Του ΠΕΤΡΟΥ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΔΗ*
Η σκηνή θύμιζε αίθουσα κακουργιοδικείου.
Ο Σόιμπλε, υπουργός τότε (2015) Οικονομικών της Γερμανίας, φαινόταν σκυθρωπός και δύσθυμος, χωρίς κανένα ίχνος επιείκειας για τα διαθρυλούμενα χάλια της ελληνικής οικονομίας. Είχαν περάσει ήδη έξι χρόνια (από το 2009), με περικοπές δισεκατομμυρίων σε μισθούς και συντάξεις, με τους Έλληνες να αυτοκτονούν, να εκπατρίζονται, να προσφεύγουν στον ψυχίατρο, να ζουν υπό καθεστώς χρόνιας μελαγχολίας, και ο ορίζοντας της πάνδημης δυστοπίας να παραμένει εφιαλτικά σκοτεινός, «άτρωτος». Οι Έλληνες πολιτικοί όλων των αποχρώσεων χασκογελούσαν, χωρίς καμιά διαβεβουλευμένη (θεμελιωδώς τεκμηριωμένη) πρόταση ανάταξης του διοικητικού, δικαστικού και κοινωνικού – οικονομικού ιστού της χώρας, χωρίς πρόταση εξορθολογισμένης αντιμετώπισης του υπερδιογκωμένου εξωτερικού και δημοσιονομικού χρέους της. Οι ίδιοι φάνταζαν αμήχανοι, μη ικανοί να αποτρέψουν την ενδεχόμενη κοινωνική «γενοκτονία». Η ελληνική οικονομία, ωστόσο, συνέχιζε να διάγει τον ευτράπελο βίο της για τους λίγους και να διασπείρει το θανατηφόρο ιό της στους πολλούς. Με δύο αιματοβαμμένα μνημόνια στην πλάτη της, υπό ευτελιστικό καθεστώς ευρωπαϊκής επιτήρησης, επέμεινε να αναπαράγει τη χρονίζουσα, αδιέξοδη δυσπραγία της. Οπότε, ο Σόιμπλε δεν άντεξε: ήταν αποφασισμένος να εκστομίσει το χρησμό του: «O καθένας να κοιτάζει πως να μπορεί να καθαρίζει τη δική του αυλή» (Goethe). Αλλά για τη διαφθορά διαπλοκής των γερμανικών επιχειρήσεων στις συναλλαγές τους με το ελληνικό δημόσιο (Siemens, ναυπήγηση υποβρυχίων κ.ο.κ.) ούτε λόγος.
Στην ίδια αίθουσα, δίπλα του, καθόταν ο Βαρουφάκης – υπουργός τότε Οικονομίας της ήδη φτωχοποιημένης «καλλιγύναικας» που λέγεται Ελλάδα – έμοιαζε ιδιαίτερα τετιμημένος στη συναναστροφή του με τον αδυσώπητο τιμωρό του δημόσιου δανειακού εκτροχιασμού της χώρας. Η πρότασή του: Βαθύτερο κούρεμα του ιλιγγιώδους εξωτερικού και δημοσιονομικού χρέους της χώρας, λογικά επίπεδα πρωτογενών πλεονασμάτων (1,5%), αναδιάρθρωση χρέους συνδεδεμένη με το ρυθμό ανάπτυξης του ονομαστικού ΑΕΠ, επενδυτικό πακέτο Ευρωπαϊκής Τράπεζας και Ευρωπαϊκού Ταμείου Επενδύσεων για την ενίσχυση επιχειρήσεων, κακή τράπεζα για τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, δε βρήκε απολύτως καμμιά απήχηση. Χωρίς κανένα ίχνος αυτοκριτικής συνευθύνης στην συμπαιγνία των συναλλαγών (μιλάμε για δισεκατομμύρια) οι Ευρωπαίοι εταίροι δεν ποιούσαν μόνον την νήσσα. Σατίριζαν υποτιμητικά την ίδια την Ελλάδα, τους Έλληνες. Γιατί;
Επειδή επί είκοσι συναπτά χρόνια οι προβεβλημένοι φωστήρες – δεξιοί κι αριστεροί – της ελληνικής πολιτικής σκηνής φρόντισαν να θεμελιώσουν την αναπτυξιακή αειφορία του παραγωγικού ιστού της χώρας σε μια ιδιαίτερα κραταιή(!) και αδιάσειστη(!) οικονομική βάση: στον υπερβάλλοντα ζήλο πιστωτικής αλληλεγγύης (ή μήπως στον κατ’ επίγνωσιν πιστωτικό δόλο;) των ευρωπαϊκών τραπεζών και κρατών. Το εξωτερικό χρέος είχε ξεπεράσει τα 320 δις (σήμερα κυμαίνεται στα 550 δις), το ιδιωτικό έχει ήδη φτάσει στα 380 δις και το δημόσιο στα 400 δις. (βλ. Δελτίο Δημόσιου Χρέους του ΟΔΔΗΧ και τα σχετικά στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδας). Στα μάτια του Σόιμπλε και των λοιπών διαχειριστών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που πρέπει μάλλον να γνώριζαν πολύ καλά τις δόλιες συμπαιγνίες, τέτοια κοσμοϊστορικά πολιτικά – οικονομικά επιτεύγματα ήταν ασυγχώρητα. Η Ελλάδα έπρεπε να τιμωρηθεί. Όχι, βέβαια, οι Έλληνες πολιτικοί. Αυτοί, ούτως ή άλλως, βρίσκονται στο απυρόβλητο της ασυλίας, πέρα από την πυρίκαυστη ζώνη του εξοστρακισμού. Αλλά οι Έλληνες πολίτες. Αυτοί είναι τα υποζύγια του ΑΕΠ της χώρας. Αυτοί παράγουν, αυτοί δημιουργούν. Αυτοί πρέπει, συνεπώς, να καθαρίσουν και την πιστωμένη «κόπρο» του Αυγεία. Να αποπληρώσουν τις ειλημμένες απ’ τους Έλληνες πολιτικούς πιστώσεις των ευρωπαϊκών τραπεζών. Να υπαχθούν σ’ ένα καθεστώς οικονομικού επιθανάτιου ρόγχου μέχρι το 2070, καταληκτήριο χρόνο αποπληρωμής των δανείων. Να διακόψουν τις σπουδές των παιδιών τους. Να εκτεθούν στο θανατηφόρο και ανήθικο κυνισμό πλειστηριασμού των σπιτιών τους. Να υποστούν την αφαίμαξη των οποιωνδήποτε εσόδων τους για τη δημιουργία πλεονασμάτων ικανών να καλύψουν τις μνημονιακές δεσμεύσεις της χώρας. (βλ. ΕΝΦΙΑ 2,3 δις το χρόνο, αυξημένο φόρο επιτηδεύματος, αυξημένο ΦΠΑ, κ.ο.κ.).
