Εθώρειε κι ο Πολύδωρος κι ακόμη δεν κατέχει 1149
αν είν’ εκεί ο Ρωτόκριτος κι αλήθεια δεν την έχει.
Τόσο πολύ του φάνηκε, που ακόμη δεν πιστεύγει,
τον ήλιο βλέπει και φωτιά για να θωρεί γυρεύγει˙
μα τούτ’ η δυσκολιά του νου λίγη ώρα τον εκράτει,
κι είδε κι αυτός κι επίστεψε, σαν τσ’ άλλους στο παλάτι.
Περιλαμπάνει και φιλεί και δεν τόνε χορταίνει 1455
τον φίλον του τον ακριβό, και δάκρυα τόνε ραίνει.
Στους οκτώ αυτούς στίχους περιγράφει ο Κορνάρος πώς δέχθηκε ο Πολύδωρος τη φανέρωση του Ρωτόκριτου, όταν αυτός έπλυνε με νερό το μαγικό μελάνι από το πρόσωπό του και από μαύρος Κρητίδης έγινε ο άσπρος και ξανθός Ρωτόκριτος, για να γνωρίσουν όλοι στο παλάτι και στη χώρα ποιος πράγματι ήταν. Μετά την πρώτη τους έκπληξη, γιατί δεν ήξεραν αν αυτό που έβλεπαν ήταν ψεύτικο ή αληθινό, πρώτα ο πατέρας του και η μάνα του κλαίγοντας τον αγκάλιασαν, μετά ο ρήγας, που φώναξε την Αρετούσα και της είπε ότι ο γάμος της με τον Ρωτόκριτο ήτανε ξετελειωμένος. Κι η Αρετούσα, που της είχε ήδη φανερωθεί ο Ρωτόκριτος, με πονηριά δείχνει ότι αυτό που βλέπει είναι ανεπόλπιστο. Όλοι στο παλάτι και όλος ο λαός στη χώρα ενεγάλλιασε. Όλοι εκτός από τον Πολύδωρο. Η φανέρωση του Ρωτόκριτου «τόσο πολύ του εφάνη», ώστε δεν μπορούσε να πιστέψει ότι ο Κρητίδης, με πλυμένο το πρόσωπό του, ήταν πράγματι ο φίλος του ο Ρωτόκριτος. Αλλά μετά από λίγη ώρα, «τούτ’ η δυσκολιά του νου» χάθηκε, «κι είδεν κι αυτός κι επίστεψε, σαν τσ’ άλλους στο παλάτι».
Ο στίχος αυτός μ’ έκαμε, πριν από μερικές εβδομάδες, να σταματήσω την ανάγνωση του ποιήματος (συνηθίζω να το διαβάζω συστηματικά για να μάθω τα κρητικά ελληνικά), επειδή συνειδητοποίησα ότι περιστατικό προσωρινής απιστίας και τελικής πίστης υπάρχει εδώ και δύο χιλιάδες περίπου χρόνια στα ιερά μας Ευαγγέλια. Και θυμήθηκα ότι τη Μεγάλη Εβδομάδα του 2013 διάβασα πάλι στα τέσσερα Ευαγγέλια τα συμβάντα που αφηγούνται οι Ευαγγελιστές στα τελευταία κεφάλαια των βιογραφιών τους του Ιησού. Οι αφηγήσεις ήταν ακόμη ζωντανές στον νου μου.
Είχα σταθεί ιδιαίτερα στην αφήγηση του Ιωάννου. Συνέδεσα αμέσως το κεφ. Κ (20) του Ευαγγελίου του με τους οκτώ στίχους από το ποίημα του Κορνάρου, και ιδιαίτερα το ημιστίχιο «κι είδε κι αυτός, κι επίστεψε», που μου έφερε στο νου την ευαγγελική φράση «καὶ εἶδε καὶ ἐπίστευσεν» (Ιω 20:8). Εδώ έχουμε τη σύνδεση της αισθήσεως της οράσεως με την πίστη. Όταν η Μαγδαληνή ήλθε για πρώτη φορά στον τάφο και τον βρήκε ανοιχτό και κενό, πήγε στον Πέτρο και τον Ιωάννη και τους είπε τι είχε δει, και τότε και οι τρεις έρχονται στο μνημείο. Όταν ο Ιωάννης εισήλθε στον τάφο, γράφει στο Ευαγγέλιό του για τον εαυτό του, «καὶ εἶδε καὶ ἐπίστευσεν» (Ιω 20:8). Είδε, δηλαδή, ότι το σώμα του Ιησού δεν ήταν στον τάφο και τότε επίστευσε στα λόγια της. Ο εγερθείς Ιησούς δεν είχε ακόμη εμφανισθεί σε κανέναν και ο Ιωάννης δεν αρκέστηκε στα λόγια της Μαρίας για να πιστέψει ότι ο τάφος ήταν κενός, αλλά ήθελε να δει με τα ίδια του τα μάτια τον κενό τάφο. Στο τέλος όμως του κεφ. Κ (Ιω 20:29), ο Ιωάννης συνειδητοποίησε ότι η άμεση εμπειρική διαπίστωση της αλήθειας των λόγων κάποιου, δεν είναι πάντα εφικτή, γι’ αυτό έγραψε ότι είπε ο Ιησούς «μακάριοι οἱ μὴ ἰδόντες καὶ πιστεύσαντες».
