Από τον ευεργέτη Σκευάκη στον Παπαδάκη της Αντίστασης
Ο ηλεκτροφωτισμός του Ρεθύμνου αποτελεί ένα ιδιαίτερο κεφάλαιο στην τοπική μας ιστορία Θυμάμαι πόσες συνεντεύξεις μας είχε δώσει ο αείμνηστος Ανδρέας Κούνουπας, για τη μέρα που είδε το Ρέθυμνο ηλεκτρικό φως.
Είναι μάλιστα ιδιαίτερο κεφάλαιο στο βιβλίο με τα απομνημονεύματά του.
Ναι ήταν όνειρο γενεών το επίτευγμα αυτό. Πέρασαν από 40 κύματα οι πρώτες προσπάθειες μιας εταιρίας που ιδρύθηκε για τον σκοπό αυτό, προκειμένου να εξασφαλίσουν τις υποδομές και να υποδεχτούν το ηλεκτρικό ρεύμα.
Ήταν οι έμποροι της πόλης εκείνοι που έβαλαν το «Ευλογητός» μιας τόσο σημαντικής προσπάθειας. Άνθρωποι κύρους, ευυπόληπτοι και δαχτυλοδεικτούμενοι στην τοπική κοινωνία. Αμέσως μετά τη Μικρασιατική συμφορά ξεκίνησε ο αγώνας για την εκπλήρωση αυτού του ονείρου και οι πρωτεργάτες έβαλαν πολλή δουλειά και έριξαν ιδρώτα. Ο αείμνηστος Θεμιστοκλής Βαλαρής στο βιβλίο του «Μια πόλη αναμνήσεις» αναφέρεται διεξοδικά στο θέμα και στις πρώτες ατυχίες που στοίχισαν σε χρήμα και σε ψυχική οδύνη όλους όσοι ασχολήθηκαν με το θέμα.
Σίγουρα όμως δεν θα είχε τίποτα επιτευχθεί χωρίς την παρουσία του αξέχαστου Γιάννη Ηρακλή Σκευάκη. Ο πατέρας του ήταν από τους πιο γνωστούς λαδέμπορους στο Ρέθυμνο. Δεχόταν το λάδι από κάθε φτωχοφαμελίτη και δεν δίστασε ποτέ σε ώρα ανάγκης να δώσει και προκαταβολή για να διευκολύνει τη φτωχολογιά. Με τις φιλανθρωπίες όμως έφτασε κάποια στιγμή στο χείλος της καταστροφής. Για να προλάβει τα χειρότερα έστειλε τον Γιάννη του σε ηλικία 11 μόλις χρόνων σε συγγενείς του που έμεναν στα περίχωρα της Σμύρνης.

Εκεί ο μικρός, έπιασε δουλειά σε ένα εργοστάσιο κατασκευής Κυλινδρόμυλων των Αδελφών Λεωνιδόπουλου που είχαν καταγωγή από το Αίγιο. Δύσκολες εποχές. Έπρεπε να σηκώνεται πρωί και να είναι στην ώρα του, γιατί διαφορετικά εύρισκε την πόρτα κλειστή και φυσικά ξεχνούσε το μεροκάματο για τη μέρα εκείνη της αργοπορίας.
Κατάφερε όμως μεγαλώνοντας να κερδίσει την εμπιστοσύνη των εργοδοτών του και μάλιστα να γίνει και συνέταιρος. Άριστα καταρτισμένος πήγαινε και στα χωριά να εγκαταστήσει κυλινδρόμυλους και επέστρεφε με το κεμέρι του γεμάτο λίρες. Η επιστροφή δεν ήταν καθόλου εύκολη καθώς οι ληστές καιροφυλακτούσαν. Ο Γιάννης όμως ήξερε να φυλάγεται. Πήγαινε γραμμή στο εργοστάσιο, τακτοποιούσε τους λογαριασμούς του και μετά αποφάσιζε να ξεκουραστεί. Αν και δεν ήξερε γράμματα, μόλις είχε καταφέρει να τελειώσει τη Β’ Δημοτικού, έκανε τους λογαριασμούς ολόσωστα από μνήμης και με το μυαλό του επίσης έλυνε κι έδενε μηχανές. Οι Λεωνιδόπουλοι το αναγνώριζαν αυτό και η εκτίμηση στο πρόσωπο του συνεργάτη τους ήταν απεριόριστη.
