Πόσο μικρός στ’ αλήθεια είναι ο κόσμος διαπιστώνουμε και από μια ωραία ιστορία που μας έχει διασώσει ο αείμνηστος δικηγόρος και ιστορικός ερευνητής Μιχαήλ Μύρωνος Παπαδάκης.
Ακολουθώντας τη γοητευτική γραφίδα του γυρίζουμε πίσω στον χρόνο όταν η τοπική κοινωνία Χριστιανοί και Οθωμανοί προσπαθούσαν να συνυπάρξουν ειρηνικά.
Και το πετύχαιναν γιατί ο απλός λαός αλήθεια τι έχει να μοιράσει όσες παράταιρες φυλές κι αν τον αποτελούν;
Ζούσε τότε στσ’ Ατσιπάδες ένας Τούρκος ο Μουσταφά Γενιτσαράκις, που ήταν κτηνοτρόφος. Από τους χριστιανούς που ξεχώριζε για την εντιμότητα και τη λεβεντιά του ήταν ένας Ρεθεμνιώτης ονόματι Κουτουλάκις από τη Μουρνέ που ήταν ζωέμπορος.
Με το αλισιβερίσι που έκαναν ήταν φυσικό να γνωριστούν και οικογενειακώς. Γνωρίζονταν οι πατεράδες ήταν φυσικό να γίνουν φίλοι και τα αγόρια τους. Χουσνί τον έλεγαν τον νεαρό Τούρκο που φιλεύτηκε με τον γιο του Κουτουλάκι που ο πατέρας του έπαιρνε πάντα μαζί του στις επαγγελματικές του μετακινήσεις.
Ο Χουσνί με την παιδική του παρατηρητικότητα είχε «σταμπάρει» τον πατέρα Κουτουλάκη από ένα σημάδι που είχε αφήσει στο δείκτη του δεξιού χεριού ένα κτύπημα από τα παιδικά του χρόνια. Και η παραμόρφωση αυτή δεν μπορούσε να περάσει απαρατήρητη.
Έτσι όμορφα κυλούσε η συνεργασία ζωέμπορου και κτηνοτρόφου και πολλές φορές κατέληγε σε πλούσια φιλοξενία εκατέρωθεν στο χωριό του καθενός. Όπως τάφερνε ο καιρός.
Πέρασαν τα χρόνια και βρέθηκε ο Γιάννης Κουτουλάκης διοικητής στο Μικρασιατικό Μέτωπο. Ας αφήσουμε όμως τον Παπαδάκι να μας τα εξηγήσει καλύτερα:
«Συνηθισμένο ήταν το φαινόμενο, τότε που ο Ελληνικός Στρατός κρατούσε το Δυτικό μέρος της Μικράς Ασίας, ο εντόπιος εγχώριος πληθυσμός σε επείγουσες περιπτώσεις αναταραχής ή αδικείτο και κινδύνευε ένα ή πολλοί από αυθαίρετη ενέργεια άλλων να καταφεύγουν στον διοικητή της πλησιέστερης ελληνικής στρατιωτικής μονάδος, να ζητήσουν προστασία και πολλές φορές, επίλυση της διαφοράς. Εκείνος, σχεδόν πάντοτε, τους έστελνε στις αρμόδιες υπηρεσίες της Χωροφυλακής όπως είχε διαταγή από τη Στρατιά να μην ανακατεύεται ο στρατός στις διαφορές των εντοπίων παρά μόνο σε περιπτώσεις που ήταν άμεσος κίνδυνος αιματοχυσίας ή απειλείτο διασάλευσις της τάξεως. Εκεί ο διοικητής είχε δικαίωμα να επέμβει και με ήπια μέσα να διαχωρίσει τους διαπληκτιζόμενους… Και ν’ αποκαταστήσει την τάξη.
Τον χειμώνα του 1920 διοικητής μιας πυροβολαρχίας του Εμπέδου Πυροβολικού Στρατιάς Μικράς Ασίας που έμενε στο Ναρλί-κιοϊ, χωριό μια ώρα νοτιοανατολικά της Σμύρνης, ήταν ο Ρεθεμνιώτης από τη Μουρνέ Αγίου Βασιλείου υπολοχαγός Ιωάννης Κουταλάκης, ένας με πραγματικά επιβλητικές διαστάσεις ωραίος Κρητικός. Γνήσιο δείγμα της λεβέντικης φυλής του. Πολύ πρωί κείνης της ημέρας δούλευε στη σκηνή – γραφείο της πυροβολαρχίας, οπότε έρχεται ο αρχιφύλακας της φρουράς της Πύλης του στρατοπέδου και του αναφέρει πως ένας χότζας καταματωμένος και με πρόσωπο μαύρο και πρησμένο, ζητά βοήθεια και ακρόαση γιατί τον κυνηγούν εχθροί του, Τούρκοι κι’ αυτοί, να το σκοτώσουν. Και μάλιστα τρέμει πώς θα φτάξουν στιγμή σε στιγμή.