Και όλα αυτά, χάριν μιας πολιτικής απάτης που συνέχεε (ή μήπως ταύτιζε;) την «πίστωση» με την ευρωστία της οικονομικής πραγματικότητας. Την ανάπτυξη με τον συσσωρευμένο δανεισμό. Αλλά και χάριν μιας περίεργης νευρωτικής παραίσθησης του ίδιου του ελληνικού λαού: να αποδίδει στις φωνασκίες και τους θεατρινισμούς των Ελλήνων πολιτικών, όχι μόνο τη δυνατότητα λύτρωσής του από την τραγική κατάσταση στην οποία τον εξώθησαν, αλλά και την εκπλήρωση του διαχρονικού του πόθου: την αναμόρφωση του αρχαίου κάλλους της χώρας. Οι άνθρωποι δεν μπορούν. Αν μπορούσαν θα το είχαν, διακόσια χρόνια τώρα, ήδη πράξει. Δεν τους βλέπετε; Είναι εκτός πραγματικότητας. Δεν έχουν μάθει να λύνουν προβλήματα. Η πολιτική τους δεν έχει κανέναν κριτικό και αυτοκριτικό ρεαλισμό. Ακόμα και σήμερα, συνεχίζουν να επιλέγουν να θυσιάζουν την οικονομία της Ελλάδας στα δικά τους βραχυπρόθεσμα συμφέροντα και στα συμφέροντα συγκεκριμένων μονοπωλιακών, ολιγοπωλιακών και ολιγαρχικών συμφερόντων. Να μεταφράζουν το χρέος που αυτοί δημιούργησαν σε υστέρημα των πολιτών. (Οι ίδιοι δε βλέπω να έχουν βάλει τη δική τους περιουσία υποθήκη για την αποπληρωμή των μνημονιακών τους δεσμεύσεων).
Στο αδιαφανές παρασκήνιο των νομοθετικών διαβουλεύσεων, διαφεντεύει ένας πολιτικός κυνισμός που εξωθεί τους πολίτες όχι σε έναν έστω εξορθολογισμένο διακανονισμό των οποιωνδήποτε επίκτητων χρεών τους, αλλά στη φυγή από τη χώρα, ακόμα και στο απονενοημένο διάβημα.
Τα περίεργα αυτά όντα που λέγονται πολιτικοί ξεχνούν ότι μεγάλος πολιτικός είναι αυτός που εναντιώνεται στην απληστία του εαυτού του. Απληστία τόσο του χρήματος όσο και της αλόγιστης εξουσιαστικής αλαζονείας. Χωρίς αυτή τη συνειδητή και σθεναρή εναντίωση η «πολιτική κοινωνία» (Αριστοτέλης), η κοινωνία των πολιτών είναι αδύνατη. «Πολιτική κοινωνία» σημαίνει εδώ μετοχή στη λογική των περιούσιων κοινωνικών δρωμένων και αγαθών. Κοινωνώ σημαίνει μοιράζομαι τα δρώμενα. Μετέχω στις χαρές και οδύνες του καθολικού κοινωνικού σώματος. Εναντιώνομαι στην αλλοτρίωση των σχέσεων κοινωνίας των προσώπων μεταξύ τους. Φέρω ακόμη και τα θανάσιμα στίγματα της προσωπικής μου ευθύνης γι’ αυτά. Συντρέχω στη σωτηρία των κοινών γνωρίζοντας ότι «όταν σώζονται τα κοινά σώζονται σε κάθε περίπτωση και τα ιδιαίτερα προβλήματα του καθενός, όταν όμως χάνονται τα κοινά ποια ακόμα σωτηρία των ιδιαιτέρων προβλημάτων του καθενός απολείπεται». (βλ. Νικόλαος ο Μυστικός, Πατρολογία Migne, Τόμος 3, σελ. 297). Αλλά για ποια μορφή σχέσης κοινωνικής διαλεκτικής των ιδίων και των κοινών μιλάμε σήμερα; Στην Ελλάδα, υπάρχει μόνο το εγώ και το τίποτα. Μόνο που προβάλλει αδυσώπητο αυτό το ρημάδι το ερώτημα: όταν υπάρχει μόνο το εγώ, μήπως υπάρχει τότε μόνο το τίποτα;
* Ο Πέτρος Αναστασιάδης είναι καθηγητής Φιλοσοφίας