Με τον ερχομό του στο Ρέθυμνο μετά την καταστροφή άρχισε να αξιοποιεί τις γνώσεις που είχε αποκομίσει, στην αρχή καθαρά για τα δικά του πειράματα.
Εκεί στο σπίτι της μάνας του που βρήκε καταφύγιο η οικογένεια, εκείνος μελετούσε ένα πρωτόγονο πολεοδομικό σχέδιο του Ρεθύμνου, τραβούσε γραμμές όπου νόμιζε κι έδινε την εντύπωση πως βρίσκεται σε άλλους κόσμους. Κι όμως, στην πραγματικότητα, μελετούσε τα σημεία φωτισμού των κυριότερων δρόμων της πόλης. Η πρώτη δημιουργία ενός πυρήνα Ανώνυμης Ηλεκτροπαραγωγικής Εταιρίας βασίστηκε στο Γιάννη Σκευάκη. Μέγας χορηγός της προσπάθειας ήταν ο ξάδελφος του Δημήτρης Σταυρουλάκης που συγγενείς και φίλοι αποκαλούσαν ο «λεφτάς» λόγω φυσικά της μεγάλης του οικονομικής επιφάνειας.
Τον πρώτο αυτό πυρήνα αποτελούσαν οι μεγαλέμποροι Ζαχαρίου – Τζιράκης, Τίτος Ζακάκης, Γιάννης Δερμιτζάκης, Παντελής Γαγάνης, με νομικό σύμβουλο τον δικηγόρο Νίκο Κορωνάκη και «ψυχή» πάντα τον Γιάννη Σκευάκη.

Σχηματίστηκε το κεφάλαιο, φέρανε την πρώτη μηχανή χαμηλής πίεσης και δώσανε το πρώτο ρεύμα συνεχές 220 Volt. Πρώτα έγινε η σύνδεση κατά μήκος της οδού Αρκαδίου, μέχρι της Άμμος Πόρτα, δεύτερη κατά μήκος της Αντιστάσεως μέχρι τη Μεγάλη Πόρτα και τρίτη προς τα Δικαστήρια. Έτσι όπως τα είχε σχεδιάσει στο σπίτι της μάνας του ο Γιάννης Σκευάκης. Αλησμόνητη έμεινε η βραδιά που ανάψανε για πρώτη φορά τα φώτα εκείνα.
Σε όλους έκανε μεγάλη εντύπωση το γεγονός κάθε φορά που συνέβαινε βλάβη ο Σκευάκης καθόταν σε μια γωνιά για ώρες αμίλητος. Κανένας εργάτης δεν του μιλούσε όμως. Ήξεραν πως με το μυαλό του λύνει και δένει τη μηχανή μέχρι να εντοπίσει τη βλάβη. Κι έτσι συνέβαινε.
Πόσες φορές επίσης δεν δυσαρεστούσε την οικογένειά του βάζοντας σε πρώτη μοίρα την «Ηλεκτρική». Πάνω που όλοι ντυμένοι στολισμένοι ετοιμάζονταν για έξοδο ερχόταν η ειδοποίηση για βλάβη που έκανε το Σκευάκη χωρίς δεύτερη σκέψη να τους παρατά για τρέξει να τη διορθώσει. Και μετά με τον γλυκό του τρόπο να τους ηρεμεί στην επιστροφή του, γιατί πως αλλιώς να γινόταν όπως έλεγε κι ο ίδιος.
Ήταν άξιος άνθρωπος ο Γιάννης. Έπιαναν για καλά τα χέρια του και στις γεωργικές δουλειές. Ήταν ο προκομμένος νοικοκύρης που ευτύχησε να του μοιάσουν όλα του τα παιδιά.