Ο διοικητής επέτρεψε και οδήγησαν στη σκηνή του γραφείου που άλλωστε δεν ήταν μακρυά. Με τον διερμηνέα λοχία Οδυσσέα Βαρουξή από το Οδεμήσι, είπε ο χότζας πως χωρίς λόγο, ο ομόφυλος του Χουσνή Ογλού Μουσταφάς τον έσπασε στο ξύλο πρωί – νύχτα και πως τούτος επωφελήθηκε τη στιγμή που πάλευαν τον εχθρό του γυναίκες και παιδιά κι’ ήρθε να ζητήσει προστασία. Ο Κουταλάκης του είπε να πάει στη Χωροφυλακή στη Σμύρνη, έχει εκεί ένα χωριανό διοικητή, τον μοίραρχο Νικηφοράκη κι’ αυτός είναι αρμόδιος να λύσει τη διαφορά. Ο χότζας άρχισε να κλαίει και δεν ήθελε να το κουνήσει γιατί μόλις έβγαινε όξω θα τον έσφαζε κείνος που τον καταδίωκε.
Αποφάσισε τότε ο διοικητής της πυροβολαρχίας να επέμβει. Τον χότζα παράδωσε στον κτηνονοσοκόμο – η μονάδα δεν διέθετε κανονικό νοσοκόμο- Κωστή Ανδρεαδάκη από τα Κεραμωτά του Μυλοποτάμου, καλή του ώρα, να τον πλύνει με οξυζενέ, να του βάλει ιώδιο και ότι άλλο χρειάζεται. Και το διερμηνέα λοχία Βαρουξή έστειλε με δυο στρατιώτες να βρουν τον δράστη Χουσνή Ογλού Μουσταφά, να του συστήσουν να έλθει, και βία να μη μεταχειριστούν αν αρνηθεί. Κι’ οι δυο διαταγές εκτελέσθηκαν. Αλλά ο Βαρουξής δεν βρήκε τον κατηγορούμενο στο σπίτι του, παράγγειλε όμως να του πουν πως τον θέλει ο διοικητής. Τη στιγμή που έλεγε τα διατρέξαντα ο Βαρουξής παρουσιάστηκαν στην Πύλη δυο Τούρκοι κι’ ήθελαν να μπουν. Είδε ο Κουταλάκης δυο ωραίους άνδρες, ψηλούς, γεροδεμένους, μελαχρινούς, έξυπνος που δεν έμοιαζαν καθόλου με τους ντόπιους κακάντρες, ραβόποδες και γουρσούζηδες Τούρκους και σκέφτηκε πως είναι Τουρκοκρητικοί, αλλά δεν μίλησε. Πριν καλά – καλά προλάβουνε να μπούνε στη σκηνή ο Βαρουξής τους ρώτησε Τούρκικα.
– Νε ιστιόρσινιζ; (Τι θέλετε;)
Ο πρώτος ο περισσότερο ηλικιωμένος, απάντησε θαρρετά, άφοβα, χωρίς ταπείνωση:
– Ίντα νε ιστιόρσινιζ; Εγώ μαι Κρητικός Ρεθεμνιώτης απού τα’ Ατσιπάδες τ’ Άη Βασίλη και λέγομαι Χουσνής Γενιτσαράκις. Και τουτοσές απού μ’ ακλουθά είναι ο αδερφός μου ο Αλής. Έρχεται να ιδή ίντα θα μ’ αποκάμη ο καπετάνιος από με ζητά, λέει. Ποιος είναι;
Ο Κουταλάκης σηκώνεται και απαντά επιβλητικά:
– Εγώ μαι!
Μιλεί ο Χουσνής.
– Γιαμιά όντσ’ είδα κατάλαβα πως είσαι Κρητικός απού τη γκορμοστασιά.
Ο Κουταλάκης αποφεύγει να επιβεβαιώσει τις υπόνοιες του Χουσνή.
