευση, θυμόταν ο Νίκος Σβορώνος, όταν ξεκίνησαν οι κινήσεις για την επάνοδό του στην Ελλάδα, ο Μανούσος Μανούσακας τις υποστήριξε ένθερμα. Χρησιμοποιώντας το επιστημονικό κύρος του, κινήθηκε μάλιστα μεθοδικά στο παρασκήνιο, για την απόδοση στον παλιό συνοδοιπόρο του της ελληνικής ιθαγένειας, που του είχε αφαιρεθεί. Λίγα χρόνια μετά, ως Πρόεδρος της Διοικούσας Επιτροπής του Πανεπιστημίου Κρήτης, εισηγήθηκε την πρόσληψή του ως διδάσκοντα στη Φιλοσοφική Σχολή. Εμπιστευόμενος μάλιστα την κρίση του, του ζήτησε να οργανώσει έναν υποδειγματικό Ιστορικό Τομέα, πράγμα που επιτεύχθηκε, σε ένα μεγάλο βαθμό, τα επόμενα χρόνια.
«Μη σας παραπλανά το αυστηρό και φοβισμένο ύφος του», συνήθιζε να λέει ο γνωστός ιστορικός, αναφερόμενος στον Μανούσο Μανούσακα. «Κρύβει μέσα του θλίψη, τρυφερότητα αλλά και μεγάλο πείσμα. Όταν παρίσταται ανάγκη, υπερασπίζεται, με τον δικό του τρόπο, ανυστερόβουλα τις ιδέες και τους φίλους του.»
Βυθισμένος στις σκέψεις μου είχα φτάσει στην οδό Όθωνος. Μόλις και πρόλαβα το τελευταίο λεωφορείο που αναχωρούσε για το Παλαιό Φάληρο. Στο σπίτι έφτασα μετά τα μεσάνυχτα. Επειδή φοβήθηκα πως θα ξεχνούσα όσα είχα ακούσει λίγη ώρα πριν, ξενύχτησα για να τα καταγράψω.
Ο κατάλογος δημοσιευμάτων του Μανούσου Μανούσακα που συνέταξα από κοινού με την Αγγελική Πανοπούλου, συμπεριλήφθηκε τελικά στην αρχή του πρώτου τόμου της έκδοσης: «Ροδωνιά. Τιμή στον Μ. Ι. Μανούσακα», τόμ. 1-2 (Ρέθυμνο, Πανεπιστήμιο Κρήτης, 1994). Από τον κατάλογο, απουσίαζαν όσα κείμενα είχαν δημοσιευτεί την περίοδο 1930-1931 στο μαθητικό περιοδικό «Μαθητική Ηχώ».
Ήμουν βέβαιος ότι η υπόσχεση του Μανούσου Μανούσακα ότι θα μιλούσαμε ξανά για τα παιδικά του χρόνια στο Ρέθυμνο δεν θα πραγματοποιούνταν. Πράγματι, όσες φορές συναντηθήκαμε τα επόμενα χρόνια, και ήταν πολλές, η συζήτηση περιστρεφόταν αποκλειστικά σε επιστημονικά ζητήματα. Αισθανόμουν, ωστόσο, ότι με αντιμετώπιζε πλέον με μεγαλύτερη οικειότητα. Με έβλεπε σαν ένα συνομιλητή, στον οποίο είχε μαρτυρήσει τις παιδικές σκανταλιές του. Μόνο κάποια φορά ένιωσε την ανάγκη να απολογηθεί για την ημιτελή συζήτησή μας και επικαλέστηκε τις αυξημένες υποχρεώσεις του στην Ακαδημία Αθηνών.
Μετά τον θάνατό του, στις 16 Ιουλίου 2003, αποφασίστηκε από την Καθηγήτρια Χρύσα Μαλτέζου, Διευθύντρια τότε του Ελληνικού Ινστιτούτου Βενετίας, να αφιερωθεί στη μνήμη του τόμος των «Θησαυρισμάτων», του επίσημου επιστημονικού οργάνου του Ιδρύματος.
Στον τόμο έδωσαν συνεργασίες τους όσοι διετέλεσαν υπότροφοί του την περίοδο 1966-1982, όταν Διευθυντής του υπήρξε ο Μανούσος Μανούσακας.
Ζητήθηκε, από την Αγγελική Πανοπούλου και εμένα, να δημοσιεύσουμε ενημερωμένο κατάλογο των δημοσιευμάτων του τιμώμενου. Στον κατάλογο, αυτή τη φορά, συμπεριλάβαμε και τα δημοσιεύματά του της περιόδου 1930-1931 στο περιοδικό «Μαθητική Ηχώ». Έτσι, σκεφτήκαμε, ότι ο αναγνώστης, σχηματίζει ακριβέστερη εικόνα του συγγραφικού έργου του.
Ο τριακοστός τέταρτος τόμος των «Θησαυρισμάτων», με την αναγραφή «Μνημόσυνο Μανούσου Μανούσακα» στο εξώφυλλο, κυκλοφόρησε το 2004. Με την έκδοσή του τιμήθηκε η πολύχρονη προσφορά μιας σημαντικής πνευματικής φυσιογνωμίας της νεότερης Ελλάδας.
*Ο Μανούσος Ι.Μανουσακας είναι Ιστορικός, Ινστιτούτο Ιστορικών Ερευνών, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών.
* Ο Κώστας Γ. Τσικνάκης ιστορικός, Ινστιτούτο Ιστορικών Ερευνών, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών