-
Προσπάθειες για μια συγγνώμη από τους Γερμανούς έπεσαν στο κενό
Όταν δεν υπήρχε το google να σώζει ανάγκες άμεσης ενημέρωσης, στα «Ρεθεμνιώτικα Νέα» είχαμε τον κατάλληλο άνθρωπο στην κατάλληλη θέση. Ήταν ο Μιχάλης Σκούληκας που μετά τη συνταξιοδότησή του, τερματίζοντας ευδόκιμη πορεία στην εκπαίδευση, έγινε ένας από τους σημαντικότερους συνεργάτες μας, αφού είχε αναλάβει το αρχείο της εφημερίδας.
Είχε το χάρισμα της αρχειοθέτησης. Κάθε μέρα τρυγούσε κυριολεκτικά την ειδησεογραφία και μετά έκοβε με προσοχή αυτό που τον ενδιέφερε. Σε μια γωνιά του χώρου που ήταν τα γραφεία μας, είχε τοποθετήσει μια κούτα, που έκρυβε θησαυρούς γνώσεων. Με νοικοκυροσύνη τοποθετημένοι ήταν αρκετοί φάκελοι που καθένας διευκόλυνε τους ερευνητές στοιχείων για το περιεχόμενό του. Μέχρι και ευρετήριο είχε τοποθετήσει ο αξέχαστος δάσκαλος.
Το πρώτο πράγμα που φρόντισα μόλις μεταφέρθηκαν τα γραφεία κι αφού δεν υπήρχε πια στη ζωή ο καλός συνεργάτης μας, ήταν να διαφυλάξω αυτούς τους φακέλους που έλυναν τα χέρια μας τότε που δεν υπήρχε η ευκολία του Google κι έπρεπε να χάσεις πολύτιμη ώρα για να βρεις το στοιχείο που σε ενδιέφερε για το άρθρο σου.Ακόμα θυμάμαι τις ενότητες «Σεισμοί στην Κρήτη» και «Μάχη της Κρήτης».
Λάτρευε την τάξη ο Μιχάλης Σκούληκας. Και ‘μεις είχαμε να καμαρώνουμε για το αρχείο μας.
Ο Μιχάλης Σκούληκας όμως ποτέ δεν οικειοποιήθηκε τον συλλεκτικό του θησαυρό ούτε και ήθελε επαίνους για την υπηρεσία του αυτή.Πόσο μάλλον να προβάλει και τις άλλες του αρετές και επιτεύγματα στην εκπαίδευση.
Το θέμα των Ολοκαυτωμάτων τον συγκινούσε πάντα καθότι Κρυοβρυσανός. Αν και είχε πολλές ευκαιρίες, αφού στα γραφεία των «Ρεθεμνιώτικων Νέων» εύρισκε φιλόξενο χώρο για να συνεδριάσει η ομάδα Μαρνιέρου, εν τούτοις πολύ αργότερα μάθαμε για μια πρωτοβουλία του μετά τον πόλεμο που άφησε εποχή.
Μας ενημέρωσε γι’ αυτή ο σπουδαίος επίσης εκπαιδευτικός, ποιητής και ερευνητής κ. Γιώργος Μαυροτσουπάκης σε αφιέρωμά του σε ημερολόγιο του πολιτιστικού συλλόγου Κρύας Βρύσης με θέμα «Το σχολείο του χωριού μας».Εκεί αναφέρει σχετικά για το Μιχάλη Σκούληκα:
«Ο Μιχάλης ήταν ο δάσκαλος και χωριανός με την πολυεπίπεδη παρουσία και δραστηριότητα εκπαιδευτική και κοινωνική. Καταρχήν θυμούμαι πόσο ελκυστικός αφηγητής ήταν, ειδικά στα μαθήματα της Ιστορίας και της Γεωγραφίας – που μου άρεσαν ιδιαίτερα. Πόσο κρεμόμασταν από τα χείλη στο μάθημα της Βυζαντινής Ιστορίας και πόσο γοητευτική ήταν η γεωγραφική μελέτη, όταν όρθιοι μπροστά από στο χάρτη ή στην υδρόγειο σφαίρα, προσπαθούσαμε με τη γνώση και τη φαντασία να περιηγηθούμε στον μακρινό κόσμο. Πόσο μας συνέπαιρνε, πόσο όμορφα ηχούσε το μέταλλο της φωνής του, όταν μας διάβαζε λογοτεχνικά κείμενα εκτός σχολικού βιβλίου (Θυμούμαι από τότε αξέχαστα «Το Γιούσουρι» του Ανδρέα Καρκαβίτσα. Αλλά και τη Φυσική πειραματική με τα πειράματα που κάναμε με τα εξελιγμένα για τότε όργανα που μας είχε στείλει η γερμανική πρεσβεία.