Και λέει:
– Και σαν είσαι κρητικός και μάλιστα Γενιτσαράκις, πώς το καταδέχτηκες να μισερώσεις τουτονέ το γιβεντισμένο απού με μια σου μπατσελέ μπορεί και να ποθάνη; Δε ντονε συχάθηκες οντεντονέδερνες;
Ο Χουσνής παρακάλεσε να φέρουν τον χότζα αν είν’ επά;. Και πράγματι τον έφεραν. Παρουσίαζε γελοίο θέαμα με τους κακότεχνους επιδέσμους που τούκαμε ο κτηνονοσοκόμος. Και τότες συνεχίζει ο Γενιτσαράκις κι ‘ ο Βαρουξής διερμηνεύει στο χότζα:
– Κρατεί την αδελφή μου γυναίκα ντου. Και τη δέρνει. Μηνώ του α δε ταιρέσει να τηνε ζυγώξη. Αυτός δεν έχει ίντα να κάμη τα κοπέλλια ντωνε, έχουνε πέντε, κι’ οντενέχει πράμμα και θέλει να ξεθυμάνη, γιατί δε ντου κάνει αφορμή, τηνε ξυλοφορτώνει. Κι’ οπροχθές έκοιτε η κακομοίρα δέκα μέρες μα δεν μούπενε πράμμα. Σήμερα ταϋτέρου – ταϋτέρου έρχετ’ ένα κοπέλλι ντωνε στο σπίτι μου και φωνιάζει εδά σκοτώνει ο μπαμπάς μου τη νενέ μου;. Εγλάκηξα, επήγα κι’ έπιασα τονε και την εκοπάνιζενε μ’ ένα μουζωμένο ντρίφτη του φούρνου. Ήμουνε μανισμένος και δε – γατέω ίντα τούκαμα. Και σου το λέω, καπετάνιο, ασικιαρέ και δε ντρέπομαι μουδέ φοβούμαι κιανένα πως ανέ τζη ξαναγγίξη θα τόνε σφάξω.
Ο Διοικητής λέει στο χότζα με το διερμηνέα.
– Χότζα εφέντη το Κοράνι απού διαβάζεις λέει να χαϊδεύωμε τις γυναίκες και να μα σε κάνουνε τα κέφια μας. Λέει πουθενά να τσι δέρνωμε;
– Όϊ δεν το λέει, απαντά ο χότζας.
– Γιατί λοιπόν εσύ χτυπάς τη γυναίκα σου;
– Αντιμιλεί μου και με νευρώνει και τη δέρνω.
Επεμβαίνει ο Χουσνής.
– Καπετάνιο αυτοί επαέ τσοι γυναίκες τωνε τσ’ έχουνε σκλάβες. Κι’ οντετουτηνέδωκενε ο μακαρίτης ο Κύρις μου εμήνυσενε του Σινάνη του Αριφαγαδάκι απού τον Κισσό. Αυτός κάθεται στη Σμύρνη κι’ είναι γραμματισμένος και στα Τούρκικα και στα Ρωμέικα κι ήρθενε στο σπίτι μας. Και του λέει τουτουνέ του μασκαρά:
– Μωρέ αγαδάκι, μην έρθει καμιά φορά η κόρη μου και μου παραπονεθή πως τση γυρεύγεις άλλα πράμματα (εννοούσε, την παρά φύσι ασέλγεια), γη τηνέ μαγκλαβίζεις (τη βασανίζεις) για θα σου κόψω τ’ αφχιά και τη μύτη σου κι’ ύστερις θα σε βγάλω στο μεϊντάνι (σε δημόσιο μέρος) να σε φτύξη ο κόσμος. Γροικάς το;
Και τούτος ορκίζεται; Βαλλά – Μπιλαά -Ταλαά, μπου γκιουν Ντουνιά γιάρεν Αχρέτ; (Μουσουλμανικός όρκος) πώς δε θα τη στενοχωρήση. Εδά, αυτή μιλεί τω γκοπελλιώ τζη Ρωμαίϊκα γιατί δεν γκατέει άλλη γλώσσα κι’ αυτά τη μάθανε και κουβεδιάζουνε με τη μάννα ντωνε, τούτος θαρρεί πώς τονε σουρεύγουνε (μιλούν εναντίον του) κι’ ελύσσιαξενε να τσοι φάει ούλους. Μόνο πέτου πως δε ντου το μηνώ μουδέ δε ντου το γράφω μόνο του λέω ξεστομάτου πως ανέ ξαναμαλώσει άλλη φορά τη γυναίκα ντου γή ένα γκακό λόγο α τζη πη θα πάω να του τη μπάρω και θα τόνε σφάξω κι’ όλας.
Ο Κουταλάκης, προτείνει συμβιβασμό:
– Αδέρφια είστε να συμβιβαστήτε. Άσκημα πάει να μαλλώνετε γιατί έχετε κι’ οι δυό κοπέλλι.
