Το νερό της γης, επιφανειακό και υπόγειο, βρίσκεται σε συνεχή κίνηση και αλλαγή, από την υγρή στην αέρια ή στη στερεά μορφή και αντίστροφα. Αυτό αναφέρεται ως κύκλος του νερού ή υδρολογικός κύκλος. Οι Μινωίτες ήταν οι πρώτοι Έλληνες, που ασχολήθηκαν ενεργά με την ανάπτυξη και χρήση υδρο-τεχνολογιών, κυρίως για τη βελτίωση των συνθηκών ύδρευσης, πριν ca 5.000 χρόνια. Σε σχέση με άλλους προϊστορικούς πολιτισμούς, όπως οι Μεσοποτάμιοι, οι Αιγύπτιοι, οι Ινδοί και οι Κινέζοι, οι προϊστορικοί Έλληνες και ιδιαίτερα αυτοί που έζησαν στην νοτιοανατολική χώρα, επέλεγαν να εγκατασταθούν σε πιο ξηρές περιοχές. Οι ακριβείς λόγοι για αυτό δεν είναι γνωστοί, αλλά μπορούμε να υποθέσουμε ότι οι προϊστορικοί Έλληνες θεωρούσαν το ξηρό κλίμα ως πιο πρόσφορο και πιο υγιεινό, που προσέφερε προστασία από πλημμύρες και ασθένειες, που σχετίζονται με το νερό (Koutsoyiannis et al., 2008).
Τόσον ο Μινωικός (ca 3200-1100 π.Χ.) όσο και ο Μυκηναϊκός (ca 1600-1100 π.Χ.) πολιτισμός ήταν θεοκρατούμενα καθεστώτα, στα οποία επικρατούσαν Θεές. Η διάκριση της Μινωϊκής από τη Μυκηναϊκή θρησκεία είναι ένα από τα πιο ακανθώδη προβλήματα της θρησκειολογικής μελέτης του Μυκηναϊκού πολιτισμού. Επίσης τοιχογραφίες και απεικονίσεις της λειτουργίας των Μινωϊκών «ανακτόρων», υποδηλώνουν ότι στη Μινωική εποχή επικρατούσε η ειρήνη και η θέση των γυναικών ήταν δεσπόζουσα και ανώτερη αυτής άλλων σύγχρονων και νεότερων πολιτισμών. Επίσης ο Α. Evans (1921-1935) ονόμασε το Μινωικό πολιτισμό ως Pax minoica ή Μινωική ειρήνη, ως μια περίοδο κατά την οποία στις πόλεις δεν είχαν τείχη σε αντίθεση με τις Μυκηναϊκές πόλεις. Η ευνοϊκή θέση των γυναικών στη Μινωική εποχή και η μητριαρχία έχουν επιβεβαιωθεί από αρχαιολόγους και ιστορικούς, πολλοί από τους οποίους αναφέρουν χαρακτηριστικά ότι ο Μινωικός πολιτισμός ήταν μια μεγάλη δύναμη χωρίς στρατιωτική αριστοκρατία, όπου οι γυναίκες ήταν ίσες με τους άνδρες (Σακελλαράκης, 2012, Μαρινάτος, 1974, Muge, 2013, και άλλοι). Δηλαδή, την Μινωική εποχή δεν υπήρχαν «ανάκτορα’» και δοξαζόμενοι βασιλείς, ενώ υπήρχε ισότητα μεταξύ των γυναικών και των ανδρών.
Αρχαιολογικές και άλλες μαρτυρίες καταδεικνύουν ότι την ίδια εποχή αναπτύχθηκαν και εφαρμόστηκαν προωθημένες τεχνικές διαχείρισης του νερού, που υποδεικνύουν ότι οι Μινωίτες είχαν εντρυφήσει στον καθαρισμό του πόσιμου νερού με απλές τεχνολογίες, όπως είναι οι δεξαμενές φυσικής καθίζησης στερεών, τα αμμόφιλτρα και τα κεραμικά φίλτρα. Ένα από τα πιο εξέχοντα επιτεύγματα του Μινωικού πολιτισμού ήταν η υδραυλική και αρχιτεκτονική κατασκευή και λειτουργία των συστημάτων ύδρευσης και των συστημάτων αποχέτευσης αποβλήτων και νερών της βροχής στις πόλεις της εποχής εκείνης. Στους περισσότερους Μινωικούς οικισμούς η αρχιτεκτονική δομή και λειτουργικότητα των συστημάτων υδροδότησης και αποχέτευσης είναι άξια προσοχής και μελέτης.
Η ιστορική περίοδος χαρακτηρίστηκε από έντονες κοινωνικές και πολιτικές διεργασίες στο εσωτερικό των πόλεων, όπου αναπτύχθηκαν δημοκρατικά πολιτεύματα τρόπον τινά μειοψηφικών αρχών και ανδροκρατούμενα. Σε αντίθεση με την Μινωική εποχή, τα πολιτικά δικαιώματα των γυναικών και η ισότητα ανδρών και γυναικών δεν υπήρχαν. Όμως τις περιόδους αυτές και ιδιαίτερα κατά την Αρχαϊκή, την Κλασική και την Ελληνιστική περίοδο (ca 750-67 π.Χ.), οι Μινωικές υδρο-τεχνολογίες αναπτύχθηκαν περαιτέρω και επίσης αναπτύχθηκε η φιλοσοφική και επιστημονική μελέτη και διερεύνηση των φυσικών πόρων και κυρίως των υδρο-μετεωρολογικών φαινομένων.
Η αρχή έγινε από το Θαλή το Μιλήσιο (ca 640-546 π.Χ.), ιδρυτή της Ιονικής Σχολής Φιλοσοφίας, που θεώρησε ότι ο κόσμος αποτελεί ενότητα που ανάγει την αρχή της σε ένα μόνο στοιχείο, το νερό, το οποίο αποτελεί το δομικό υπόστρωμα όλων των μεταβολών που συμβαίνουν στον κόσμο, ενώ παράλληλα το ίδιο παραμένει αμετάβλητο. Τότε ο μαθητής και ο διάδοχός του Αναξίμανδρος ο Μιλήσιος (ca 611-547 π.Χ.), τόλμησε να γράψει το βιβλίο «Περί Φύσεως», το οποίο δεν βασίστηκε στη θεοκρατία ή τη θρησκεία αλλά στην φιλοσοφία και το οποίο δυστυχώς χάθηκε. Κατανόησε τη σχέση μεταξύ βροχόπτωσης και εξάτμισης. Ανέφερε ότι «Η βροχή παράγεται από την εξάτμιση (από ατμό) που στέλνεται προς τα πάνω από τη γη λόγω του ήλιου». Προσπάθησε επίσης να εξηγήσει τη γένεση των ανέμων και των κεραυνών. Μετέπειτα, ο προαναφερόμενος, ο Αναξιμένης ο Μιλήσιος (ca 586 – 526 π.Χ.), ο Ξενοφάνης ο Καλοφώνιος (ca 570 – 480 π.Χ.), ο Αναξαγόρας ο Κλαζομένιος (ca 500-428 π.Χ.), ο Πυθαγόρας (ca 570-495 π.Χ.) και άλλοι μετέφεραν τις βασικές φιλοσοφικές και επιστημονικές γνώσεις τους στην Αθήνα.
Στην συνέχεια, ο Πυθαγόρας ο Σάμιος, συνυπήρξε με τον Ξενοφάνη και ήταν ο σημαντικότερος Έλληνας φιλόσοφος, μαθηματικός, γεωμέτρης και θεωρητικός της μουσικής. Υπήρξε ο πιο διάσημος μαθητής του Θαλή και ένας Έλληνας Ίωνας φιλόσοφος θεμελιωτής των ελληνικών μαθηματικών (τη φιλοσοφία των αριθμών). Δημιούργησε ένα άρτιο επιστημονικό σύστημα των ουρανίων σωμάτων, που το κατοχύρωσε με όλες τις σχετικές αριθμητικές και γεωμετρικές αποδείξεις. Επίσης ήταν ιδρυτής ενός μυητικού φιλοσοφικού κινήματος, που ονομάστηκε Πυθαγορισμός. Τέλος, ίδρυσε στη Σάμο ένα σχολείο που ονομάστηκε «Ημικύκλιο» και στον Κρότωνα της Καλαβρίας τη σημαντικότερη σχολή, γνωστή ως Πυθαγόρειο.