Αξίζει ν’ αναφερθεί ο τρόπος απόκτησης αυτών των οργάνων για να φανεί το ενδιαφέρον και οι δημιουργικές πρωτοβουλίες του δασκάλου μας.
Έστειλε επιστολή στη Γερμανική πρεσβεία, στην οποία ανέφερε τα καταστροφικά για το χωριό μας και για το σχολείο του αποτελέσματα της γερμανικής επιδρομής, ζητώντας εκπαιδευτική υποστήριξη. Η Γερμανική πρεσβεία ανταποκρίθηκε και δώρισε στο σχολείο μας τα όργανα αυτά της Φυσικής Πειραματικής και Χημείας, που είναι αμφίβολο αν υπήρχαν τότε σε άλλοι σχολείο…».
Όπως μας αφηγήθηκε, με δική μας παράκληση, η κόρη του Μιχάλη Σκούληκα η κ. Δέσποινα, εκείνο το πρωινό της 19 Μαρτίου 1963, μένει αξέχαστο σε όσους το έζησαν.Απεσταλμένος της Γερμανικής Πρεσβείας ήρθε στο χωριό με τη σύζυγό του και με τα πολύτιμα δώρα που ονειρευόταν ο δάσκαλος. Μια πλήρη σειρά οργάνων Φυσικής Πειραματικής.
Η υποδοχή ήταν ιδιαίτερα θερμή αν και μόλις 19 χρόνια είχαν περάσει από την αποφράδα ημέρα του Ολοκαυτώματος.Μετά τα τυπικά της υποδοχής και τους χαιρετισμούς που ακολούθησαν, ήρθε η σειρά και του απεσταλμένου να μιλήσει. Και τι να πει;
Ακολούθησε μια φιλοξενία στο κέντρο του χωριού όπου συνέβη κάτι ανήκουστο για την περιρρέουσα ατμόσφαιρα της εποχής που ακόμα έσταζε αίμα και μύριζε θάνατο.
Οι άνθρωποι του μαρτυρικού χωριού που ακόμα δεν μπορούσαν να ορθοποδήσουν μετά την καταστροφή που τους έτυχε και μέχρι πρότινος γύριζαν πρόσφυγες μη έχοντας στον ήλιο μοίρα, γέμισαν δώρα τον απεσταλμένο της πρεσβείας και τη γυναίκα του. Τοπικά υφαντά και κεντήματα έκαναν την επίσημη ξένη να κοιτάξει με μάτια γεμάτα θαυμασμό και τους ανθρώπους και τα έργα τους. Και η ματιά που αντάλλαξαν με τον σύζυγό της ήταν όλο σημασία.
Έγινε τελετή μπροστά στο Μνημείο και πριν από την κατάθεση στεφάνου, μίλησε ο πρόξενος. Μόνο που τα χείλη του έτρεμαν και η συγκίνησή του έκανε ακόμα δυσκολότερη την προσπάθειά του να πει δυο απολογητικά λόγια. Κάποιο δάκρυ του έκανε και τους άλλους να συγκινηθούν βαθιά.
Δεν είναι όλοι οι άνθρωποι οπαδοί της βίας, του πολέμου και της συμφοράς.