Πέθανε τον Απρίλιο του 1860 και εύστοχα σε νεκρολογία που δημοσιεύτηκε στο «Βήμα» Ρεθύμνου χαρακτηρίζεται «ευεργέτης του Ρεθύμνου».
Χρόνης Παπαδάκης
Και τι να πούμε για τον Χρόνη Παπαδάκη.

Μια ακόμα σπουδαία μορφή που έδεσε το όνομά του με την πορεία της «Ηλεκτρικής».
Γεννήθηκε στο χωριό Σκορδύλο Μυλοποτάμου, στις 20 Ιανουαρίου 1911. Πατέρας του ήταν ο Χαράλαμπος Φραντζέσκου Παπαδάκης, γραμματέας του Ειρηνοδικείου Περάματος. Μητέρα του η Ειρήνη το γένος Κωνσταντίνου Ξεξάκη από το Σκορδύλο.
Από μικρός έτυχε να αποκτήσει τραγικές εμπειρίες. Ο πατέρας του μετά από δικές του προσωπικές περιπέτειες, αρρώστησε βαριά κι έφτασε στο κατώφλι του θανάτου. Τότε η μητέρα πήρε τον Χρόνη, θα ήταν κάπου πέντε χρόνων και την αδελφή του Αρτεμισία, τα έπλυνε, τα άλλαξε, τα χτένισε και τα έδωσε στη γιαγιά να πάνε να αποχαιρετήσουν τον πατέρα τους.
Σε ηλικία 14 χρόνων αρχίζει η καριέρα του στην Ηλεκτρική Εταιρεία Ρεθύμνης.
Νοέμβριο του ’25 έπιασε δουλειά ο Χρόνης με τη μεσολάβηση του γιατρού Κωνσταντίνου Λαγουδάκη και με μισθό 200 δραχμές το μήνα. Εκεί δούλευε από το πρωί ως το βράδυ, μαζί με άλλους νεαρούς, τον Βασίλη Δαμβόγλου, τον Γιώργη Πέρο, τον Λουκά Βογιατζή, τον Λευτέρη Κορωνάκη και τον Γιώργο Χαλκιαδάκη.

Τόσο ο διευθυντής Γιάννης Σκευάκης, όσο και ο προϊστάμενος – ηλεκτρολόγος Αλκαίος Μυσιρλίδης κατάλαβαν πως είχαν να κάνουν με ένα πανέξυπνο και φιλότιμο παιδί. Το πήραν, από κοντά λοιπόν, και μέσα σε ελάχιστο χρόνο ο Χρόνης, είχε μάθει απ’ έξω κι ανακατωτά την ηλεκτρογεννήτρια του εργοστασίου, που λειτουργούσε με καύσιμη ύλη τα κάρβουνα. Δεν σταμάτησε ούτε στιγμή να εμπλουτίζει τις γνώσεις του, όπου εύρισκε την κατάλληλη πηγή. Και δεν άργησε να μετέχει και στο συνεργείο που εγκαθιστούσε τις παροχές στα δημόσια κτίρια, τα σπίτια και τα καταστήματα της πόλης.
Μαθημένο να ζει από τις δυνάμεις του το αδικημένο από τη ζωή πλάσμα, κατάλαβε ότι πρέπει να κατοχυρώνει κάθε απόκτημα στη ζωή του. Έτσι επιδίωξε να δώσει εξετάσεις και να λάβει πτυχίο συντηρητή εσωτερικών εγκαταστάσεων, άδεια ηλεκτροτεχνίτη και πτυχίο Γ’ τάξης πρακτικού μηχανικού κινητηρίων μηχανών.