Ακολούθησε ο Σωκράτης (ca 470-399 π.Χ.), του οποίου οι απόψεις μεταφερόταν με τα γραπτά του μαθητή του Πλάτωνα (ca 427-347 π.Χ.), που το 387 π.Χ. ίδρυσε την Πλατωνική Ακαδημία. Ο Πλάτωνας ανέπτυξε συστηματικά τις διδασκαλίες του Πυθαγορισμού και συνδυάζοντας απόψεις προσωκρατικών Ιώνων φιλοσόφων, εκτίμησε δια στόματος του Σωκράτη, ότι το σύμπαν έχει δημιουργηθεί από την ανάμειξη της γης, του νερού, του αέρα και της φωτιάς, στις σωστές αναλογίες. Λεπτομερέστερη περιγραφή της πλατωνικής θέασης για τη φύση συναντάται στον Τίμαιο, φιλοσοφικό διάλογο του Πλάτωνα, που εμφανίστηκε ως συνέχεια, κατά κάποιο τρόπο, της Πολιτείας του Πλάτωνα. Tη θέση του Σωκράτη πήρε ο αστρονόμος και φυσικός φιλόσοφος Τίμαιος, που περισσότερο θύμισε την αριστοτελική πραγματεία παρά πλατωνικό διάλογο και αποτέλεσε μία συστηματική προσπάθεια να εξηγηθεί η δημιουργία του σύμπαντος.
Μετέπειτα ο Αριστοτέλης (ca 384-322 π.Χ.), μαθητής του Πλάτωνα, που οι θεωρίες του επηρεάστηκαν και από τους Ίωνες φιλοσόφους, ίδρυσε το Λύκειο ή την «Περιπατητική Σχολή» του στην Αθήνα το 335 π.Χ. Η περίφημη πραγματεία του «Μετεωρολογικά» ήταν μια μεγάλη συνεισφορά στην Υδρο-Μετεωρολογία. Διατύπωσε με ορθό τρόπο τον υδρολογικό κύκλο. Κατανόησε τις αλλαγές φάσης του νερού και την ανταλλαγή ενέργειας, που απαιτείται. Επίσης, αναγνώρισε την αρχή της διατήρησης της μάζας στον υδρολογικό κύκλο και στα κείμενα του περιέχεται μια εντυπωσιακή αντίληψη για τις μεταμορφώσεις, που υφίσταται η γη.
Κατά την Ελληνιστική περίοδο (ca 323-67 π.Χ.), κυρίαρχη θέση στην αρχαία φιλοσοφία κατείχαν οι σχολές των Πλατωνικών, Αριστοτελικών, Σκεπτικιστών και Κυνικών, παράλληλα βέβαια με εκείνες των Στωικών και των Επικούρειων. Από το τέλος της Κλασικής Ελλάδας, ο Θεόφραστος (372-287 π.Χ.), διάδοχος του Αριστοτέλη στην Περιπατητική Σχολή, υιοθέτησε και προώθησε, ακόμα και διόρθωσε, τις θεωρίες του δασκάλου του για το σχηματισμό των ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων εξαιτίας της συμπύκνωσης και της ψύξης των υδρατμών. Επίσης, κατανόησε τη φύση του ανέμου «η κίνηση του αέρα είναι άνεμος», ενώ κατανόησε τους μηχανισμούς της εξάτμισης, και ειδικότερα πόσο αυτή επηρεάζεται από τον άνεμο.