Εκείνα τα όργανα Φυσικής και Χημείας διαδραμάτισαν σπουδαίο ρόλο στη συνέχεια. Και ο πιο αδιάφορος μαθητής άρχισε να προσέχει το μάθημα. Το σχολείο απέκτησε νέο ενδιαφέρον. Να είναι τυχαίο αλήθεια που αρκετοί επιστήμονες προέρχονται από τις τάξεις που βίωναν το μάθημα και τη γνώση, έτσι ώστε να την αγαπήσουν και να την αποζητούν;
Οι μνήμες εμπόδιζαν την άφεση
Στα χρόνια που έζησα τις ζωντανές αναφορές στα Ολοκαυτώματα, μνήμες που άχνιζαν ακόμα από αίμα, έμοιαζε αδιανόητο να προσεγγίσει κάποιος τους Γερμανούς και να τους απλώσει χέρι φιλίας. Μέχρι που ήρθε στα μέρη μας η Καρίνα Ρεκ.
Ήταν μια εντυπωσιακή Γερμανίδα καλλιτέχνις που από το 1985 περιοδεύοντας τα κρητικά βουνά πληροφορήθηκε για τη σπουδαία δράση των ανταρτών και αμέσως της δημιουργήθηκε να φιλοτεχνήσει και να αφήσει στον χρόνο ένα έργο τέχνης με θέμα τον αντάρτη της ειρήνης. Και ολοκλήρωσε την προσπάθειά της χρησιμοποιώντας 5.000 πέτρες. Έτσι δημιουργήθηκε ο αντάρτης της ειρήνης στο οροπέδιο της Νίδας.
Οι πέτρες συνθέτουν τη φτερωτή μορφή του «Αντάρτη», μήκους 32 μέτρων, που δείχνει προς το Ιδαίον Άντρον και ταυτόχρονα θυμίζει πως οι Κρητικοί έσπερναν το οροπέδιο με πέτρες για να εμποδίσουν τα γερμανικά αεροπλάνα να προσγειωθούν εκεί. Ο «Αντάρτης» ολοκληρώθηκε το 1991, ενώ έκθεση με τα ντοκουμέντα που βοήθησαν την Κ. Ρεκ στη δουλειά της, αλλά και πλούσιο φωτογραφικό υλικό παρουσιάστηκε το 1995 στο Ντίσελντορφ, στα Χανιά και στην Αθήνα, στο Γκάζι.
Με τον τρόπο αυτό η Καρίνα θέλησε να ζητήσει εκ μέρους των συμπατριωτών της μια συγγνώμη από τους Κρητικούς για τις θηριωδίες των συμπατριωτών της.
Η Καρίνα στο διάστημα που έμεινε στο Ρέθυμνο είχε γίνει ιδιαίτερα αγαπητή. Κάναμε συχνά συντροφιά και μου μιλούσε για το κίνημα συμπατριωτών της υπέρ της ειρήνης. Άκουγε συχνά συζητήσεις μας και ο Σπύρος Μαρνιέρος, για να πάρει απάντηση στις δικές του απορίες. Κρατούσε μια αξιοπρεπή στάση καθώς ήταν ιδιαίτερα ευγενής με τις κυρίες όμως τις επιφυλάξεις του τις είχε.
Και όποτε άκουγε για «συγγνώμη» μου έλεγε μουρμουριστά με τον χαρακτηριστικό του βήχα να τον διακόπτει:«Πες της να πάει να ζητήσει συγγνώμη από τη μάνα μου και τις άλλες γυναίκες του Κέντρους».