Θέλεις γιατί εκεί ο Χρόνης απέκτησε αυτοπεποίθηση και πήρε τις πρώτες ικανοποιήσεις του μόχθου του, θέλεις γιατί είχε πια βρει τον δρόμο του επαγγελματικά, αγάπησε με πάθος τη δουλειά του. Οι μηχανές σαν να είχαν ψυχή και τις φρόντιζε σαν παιδιά του. Αμέτρητες φορές ξενύχτησε για να διορθώσει βλάβες και να μη στερηθούν οι Ρεθεμνιώτες το αγαθό του ηλεκτρικού.
Στο μεταξύ μεγάλωνε. Απόκτησε την ανάγκη να έχει την παρέα, τους φίλους να ζει όπως όλοι οι νέοι της ηλικίας του. Εκεί δεν δυσκολεύτηκε καθόλου. Ήταν τόσο εξυπηρετικός, πνευματώδης, ευγενής, έντιμος και ευθύς χαρακτήρας που η μικρή κοινωνία του Ρεθύμνου τον ξεχώρισε και τον αγάπησε.
Τα βάσανα που είχε περάσει και η κοινωνική αδικία, που ξεχείλιζε λόγω συγκυριών, τον έκανε σύντομα να πλησιάσει την αριστερή ιδεολογία και να την υπηρετήσει με ζήλο και αυταπάρνηση.
Το 1941 του προξένεψαν μια κοπελιά από τον Κάστελο Αποκορώνου, την Ευαγγελία κόρη του Χαρίδημου Αναγνωστάκη. Πέτυχε το προξενιό, ο γάμος έγινε στο Ρέθυμνο και το ζευγάρι νοίκιασε σπίτι στη γωνία Γερακάρη και Βάρδα Καλλέργη.
Στο ισόγειο λειτουργούσε το γαλακτοπωλείο Αμπατζή και στον όροφο ήταν το σπίτι του Χρόνη και της Βαγγέλας μέχρι το 1950.
Αυτά τα πρώτα χρόνια του γάμου ήταν για την κοπέλα εφιάλτης. Κατάλαβε ότι ο άνδρας της ήταν ανακατεμένος με την Αντίσταση και ζούσε μέσα στο χτυποκάρδι. Δεν είχε άδικο…
Αναφέρει σχετικά το ιστορικό στέλεχος του ΚΚΕ στο Ρέθυμνο, Γιάννης Κυριακάκης: «Ο Χρόνης Παπαδάκης ήταν δρών πατριώτης και αγωνιστής της Εθνικής Αντίστασης, από την πρώτη στιγμή που κατέλαβαν οι Γερμανοί το νησί μας. Μάλιστα κατόρθωσε να πάρει ένα σπασμένο ραδιόφωνο, που το είχαν σπάσει οι αλεξιπτωτιστές. Με προφύλαξη το έδωσε σε ένα μάστορα ηλεκτρολόγο και το έφτιαξε. Το εγκατέστησε σε ασφαλές μέρος στο σπίτι του και όταν ήλθε στο Ρέθυμνο ο οργανωτής και καθοδηγητής του αγώνα, στον νομό, Σωκράτης Καλλέργης, το διέθεσε στο ΚΚΕ και έβγαλαν το δελτίο ειδήσεων του ΕΑΜ και το κυκλοφορούσαν στην πόλη του Ρεθύμνου και τα χωριά. Κοντά στ’ άλλα επίσης από την υπηρεσία του πρόσφερε πολλά στον αντιστασιακό αγώνα ενάντια στον κατακτητή».
Και προσθέτει ο επίσης σημαντικός αγωνιστής Ανδρέας Ι. Κούνουπας φαρμακοποιός: «Ο Χρόνης Παπαδάκης, επικεφαλής της επιμελητείας του Αντάρτη, συγκέντρωνε και προωθούσε εφόδια στον ΕΛ.ΑΣ. Πολλές φορές ο ίδιος τα μετέφερε μέχρι το βουνό».