Μιλεί κι ‘ο Αλής που ακλούθανε του αδερφού του να ιδεί τι θα τον κάμει ο διοικητής.
– Κι’ εγώ τωντώ λέω, καπετάνιο. Μα τουτοσές ο μούσκαρος δεν έχει λόγο. Και λέει: Δεν ντη ξαναδέρνω και ταχυά την έχει σακατεμένη στο ραβδί.
Ο Διοικητής λέει στο χότζα με το διερμηνέα.
– Χαρτί θα μου υπογράψεις πως δε θα ξαναδείρης τη γυναίκα σου, μηδέ θα τση κακομιλήσεις. Κι’ ο Χουσνής θα υπογράψη, πώς δε σε ξαναδέρνει. Να συμβιβαστείτε. Θέλεις;
Ο χότζας είναι έτοιμος για όλα. Οι ξυλές απού έφαενε απού το Χουσνή ήσανε καμινάτες κι’ είναι τρομοκρατημένος. Φωνάζει τούρκικα και διερμηνεύει ο Βαρουξής:
– Δεν ξαναμαλλώνω τη γυναίκα μου. Ούτε τη ξαναδέρνω. Μόνο θα την έχω σα ντα μάθια μου.
Υπογράφει τούρκικα στο χαρτί απού τούχανε ετοιμασμένο. Κι’ ο άλλος υπογράφει ρωμαϊκά με υπερηφάνεια: Χουσνής Γενιτσαράκης Κρητικός.
Συνήλθε από το φόβο του ο χότζας κι έφυγε. Έμειναν οι Κρητικοί και γνωριστήκανε καλλίτερα. Και πάνω στη γνώρα ξαναθυμήθηκαν Τούρκος και Ρωμιός την παλιά φιλία που αναζωπυρώθηκε με την αφορμή αυτή Χουσνής και Κουταλάκης είχανε στενές σχέσεις όσον καιρό κράτησε η περιπέτεια των Ελλήνων στη Μικρασία. Και άμα αποκατασταθήκανε οι σχέσεις Ελλάδος και Τουρκίας και μέχρι που ζούσανε, είχαν αλληλογραφία. Και δεν έλειψαν οι επισκέψεις του Τούρκου στο Ρέθυμνο.
Από τις τελευταίες φορές που βρέθηκε ο Χουσνί ήταν κοντά στο τέλος του Είχε έρθει να πάρει χώμα από το χωριό του τσ’ Ατσιπάδες για να το βάλουνε στο μνήμα του όταν πεθάνει».
Μια ακόμα περίπτωση βίας
Ακόμα μια περίπτωση ενδοοικογενειακής βίας περιγράφει σε άλλο του δημοσίευμα ο Παπαδάκις. Αυτή τη φορά την προκάλεσε ο εφιάλτης ενός φανατικού Μουσουλμάνου του Ισμαήλ Μπαμπάς Σιδεράκης που ζούσε στο Ρέθυμνο γύρω στα 1900.
Η γυναίκα του, η Αϊσέ, μετά από καιρό έμεινε έγκυος. Κι ο Ισμαήλ Μπαμπάς, βαθειά θρησκευόμενος Τουρκοκρητικός, άρχισε να τρέφει όνειρα για το παιδί.
Ονειρευόταν να είναι αγόρι και να το κάνει Σεΐχη και Ιμάμη της ρεθεμνιώτικης Τουρκιάς. Ίσως ακόμα – γιατί όχι – Μολλά, δάσκαλο και βαθειά γραμματιζούμενο. Θα γινόταν ένα παιδί δακτυλοδεικτούμενο κι ο πατέρας θα το καμάρωνε.
Έγινε λοιπόν διπλά περιποιητικός με τη σύζυγο, που ευτυχώς γι’ αυτήν, δεν ήταν και καμιά παρακατιανή. Κόρη του Σαφτέρ εφέντη είχε τον τρόπο της. Αλλά κυρίως είχε τα χαρίσματα που κάνουν πλουσιότερη τη γυναίκα. Ήταν καλή, γνωστική, νοικοκυρά, πονετική…
Και τελευταία πολύ πολύ ευτυχισμένη, αφού ο άνδρας της, μόλις έμαθε τα ευχάριστα, έγινε ξαφνικά τόσο υποχρεωτικός απέναντί της.