Εκείνη ακριβώς την περίοδο δημιουργούσαμε με τον Μπάμπη Πραματευτάκη ένα έμμετρο για τη «Γυναίκα του Κέντρους». Ενθουσιάζεται η Καρίνα και αποφασίζει να κάνει ένα ιδιαίτερο κεφάλαιο στα έργα που εξέδωσε αργότερα. Και τότε συνέβη το αναπάντεχο. Πείστηκε ο Μαρνιέρος να της δώσει φωτογραφικό υλικό γυναικών από το αρχείο του. Και παρά τις διαβεβαιώσεις της Καρίνας, οι φωτογραφίες δεν ξαναγύρισαν στη θέση τους. Ευτυχώς που κρατούσα κάποια αντίγραφα διαφορετικά ποιος θα άντεχε τον Μαρνιέρο που μέχρι και τις τελευταίες του στιγμές με ρωτούσε αν η Καρίνα επέστρεψε τις φωτογραφίες. Ομολογώ ότι δεν αδιαφόρησα. Έκανα ότι μπορούσα για να την εντοπίσω και να της θυμίσω τις υποχρεώσεις της. Κάποια φορά την εντόπισα στην Αίγινα. Έκανε χαρές που με άκουσε μου υποσχέθηκε ακόμα μια φορά για επιστροφή των φωτογραφιών που σαν τα ελγίνεια κι αυτές έμειναν στον χώρο των υποσχέσεων.
Αξίζει πάντως να προσθέσουμε ότι το εντυπωσιακό αυτό μνημείο κόστισε 15.000 μάρκα, που πληρώθηκε από το υπουργείο Τουρισμού της Γερμανίας για να τηρηθεί η υπόσχεση που είχε λάβει η Ρεκ από την κυβέρνηση της χώρας της ότι ούτε μια δραχμή δεν θα έπρεπε να καταβάλει ντόπιος για το έργο, γιατί κάθε κομμάτι του ήταν και μια πέτρα λήθης και συγγνώμης που θα επέτρεπε το μεγαλείο της συναδέλφωσης και της ειρήνης.
Οι Κρητικοί αγάπησαν γι’ αυτό την Καρίνα,ιδιαίτερα οι Ανωγειανοί αν κρίνουμε ότι της έδωσαν και το παρανόμι «σκάρα» όπως συνηθίζουν για κάθε δικό τους άνθρωπο. Όσο για την Καρίνα ποτέ δεν δυσανασχέτησε γι’ αυτό αντίθετα το υιοθέτησε με τον ενθουσιασμό που τη διέκρινε και μάλιστα το χρησιμοποιούσε ως στοιχείο που αποδεικνύει εντοπιότητα.
Πολύ δύσκολη η αποδοχή της «συγγνώμης»
Η «συγγνώμη» όμως που επιδίωξαν οι Γερμανοί κυρίως τα τελευταία χρόνια φάνηκε πως παραείναι δύσκολη υπόθεση.
Κι αυτό παραδέχτηκε ο Γερμανός πρέσβης dr. Albert Spiegel μιλώντας στην «Άνω Γη» και στον Γιώργο Μπαγκέρη με την ευκαιρία επίσκεψής του στα Ανώγεια για τη συναυλία συγγνώμης που είχε δοθεί από τους Γερμανούς στα Ανώγεια στις 14 Μαΐου 2005.
«Τ’ Ανώγεια, είχε πει μεταξύ άλλων ο πρέσβης, δεν είναι ο μοναδικός τόπος που έχει ζήσει αυτή την εμπειρία στην Ελλάδα. Υπάρχει η Κάνδανος, τα Καλάβρυτα και άλλα μέρη όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και σε όλη την Ευρώπη. Ξέρω βέβαια ότι αντιπροσωπεύω ένα κράτος που πριν από 60 χρόνια έκανε τεράστια ζημιά στην ανθρωπότητα. Εγώ μεγάλωσα μετά τον πόλεμο και έπρεπε να βρω τον τρόπο να αντιμετωπίσω το παρελθόν.