Στη συνέχεια στην Αθήνα, ο Επίκουρος (ca 341-270 π.Χ.), ιδρυτής των Επικουρείων, φαίνεται ότι αντιπροσώπευε μια απόμακρη θέση από άλλους μεγάλους Έλληνες στοχαστές αυτής της εποχής και των προγενέστερων περιόδων. Θεωρείται όμως ότι είναι από τους πιο εξέχοντες πολέμιους των προκαταλήψεων και φαίνεται να διατήρησε κάποιες από τις ιδέες των παλαιοτέρων.
Μετά τη δολοφονία του Φιλίππου το 336 π.Χ., ο γιος του και βασιλιάς της Μακεδονίας Αλέξανδρος (356-323 π.Χ.), μαθητής του Αριστοτέλη, τέθηκε επικεφαλής πανελλήνιας εκστρατείας εναντίον της Περσικής αυτοκρατορίας, την οποία κυρίευσε, προελαύνοντας μέχρι τον Ινδό ποταμό, ως τον αιφνίδιο θάνατό του (Walbank, 1999). Η Μεγάλη Αλεξάνδρεια, η μεγάλη έδρα του πνευματικού πολιτισμού και το σπίτι της Ελληνικής φιλοσοφίας σχεδιάστηκε και κτίστηκε από τον Αλέξανδρο, το 331 π. Χ., σε ορθογώνιο πλέγμα και προσανατολίστηκε νοτιοδυτικά για να παρέχει καταφύγιο από τον βόρειο άνεμο και να εκμεταλλεύονται το δυτικό αεράκι. Στην Αλεξάνδρεια μεταξύ άλλων ιδρύθηκε το Μουσείο και η Βιβλιοθήκη, που δεν ήταν ανοιχτά στο κοινό, αλλά ήκμασαν οι μελετητές, που σπούδασαν και μελέτησαν την φιλολογία, τις μαθηματικές επιστήμες, την αστρολογία και φυσικά την μετεωρολογία.
Τέλος, παρά την τεράστια πρόοδο που σημειώθηκε αυτά τα Ιστορικά χρόνια, στις επόμενες δυο χιλιετίες, δηλαδή μέχρι στις αρχές του περασμένου αιώνα, ελάχιστη περεταίρω ανάπτυξη σημειώθηκε κυρίως σε ότι αφορά τους υδατικούς πόρους. Μετά τον 1ο Παγκόσμιο Πόλεμο αναπτυχθήκαν και βελτιώθηκαν επιστημονικά η ανάπτυξη και χρήση τους και κυρίως ο καθαρισμός και η απολύμανση του πόσιμου νερού κατ’ αρχή, στις ΗΠΑ και μετέπειτα στον υπόλοιπο ανεπτυγμένο κόσμο, που υπήρξαν καθοριστικές στην υγεία και τη ζωή των ανθρώπων σε αυτό τον πλανήτη.
Βιβλιογραφία
Evans, A. (1921-1935). The Palace of Minos at Knossos: A Comparative Account of the Successive Stages of the Early Cretan Civilization as Illustrated by the Discoveries. Macmillan and Co., London, 1921–35, vols I–IV. Reprinted by Biblo and Tannen, New York, NY, USA.
Koutsoyiannis, D., Zarkadoulas, N., Angelakis, A. N., and Tchobanoglous, G. (2008). Urban Water management in Ancient Greece: Legacies and Lessons. ASCE, Journal of Water Resources Planning &Manag., 134 (1): 45-54.
Μαρινάτος, Σπ. (1974). Ανασκαφαί Θήρας VI (1972), Αρχαιολογική Εταιρεία, Αθήνα.
Muge, A. and Loucanicas, M. (2013). Periplus: Minoan Cretan thalassocracy, https://peripluscd.wordpress.com/tag/minoan-art/.
Σακελλαράκης. Γ. (2012). Σκέψεις για τη Μινωική θαλασσοκρατία. Ομιλία, Πανόραμα ιδεών, της Bικελαίας Βιβλιοθήκης, Ηράκλειο.
Walbank, W. F. (1999). The Hellenistic World. Μετάφραση Τ. Δαρβέρης. Εκδότης Βανίας, ISBN13 9789602880135.