Αναφέρει και ο Γιάννης Μ. Τζέλεσης: «Ο Χρόνης Παπαδάκης προσέφερε τεράστιες υπηρεσίες στον αγώνα κατά των Γερμανών, αδιαφορώντας για τη ζωή του. Γέμιζε στις εγκαταστάσεις της Ηλεκτρικής τις μπαταρίες των ραδιοφώνων που χρησιμοποιούσε το ΕΑΜ. Έπαιρνε σημειώματα από το ΕΑΜ προς τις οργανώσεις και του έδιναν άλλα, τα οποία παρέδιδε στο ΕΑΜ.
Συγκέντρωνε τρόφιμα τα οποία φρόντιζε να στέλνονται στους αντάρτες και τους καταδιωκόμενους, δρώντας ως υπεύθυνος της «Εθνικής Αλληλεγγύης».
Από τα πιο σημαντικά του κατορθώματα και αυτό που διηγήθηκε στον γιο του Χρόνη Μπάμπη Παπαδάκη, ο Μιχάλης Γεραρχάκης.
Ο Χρόνης κατάφερε να πάρει από τον Γερμανό διαχειριστή τροφίμων, που αποθηκεύονταν στην «Ηλεκτρική», το κλειδί της πόρτας των παγοθαλάμων. Έβγαλε αντικλείδι και επέστρεψε το κλειδί στη θέση του, χωρίς να αντιληφθεί κάτι ο Γερμανός.
Οι αντιστασιακοί εργαζόμενοι της «Ηλεκτρικής» είχαν χωριστεί σε δυο ομάδες. Η μια απασχολούσε τον στρατιώτη σκοπό των εγκαταστάσεων και η άλλη αφαιρούσε τυριά γάλα, κρέατα και άλλα τρόφιμα, αφού άνοιγε την πόρτα του παγοποιείου με το αντικλείδι που είχε φτιάξει ο Χρόνης.
Ύστερα έβγαζαν τα τρόφιμα από μια μικρή πόρτα του παγοποιείου, στην οδό Μίνωος και τα έκρυβαν στο μηχανουργείο και σπίτι του Βασίλη Δαμβόγλου (γωνία Μίνωος και Ξανθουδίδου). Από εκεί τα διοχέτευαν στους αντάρτες, αλλά και σε άλλους ανθρώπους που δεν είχαν να φάνε.
Όπως ήταν φυσικό η απουσία των τροφίμων είχε πέσει στην αντίληψη των Γερμανών, γιατί έκαναν συνέχεια απογραφές. Ποιος να φανταστεί όμως ότι ο Χρόνης είχε αντικλείδι… Έτσι κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι ο συμπατριώτης τους διαχειριστής πουλούσε τα τρόφιμα στη μαύρη αγορά.
Πόσο ψύχραιμος ήταν ο Χρόνης, στον αγώνα του αυτό, φαίνεται και από το παρακάτω περιστατικό:
Επειδή το ραδιόφωνο της αντίστασης χρειαζόταν επισκευή, το είχε κρύψει προσωρινά σε ένα ντουλάπι του εργοστασίου. Κάποιος Γερμανός φρουρός που συμπαθούσε τους Έλληνες ενημέρωσε ότι επίκειται έφοδος από τη Γκεστάπο στην «Ηλεκτρική».
Ο Χρόνης χωρίς να χάσει την ψυχραιμία του πήρε το ραδιόφωνο, το έκλεισε σε ένα τενεκέ λαδιού και με ένα καλώδιο το βύθισε στο πηγάδι που βρισκόταν στο προαύλιο του εργοστασίου. Έτσι δεν το βρήκαν οι Γερμανοί όταν πράγματι έγινε έφοδος και σώθηκαν οι αγωνιστές από οδυνηρές περιπέτειες.
Όμως δεν στάθηκε πάντα τυχερός ο λαμπρός πατριώτης. Ετοιμόγεννη ήταν η γυναίκα του, όταν συνέλαβαν το Χρόνη οι Γερμανοί, αρχές Σεπτεμβρίου 1944, μαζί με άλλους συναγωνιστές του. Τους έκλεισαν στη φυλακή, απέναντι από την είσοδο του φρουρίου της Φορτέτζας.