Η συγνώμη είναι μια πράξη που βγαίνει από τα χείλη μεγάλων ανθρώπων. Πόσο όμως, εύκολο πιστεύετε ότι είναι για ανθρώπους που έζησαν τον πόλεμο και έχασαν δικούς τους ανθρώπους και τις περιουσίες τους, να αποδεχτούν σήμερα αυτή τη συγνώμη;
Δεν μπορώ εγώ να μιλήσω για τα θύματα του πολέμου και τους επιζώντες. Καταλαβαίνω βέβαια ότι είναι πολύ δύσκολη η αποδοχή της συγνώμης και ότι πολλοί άνθρωποι έχουν την αίσθηση ότι το γερμανικό κράτος θα μπορούσε να κάνει κάτι παραπάνω, αλλά δεν μπορώ να πω κάτι άλλο. Έχουν γίνει μεγάλες προσπάθειες και υπάρχει πρόοδος από την Γερμανία. Εξάλλου είμαστε όπως και η Ελλάδα μέλη του ΝΑΤΟ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης και δείχνουμε ότι με τη συνεργασία όλων των κρατών ο κόσμος μπορεί να οδηγηθεί σε ειρήνη.
Νομίζω ότι οι νέοι της Γερμανίας όπως και των υπολοίπων ευρωπαϊκών κρατών επιθυμούν την ευημερία της κοινωνίας και την ειρήνη. Είμαστε όλοι σε μια μεγάλη κοινωνία δημοκρατική και ειρηνική κάτι που δεν συνέβαινε παλιότερα σ’ όλη την Ευρώπη. Θέλω να τονίσω, ότι ο κόσμος ενδιαφέρεται προπαντός για την ειρήνη και την ευημερία του και η Ελλάδα που είναι και μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει τον ίδιο στόχο και κινείται προς αυτή την κατεύθυνση.
Κι όταν ήρθε ο λόγος στις αποζημιώσεις ο πρέσβης δήλωσε απλά ότι: «Αν δίναμε αποζημιώσεις σε όλους τότε θα είχαμε μεγάλο πρόβλημα να χτίσουμε μια ισχυρή Ευρώπη για το μέλλον».
Όταν ήθελαν μπορούσαν
Οι Γερμανοί όμως που πραγματικά άξιζαν τη συγχώρεση μας είχαν αποδείξει την καλή τους και ηθική πλευρά εκεί που έπρεπε στα δύσκολα. Όπως στην περίπτωση που αναφέρει στα απομνημονεύματά του ο Στυλιανός Καλογεράκης (Κατσαντωνιά) που ανέδειξε σε πολύ ενδιαφέρον σημείωμά του ο δρ Ευτύχης Καλογεράκης.
Εκεί διαβάζουμε μεταξύ άλλων να καταθέτει ο Κατσαντωνιάς: «Είχα αφήσει χειροβομβίδες μέσα σε γλάστρες, που ήταν ψηλά πάνω στο μπεντένι στο δώμα του σπιτιού μου, για να μην μπορούν να τις βρουν τα κοπέλια, αλλά και να μην βρίσκονται μέσα στο σπίτι σε τυχόν έρευνα των Γερμανών. Μια μέρα έρχεται στο σπίτι ένας Αυστριακός αξιωματικός, μορφωμένος μου φαινόταν για να με ρωτήσει ως Πρόεδρο. Ήταν στο δώμα και κοίταζε προς το φαράγγι μπροστά από τις γλάστρες και ψηλός όπως ήταν, βλέπει τις χειροβομβίδες. Δεν λέει τίποτα. Μετά του λέω να καθίσει να τον κεράσω, γιατί ήθελα να διατηρώ διαύλους επικοινωνίας μαζί τους για να μην υποψιάζονται ούτε εμένα ούτε το χωριό, όπως κάναμε συχνά οι εκπρόσωποι του λαού, προεστοί, δήμαρχοι, πρόεδροι, Μητροπολίτες, Ηγούμενοι, στους εκάστοτε κατακτητές. Μετά το κέρασμα, κοιτάζοντάς με διερευνητικά και καχύποπτα μου λέει σε