Οι παραγιοί δεν προλάβαιναν να της κουβαλούν αχιουρέδες και ραβανί από το ζαχαροπλαστείο του Μεχμέτ Αγά στο Μεϊντάνι, είτε ανεβατούς λουκουμάδες και καϊμάκι με μέλι από του Μανόλη του γαλατά…
Όλες οι έγκυες ζήλευαν τη χάρη της. Μέχρι που…
Ένα πρωί ο Ισμαήλ Μπαμπάς ξύπνησε παραλοϊσμένος. Τι όνειρο ήταν αυτό που είχε δει; Να ήθελε ο Αλλάχ να τον δοκιμάσει ή να τον προειδοποιήσει;
Είχε δει στον ύπνο του, ότι θα κάνει αγόρι, αλλά όχι μόνο δεν θα γίνει φανατικός Μουσουλμάνος σαν τον μπαμπά του αλλά θα καταλήξει …Χριστιανός.
Αυτό για τον Ισμαήλ, που οι άλλοι Τούρκοι τον πίστευαν άγιο, λόγω της βαθειάς του πίστης στο Κοράνι, ήταν η μεγαλύτερη συμφορά που θα μπορούσε να ζήσει άνθρωπος. Ήταν ατίμωση. Έκανε την προσευχή του κι είπε να δώσει τόπο στην οργή. Στο κάτω της γραφής ένα όνειρο ήταν. Το ίδιο βράδυ πάλι τα ίδια. Ξύπνησε κάθιδρος ο θεοσεβής Τούρκος και είδε κι έπαθε να συνέλθει. Μα το δικό του το παιδί θα γινόταν Χριστιανός; Όταν το όνειρο επαναλήφθηκε και το τρίτο βράδυ δεν χωρούσε πια καμιά αμφιβολία ότι ήταν μια προειδοποίηση. Θα έπρεπε λοιπόν να δράσει. Θα έπνιγε το παιδί μόλις γεννιόταν. Άλλωστε το κοράνι επιβάλει τον φόνο στους άπιστους. Έκρυψε από τη γυναίκα του το όνειρο και τις αποφάσεις του και άλλαξε εντελώς απέναντί της.
Μαύρισε η ζωή της Αϊσέ.
Εκεί που της έστελνε τόσα καλούδια, τα έκοψε, απότομα, χωρίς να δώσει εξήγηση. Κι από πάνω άρχισε να τη βρίζει κι ένα πρωί τη χτύπησε κιόλας.
Εκείνη καλότροπη καθώς ήταν υπέμεινε στωικά τις αλλαγές του ανδρός της και προσπαθούσε με τον καλό της τρόπο να τον συνεφέρει.
Κι ο καλός της τρόπος επηρέασε τόσο τον Ισμαήλ της, που κάποια μέρα της μίλησε και για το όνειρο και για την απόφασή του να πνίξει το παιδί.
Εκείνη προσπάθησε να κρατήσει την ψυχραιμία της και τον ρώτησε αν ο Αλλάχ ζήτησε στο όνειρο τον θάνατο του παιδιού. Κι όταν πήρε αρνητική απάντηση προσπάθησε να τον λογικέψει με γλυκό τρόπο. Σαν τον είδε όμως αμετάπειστο αποφάσισε να χρησιμοποιήσει τα μεγάλα μέσα. Τον απείλησε να τον καταγγείλει στον Χουσεΐν Λουσκάκη από το Σπήλι, υπαξιωματικό της Κρητικής Χωροφυλακής που δεν χάριζε μήτε στον γονιό του, προκειμένου να επιβάλει το νόμο και την τάξη.
Κι ο Άγιος φοβέρα θέλει.
Η απειλή έφερε αποτέλεσμα. Ο Ισμαήλ Μπαμπάς αποφάσισε να αφήσει το παιδί να ζήσει, αλλά θα το είχε από κοντά.
Ηρέμησε ο Ισμαήλ, ξαναβρήκε τη βολή και τις λιχουδιές της η Αϊσέ. Κι ήρθε ο καιρός της να γεννήσει. Έκανε ένα χαριτωμένο αγόρι που το ονόμασαν Εσάτ.
Γι’ αυτόν όμως και για το μεγάλο του έρωτα για μια χριστιανή έχουμε κάνει παλαιότερα αφιέρωμα παρουσιάζοντας τις περιπέτειες του άτυχου Εσάτ που οι Ρεθεμνιώτες αποκαλούσαν Τουρκογιώργη.
Πηγές:
Μιχάλη Μ. Παπαδάκι Χουσνης (Ιούνιος 1980).
Εύας Λαδιά: Το συναξάρι ενός Τούρκου που αγάπησε μια Χριστιανή (Ρεθεμνιώτικα Νέα 13-2-2019).