Περνούσαν όλοι, σε καθημερινή βάση, από απάνθρωπα βασανιστήρια για να μιλήσουν. Τον Χρόνη τον είχαν, για δυο 24ωρα, γονατισμένο σε αδρό τσιμέντο, με αποτέλεσμα να πάθουν ανεπανόρθωτη βλάβη τα γόνατά του και να υποφέρει μέχρι το τέλος της ζωής του.
Δεν μίλησε κανένας. Κράτησαν με αξιοπρέπεια και θάρρος κλειστό το στόμα τους, μέχρι το τέλος της κράτησής τους.
Ήταν στη φυλακή όταν έμαθε ότι απέκτησε γιο. Δεν άργησε να τον πάρει στην αγκαλιά του, γιατί λίγες μέρες αργότερα οι Γερμανοί έφυγαν. Κι έτσι αξιώθηκε ο Χρόνης να δει τον γιο του, 24 μέρες μετά τη γέννησή του. Αυτόν που έγινε αργότερα ο γνωστός δημοσιογράφος και διευθυντής της ΕΡΑ Χανίων, που «έφυγε» δυστυχώς τόσο πρόωρα.
Στις 30 Σεπτεμβρίου 1969, αναγκάστηκε να βγει σε μειωμένη σύνταξη. Δεν τους άντεχε πλέον και ο ίδιος δεν είχε καθόλου σκοπό να αλλάξει πεποιθήσεις, μετά από τόσο σημαντικό κοινωνικό και πατριωτικό αγώνα.
Είχε όμως να παρηγορηθεί. Ο Μπάμπης του ήταν πια ένας καταξιωμένος δημοσιογράφος και ο Χαρίδημος επιτυχημένος ηλεκτρονικός μηχανικός.
Καιρός και για τον Χρόνη να ξεκουραστεί. Έφυγε από το Ρέθυμνο και πήγε κοντά στα παιδιά του στην Αθήνα. Εκεί αγόρασε ένα δυάρι στου Ζωγράφου κι εγκαταστάθηκε οικογενειακώς. Το παιδί που δεν είχε κάποτε στιβάνια να φορέσει, με σκληρή δουλειά, είχε γίνει πρώτος νοικοκύρης. Πάντρεψε και τα παιδιά του και απόλαυσε τα προνόμια του παππού. Ήταν όμορφα τα τελευταία χρόνια του Χρόνη γιατί είχε δημιουργήσει ένα ωραίο παρεάκι και πολλές φορές συνήθιζε να λέει: «Εγώ τώρα ολοκλήρωσα τον κύκλο της ζωής μου. Έζησα πολλά μα είμαι ευτυχισμένος».
Ήταν 8 Δεκεμβρίου του 1989, όταν διαβάσαμε στα «Ρεθεμνιώτικα Νέα»: «Σε ηλικία 78 χρόνων, πέθανε την Κυριακή στην Αθήνα ύστερα από μακροχρόνια ασθένεια, ο Χρόνης Παπαδάκης, συνταξιούχος της ΔΕΗ.
Ήταν από τους πρώτους υπαλλήλους της Ηλεκτρικής Εταιρείας, που ίδρυσε στο Ρέθυμνο ο Γιάννης Σκευάκης. Σαν εργοδηγός της Εταιρείας τοποθέτησε τους πρώτους ηλεκτρικούς λαμπτήρες που έδωσαν φως στο Ρέθυμνο…».
Αυτός ήταν ο Χρόνης Παπαδάκης. Ένας ακόμα αγωνιστής της Εθνικής Αντίστασης, που από τυχαία γεγονότα καταφέραμε να πληροφορηθούμε για τον βίο και την πολιτεία του, χωρίς να μας δώσει ποτέ καμιά ευκαιρία να τον τιμήσουμε για τη δράση του αυτή. Ούτε καν να του εκφράσουμε την ευγνωμοσύνη μας, για τη μεγάλη προσφορά του στον αγώνα και στην ανάπτυξη του Ρεθύμνου.