σπαστά ελληνικά: «Πρόεδρε πάνω καραμπίνα». Δεν καταλαβαίνω, παραξενεύομαι, με ζώνουν φίδια για το τί εννοεί. Μήπως έχει πληροφορίες ότι έχω όπλα; και του απαντώ δήθεν χαμογελώντας: – Πρόεδρος όχι καραμπίνα. Επιμένει ότι πάνω είναι καραμπίνα και εγώ αρνούμαι χωρίς να αντιλαμβάνομαι. Τότε βγάζει ένα χαρτί και μου ζωγραφίζει μια χειροβομβίδα, λέγοντας, αυτή πάνω. Τότε καταλαβαίνω και του λέω, παριστάνοντας τον αδιάφορο. Άαα ναι, είχαν κοιμηθεί πριν μερικές μέρες άλλα δικά σας παιδιά σ’ ένα σπίτι στο χωριό και τις ξέχασαν φεύγοντας και μου τις έφεραν οι άνθρωποι ως πρόεδρος, για να σας τις παραδώσω. Πηγαίνω τις φέρνω και του τις δίνω. – Αν ήταν άλλο τσιβίλι-στρατιώτης θα σε σκότωνε (καπούτ) μου λέει. Ήθελα πολύ να ήξερα με πίστεψε ή με λυπήθηκε, βλέποντας τα τρία μικρά κοπέλια μου να πηγαινοέρχονται στα πόδια του, ή ήταν ευαίσθητος με ανθρωπιά και ευσπλαχνία. Πείσθηκε ίσως, επειδή ήταν γερμανικού τύπου με μακριά λαβή. Δεν ξέρω αν ήταν αγγλικές πως θα αντιδρούσε, αφού θα σήμαινε ότι συνεργάζομαι με Εγγλέζους, ή αν ήταν μαζί με άλλους Γερμανούς, αν θα μπορούσε να κάνει αυτή τη διαχείριση. Οι Αυστριακοί βέβαια, που ήταν με τους Γερμανούς πολλές φορές ήταν ηπιότεροι».
Η μαρτυρία του Ηλία Χνάρη
Και σε μια άλλη μαρτυρία που κατέθεσε σε μένα, ο αείμνηστος Ηλίας Χνάρης ανέφερε ακόμα μια περίπτωση που δείχνει ότι κάποιοι Γερμανοί εφάρμοζαν τις διαταγές με συναίσθημα ευθύνης και ανθρωπιάς.
«Το 1943 μας είπε ήμασταν στο Μπαλί. Είχαμε νοικιάσει στο μοναστήρι του Αη Γιάννη του Θεολόγου τον τόπο για βοσκοτόπι. Κάποιοι έτυχε να κλέψουν μέλι από το Μελιδόνι. Ο ιδιοκτήτης κατήγγειλε το γεγονός στο Πέραμα κι αμέσως ήρθαν και σε μας για έρευνα δυο Γερμανοί γνωστοί ως Σήφης και Χρίστος. Μαζί τους κι ένας παπάς ο Λευτέρης από το Μαλεβίζι.
Κάποιοι που τους πήραν χαμπάρι από μακριά βρήκαν καιρό και φύγανε. Εμείς μείναμε.
Όταν ήρθαν στο μοναστήρι η καρδιά μου κατέβηκε στα γόνατα. Είχα κρύψει σε ένα μεταλλικό κουτί 70 σφαίρες από γερμανικό πιστόλι. Αυτό προλάβαμε να το κρύψουμε στο βουνό. Αλλά τις σφαίρες βρήκα μια θυρίδα και τις έχωσα. Με φώτισε και ο Άγιος και έβαλα μια μικρή πέτρα μπροστά από το κουτί.
Όσο έβλεπα τον παπά να σηκώνει τις πλάκες παντού και να ψάχνει η καρδιά μου βροντοχτυπούσε. Ούτεπου θυμάμαι τι έταζα στον Άη Γιάννη να με βοηθήσει.
Οι Γερμανοί αφού δεν βρήκαν τίποτα πήραν τρεις άνδρες κι έφυγαν. Τους πήγαν στη φυλακή στο Ρέθυμνο και τους όρισαν δίκη. Δεν είχαν όμως κανένα στοιχείο εναντίον τους και τους άφησαν ελεύθερους…».
Τελικά υπήρχαν Γερμανοί με αισθήματα, που δεν ήταν σκληροί Ναζιστές.
Γι’ αυτούς όμως θα μιλήσουμε και στη συνέχεια του αφιερώματός μας.