Ανάλογη με τη στάση του Ιωάννη ήταν και η στάση του Θωμά. Ο «άπιστος μαθητής» δεν αρκέστηκε στα λόγια των συμμαθητών του, ότι δηλαδή είχαν δει τον εγερθέντα Ιησού. Ήθελε να τον δει, να τον ακούσει, να του ψηλαφήσει τις πληγές του για να πιστέψει, και έτσι έγινε. Και είδε κι αυτός και επίστεψε. Στην περίπτωση του Θωμά, όμως, ο Ιωάννης χρησιμοποιεί τα ρήματα «πιστεύω» και «ορώ» όχι στον αόριστο, αλλά στον παρακείμενο («ὅτι ἑώρακάς με, πεπίστευκας», του λέγει ο Ιησούς).
Παρ’ όλο που θεωρώ ότι ο Κορνάρος έγραψε τους οκτώ στίχους, έχοντας στο μυαλό του το κεφ. Κ του Ευαγγελίου του Ιωάννου, η ομοιότητα των δύο περιστατικών απιστίας δεν είναι πλήρης. Ο Ιωάννης δεν επίστεψε στα λόγια της Μαρίας και ο Θωμάς δεν επίστεψε στα λόγια των συμμαθητών του. Όμως ο Πολύδωρος δεν επίστευε σ’ αυτό που έβλεπε, στη φανέρωση του Ρωτόκριτου μπροστά στα ίδια του τα μάτια.
Μια κάποι’ αγάπη κίνησε με τρόπο κουρφεμένο 113
στο στήθος του Πολύδωρου προς τον αρρωστημένο.
Κι εφαίνουντόν ο Ρώκριτος ήτον όντεν του μίλειε. 117
Όταν ο πληγωμένος Κρητίδης τον ερωτά τι είναι αυτό που τον κάνει να αναδακρυώνει, ο Πολύδωρος απαντά:
…Φίλον κι αδερφό έχω μακρά στα ξένα, 125
θωρώ κ’ εις πράγματα πολλά μοιάση ‘χει μετά σένα.
Το πρόσωπό σου μοναχάς δε μοιάζει μετ’ αυτείνο,
Μετά από αυτά τα λόγια, μου φαίνεται παράξενο πώς ο Πολύδωρος, όταν είδε τον Κρητίδη να πλένει το πρόσωπό του και να φανερώνεται καθαρά ως Ρωτόκριτος, δεν επίστεψε πως αυτός που έβλεπε ήταν ο φίλος του, γιατί το μόνο που τον έκανε να μην αναγνωρίσει ότι ο Κρητίδης είναι ο Ρωτόκριτος ήταν το μαύρο πρόσωπό του.
Θεωρώ ότι ο Κορνάρος δεν δικαιολογεί μ’ αυτό που γράφει την απιστία του Πολύδωρου. Και εδώ έχουμε ασυνέπεια εκ μέρους του. Γιατί έκαμε τον Πολύδωρο άπιστο προσωρινώς; Ίσως γιατί ήθελε να δώσει στο περιστατικό της φανέρωσης του Ρωτόκριτου την ένταση και τη δύναμη που έχει το περιστατικό της φανέρωσης του Ιησού στον Θωμά, στο Ευαγγέλιο του Ιωάννη.
Δεν είναι η μόνη ομοιότητα που έχει το πέμπτο μέρος του ποιήματος του Κορνάρου με το κεφ. Κ του Ευαγγελίου του Ιωάννου. Όπως ο Ιησούς φανερώθηκε μετά την έγερσή του πρώτα στη Μαρία τη Μαγδαληνή και όπως η Μαρία δεν τον ανεγνώρισε αμέσως, έτσι και ο Ρωτόκριτος φανερώθηκε πρώτα στην Αρετή και η Αρετή δεν ανεγνώρισε τον μαυρισμένο και τραυλό Ρωτόκριτο. Άλλη ομοιότητα είναι ότι, όπως ο Ιησούς μετά τη συνάντησή του με τη Μαρία ανέβη προς τον Πατέρα του, έτσι και στο πέμπτο μέρος του ποιήματος ο Ρωτόκριτος αγκαλιάστηκε με τον πατέρα και τη μητέρα του. (Εδώ θέλω να σημειώσω ότι παρ’ όλο που ο Ιωάννης είχε τη φροντίδα της μητέρας του Ιησού, δεν κάνει ουδεμία μνεία συναντήσεως ή μη του αναστάντος Ιησού με τη μητέρα του. Αλλά ούτε και οι άλλοι Ευαγγελιστές γράφουν κάτι περί αυτού).
Φιλοσοφίας Πανεπιστημίου Κρήτης